Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ήμενος

См. также в других словарях:

  • ἥμενος — ἧμαι es perf part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • ευτυχισμένος — η, ο βλ. ευτυχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. τού ευτυχώ με κατάλ. ισμένος*, αντί ημένος] …   Dictionary of Greek

  • μυδροκτυπώ — μυδροκτυπῶ, έω (Α) [μυδροκτύπος] (για τον Ήφαιστο) σφυρηλατώ πυρακτωμένο σίδερο («κορυφαῑς δ έν ἄκραις ἥμενος μυδροκτυπεῑ Ἥφαιστος», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • τεχνήεις — εσσα, ήεν, Α·1. αυτός που κατασκευάστηκε έντεχνα 2. (για πρόσ.) επιδέξιος, επιτήδειος. επίρρ... τεχνηέντως ΝΑ με επιτήδειο, με έντεχνο τρόπο, με τέχνη («αὐτὰρ ὁ πηδαλίῳ ἰθύνετο τεχνηέντως ἥμενος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + κατάλ. (ή)εις (βλ …   Dictionary of Greek

  • ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα …   Dictionary of Greek

  • (ε)ρωτώ — (ε)ρώτησα, (ε)ρωτήθηκα ζητώ από κάποιον να με πληροφορήσει, ζητώ με το λόγο απάντηση σε κάτι: Ρώτα πριν αποφασίσεις. ρωτώ ησα, ήθηκα, ημένος ερωτώ: Ρώτησέ τον ποια ώρα θα γυρίσει στο σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθλοθετώ — ησα, ήθηκα, ημένος, ορίζω βραβεία σε αγώνες: Στους φετινούς σχολικούς αγώνες τα βραβεία αθλοθέτησε το υπουργείο Παιδείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αισθητοποιώ — ησα, ήθηκα, ημένος, κάνω κάτι αισθητό με σαφή και ζωηρή παράστασή του: Προσπάθησε να αισθητοποιήσει τα πράγματα, αλλά δεν το πέτυχε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιτιολογώ — ησα, ήθηκα, ημένος, ερευνώ ή εξηγώ την αιτία κάποιου πράγματος, δικαιολογώ: Η απόφαση αυτή δεν είναι αρκετά αιτιολογημένη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακινητοποιώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. αναγκάζω κάτι να μείνει ακίνητο: Το λάθος τους ήταν ότι ακινητοποίησαν τις καλύτερες δυνάμεις τους. 2. (στο εμπόριο), μετατρέπω τα κεφάλαια σε ακίνητες αξίες (κτήματα): Μερικές επιχειρήσεις ακινητοποίησαν μέρος από τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»