Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐδάμᾰσα

См. также в других словарях:

  • ἐδάμασα — ἐδάμᾱσα , δαμάω aor ind act 1st sg (doric aeolic) δαμάζω overpower aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάμνημι — (Α) 1. δαμάζω, καταβάλλω (α. «δάμνησι στίχας ἀνδρῶν» κατανικά τις σειρές των πολεμιστών β. «αλλά με χεῑμα δάμναται» αλλά μέ καταβάλλει η κακοκαιρία) 2. (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) δαμναμένη, η α) το φυτό κατανάγκη, ορνιθόπους β) το φυτό κήμος,… …   Dictionary of Greek

  • δαμάλης — δαμάλης, ο (Α) 1. αυτός που δαμάζει («δαμάλης Ἔρως», Ανακρ.) 2. νεαρό βόδι, μοσχάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. (θ.) δαμα (πρβλ. αόρ. εδάμασα) τού ρ. δάμνημι* + επίθημα σε Ι ] …   Dictionary of Greek

  • δαμάσιππος — δαμάσιππος, ον (Α) αυτός που δαμάζει τα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι , από τον αόρ. εδάμασα τού ρ. δάμνημι* + ίππος. (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • δαμάτειρα — δαμάτειρα, η (Α) η δαμάστρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμα τού αορ. εδάμασα τού ρ. δάμνημι* + (επίθημα) τειρα] …   Dictionary of Greek

  • δαμαίος — ο (Α Δαμαῑος) νεοελλ. βιολ. γένος ακάρεων αρχ. Δαμαῑος επίκληση τού Ποσειδώνος στην Κόρινθο, ιπποδαμαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. επίθ. Δαμαίος < (θ.) δαμα (πρβλ. αόρ. εδάμασα) τού ρ. δάμνημι*] …   Dictionary of Greek

  • δαμασίμβροτος — δαμασίμβροτος, ον (Α) αυτός που δαμάζει ή φονεύει τους ανθρώπους («δαμασίμβροτος Σπάρτη», «χαλκὸς δαμασίμβροτος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι , από τον αόρ. εδάμασα τού ρ. δάμνημι* + βροτός «θνητός». (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος,… …   Dictionary of Greek

  • δαμασίφρων — ( ονος), ον (Α) αυτός που δαμάζει ή υποτάσσει την ψυχή («δαμασίφρων χρυσός»). [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι , από τον αόρ. εδάμασα τού ρ. δάμνημι* + φρων < φρην. (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • δαμασίφως — ( ωτος), ο, η (Α) αυτός που δαμάζει ή καταβάλλει τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι , από τον αόρ. εδάμασα τού ρ. δάμνημι* + φως «άνδρας». (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • δαμασίχθων — δαμασίχθων, ο (Α) (επιθ. τού Ποσειδώνος) αυτός που δαμάζει ή τιθασεύει τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι , από τον αόρ. εδάμασα τού ρ. δάμνημι* + χθων ( ονός) «γη». (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • δαμασικόνδυλος — δαμασικόνδυλος, ον (Α) όποιος με γροθιές νικά τον αντίπαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι , από τον αόρ. εδάμασα τού ρ. δάμνημι* + κόνδυλος «γροθιά». (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»