-
1 δαμείς
δαμάζωoverpower: aor part pass masc nom /voc sg -
2 δαμάζω
δᾰμάζω (act. ἐδάμᾰσας, δάμασσας, δάμᾰσε(ν), ἐδάμασσε; δαμάσσαις: med. aor. ἐδαμάσσατο: pass. δαμαζομέναν: aor. δαμασθέντες, δαμασθέν; (from δάμναμι) δμᾶθεν; δᾰμείς, -έντα, -έντες, δᾰμεῖσα)1 conquer, master, overcomeaφῶτας δ' ὀξυρεπεῖ δόλῳ ἀπτωτὶ δαμάσσαις διήρχετο κύκλον O. 9.92
δάμασε καὶ κείνους Ἡρακλέης ἐφ' ὁδῷ O. 10.30
οἷα Συρακοσίων ἀρχῷ δαμασθέντες πάθον P. 1.73
δαμεῖσα χρυσέοις τόξοισιν ὕπ' Ἀρτέμιδος εἰς Ἀίδα δόμον ἐν θαλάμῳ κατέβα (sc. Κορωνίς) P. 3.9δμᾶθεν δὲ κεραυνῷ τόξοισί τ' Ἀπόλλωνος P. 8.17
δάμασε δὲ θῆρας ἐν πελάγει ὑπερόχους N. 3.23
Γίγαντας ὃς ἐδάμασας sc. Herakles N. 7.90 met.,Ἀγλαοτρίαιναν δαμέντα φρένας ἱμέρῳ O. 1.41
πῆμα θνᾴσκει παλίγκοτον δαμασθέν O. 2.20
ἀλλ' ᾧτινι μὴ λιπότεκνος σφάλῃ πάμπαν οἷκος βιαίᾳ δαμεὶς ἀνάγκᾳ Παρθ. 1. 1. ἀέξονται φρένας ἀμπελίνοις τόξοις δαμέντες i. e. overcome by the effects of wine fr. 124. 11. med.,δαίμων δ' ἕτερος ἐς κακὸν τρέψαις ἐδαμάσσατό νιν P. 3.35
b in special usages.I master (horses)ἀγαναῖσιν ἐν χερσὶ ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους P. 2.8
II seduce ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν (sc. Κλυταιμήστραν) ἔννυχοι πάραγον κοῖται; P. 11.24III establish one's mastery in c. acc.Ἥρας τ' ἀγῶν ἐπιχώριον νίκαις τρισσαῖς, ὦ Ἀριστόμενες, δάμασσας ἔργῳ P. 8.80
-
3 δαμάζω
Aδαμάσω AP6.329
(Leon.); [dialect] Ep.δαμάσσω Il.22.176
, also δαμᾷ, δαμάᾳ, 1.61, 22.271; [ per.] 3pl.δαμόωσι 6.368
(v. δαμάω): [tense] aor. 1ἐδάμᾰσα Pi.N.7.90
(part.δαμάσσαις O.9.92
), [dialect] Ep. ἐδάμασσα, δάμασσα, Il.5.191, Od.14.367: [tense] pf.δεδάμακα Stob. Flor.Monac.82
:—[voice] Med., [tense] fut. [dialect] Ep.δαμάσσομαι Il.21.226
: [tense] aor. ἐδαμάσσατο, δαμάσαντο, δαμασσάμενος, Od.9.516, Il.10.210, Od.9.454; [tense] aor. 1 opt.δαμάσαιτο Leg.Gort.2.11
: [tense] aor. 2 opt. ([place name] Iconium):—[voice] Pass., [tense] fut. 3δεδμήσομαι h.Ap. 543
; irreg.δαμοῦμαι PMag.Par.1.2906
: [tense] aor.ἐδαμάσθην Od.8.231
, Pi.O.2.20, A.Pers. 279 (lyr.), E.Ph. 563; [dialect] Ep.δαμάσθην Il.19.9
, cf. 16.816; ἐδμήθην, imper.δμηθήτω 9.158
,δμηθείς 4.99
, Hes.Th. 1000, [dialect] Dor. (lyr.), E. (lyr., v. infr.), Cerc.7.1: ἐδάμην [ᾰ] Il.13.812, Parm.7.1, etc.; [dialect] Ep.δάμην Od.3.90
; [ per.] 3pl.δάμεν Il.8.344
; [dialect] Ep. subj.δαμείω Od.18.54
, 2 and [ per.] 3sg.δαμήῃς -ήῃ Il.3.436
, 22.246, [ per.] 2pl.δαμήετε 7.72
; opt.δαμείην Il.3.301
, E.Med. 648; inf.δαμῆναι Il.15.522
, A.Ch. 368 (lyr.), S.Ph. 200, [dialect] Ep. inf.δᾰμήμεναι Il.20.312
; part.δαμείς 22.40
, Sapph.90, etc. (only form of [tense] aor. used by S., and preferred by A. and E.): [tense] pf.δέδμημαι Il.5.878
, etc.,- ημένος 14.482
, etc.; laterδεδαμασμένος Nic.Al.29
, Epigr.Gr.550.9: [tense] plpf.δέδμητο Od.3.305
; [ per.] 3pl.- ήατο Il.3.183
.—Poet. Verb, used by X. in [tense] pres. part.δαμάζων Mem.4.3.10
: [tense] aor. [voice] Pass. δαμασθεῖεν ib.4.1.3; also inf. δαμασθῆναι is f.l. in Isoc.7.4:— overpower:I of animals, tame, break in, twice in Hom., in [voice] Med.,ἡμίονον.. ἥτ' ἀλγίστη δαμάσασθαι Il.23.655
;τῶν κέν τιν'.. δαμασαίμην Od.4.637
:—later in [voice] Act., X.Mem.4.3.10:—[voice] Pass., ib.4.1.3.II of maidens, make subject to a husband,ἀνδρὶ δάμασσεν Il.18.432
:—[voice] Med., force, seduce, Leg.Gort. l.c.:—[voice] Pass., Il.3.301, Od.3.269.III subdue, conquer, Od.9.59, al.;βίῃ καὶ χερσὶ δ. Hes.Th. 490
:—[voice] Pass., to be subject to another, ;δέδμητο δὲ λαὸς ὑπ' αὐτῷ Od.3.305
.b of the gods, bring low, Il.9.118, 16.845, al.2 lay low, kill, esp. in fight,εἴ χ' ὑπ' ἐμοί γε θεὸς δαμάσῃ μνηστῆρας Od.21.213
:—[voice] Pass.,ὑπ' ἐμοὶ δμηθέντα Il.5.646
; ὑπὸ δουρὶ δαμέντα ib. 653.3 of the powers of nature, etc., overcome, overpower,ἔρος.. θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν... ἐδάμασσεν 14.316
:—[voice] Med.,δαμασσάμενος φρένας οἴνῳ Od.9.454
, cf. 516:—[voice] Pass., to be overcome,αἴθρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένον 14.318
;μαλακῷ δεδμημένοι ὕπνῳ Il.10.2
;ὕπνῳ καὶ φιλότητι δαμείς 14.353
;ἁλὶ δέδμητο φίλον κῆρ Od.5.454
, cf. 8.231; dead,E.
Alc. 127 (lyr.).IV ἀγῶνα δαμάσσαι ἔργῳ win it, Pi.P.8.80.V οὐ μήποτε τοῦτο δαμῇ, εἶναι μὴ ἐόντα it shall never be proved that.., Parm.7.1. ( δᾰμᾰ-: δμη- underlies δάμνημι, ἐδάμα (ς) σα, de/dmhmai; dama/zw is a post-Homeric form of [tense] pres.; cf. Skt. dā´myati 'to be tamed', damitar- 'tamer', etc.) -
4 ἀνάγκα
ᾰνάγκα (-α, -ας, -ᾳ; -αις)1 necessity, compulsion, constraint ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ with the hostility of necessity O. 2.60μιν ἔντὐ ἀνάγκα πατρόθεν O. 3.28
σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μελαλάνωρ ἔσανεν P. 1.51
βοέους δήσαις ἀνάγκᾳ ἔντεσιν αὐχένας (v. l. ἀνάγκας) P. 4.234καλὰ γινώσκοντ' ἀνάγκᾳ ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.288
ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις N. 8.3
κεράιζε Τυφῶνα πεντηκοντοκέφαλον ἀνάγκᾳ Ζεὺς πατὴρ was compelled to fr. 93. βιαίᾳ δαμεὶς ἀνάγκᾳ by inescapable violence Παρθ. 1. 1. σὺν δ' ἀνάγκᾳ πᾶν καλὸν fr. 122. 9. Ταρτάρου πυθμέναπτίξεις ἀφανοῦς σφυρηλάτοις ἀνάγκαις beaten chains of compulsion fr. 207. c. inf.,θανεῖν δ' οἷσιν ἀνάγκα O. 1.82
frag. Κρ]ονίων νεῦσεν ἀνάγκᾳ[ Δ. 4. 17. -
5 βίαιος
1 by the force of Παρθ. 1. 1. μαλάσσοντες βίαιον πόντον ( the force of the sea: v. l. βία τὸν unde βιατὰν coni. Bergk) *fr. 140c. 1* n. pro subs., forceἔν τε δαμόταις ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν, οὐχ ὑπερβαλών, βίαια πάντ' ἐκ ποδὸς ἐρύσαις N. 7.67
Νόμος ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειπί (v. l. βιαιῶν τὸ δικαιότατον) fr. 169. 3. adv., -ως, ἀποσυλᾶσαι βιαίως” by force P. 4.110 περὶ χρήμασι μοχθίζει βιαίως perforce cf. Wil., S & S. 189̆{2} fr. 123. 7. -
6 οἶκος
οἶκος (-ος, -ῳ, -ον; -ων:1ϝοικ- P. 7.5
, N. 6.25)a house, homeβασιλεὺς δ' ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα O. 6.48
ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ ἀλαλατὸς ἔχῃ P. 1.72
εὔχεται ποτὲ οἶκον ἰδεῖν P. 4.294
ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον P. 7.5
φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα καὶ δεινὰν στάσιν πατρίων οἴκων ἀπό τ' Ἄργεος N. 9.14
χρυσέων οἴκων ἄναξ Herakles in Olympos I. 4.60 “ἐμὰν ματέρα λιπόντες καὶ ὅλον οἶκον εὐερκέα Pae. 4.45
μή μιν εὔφρον' ἐς οἶ[κ]ον μήτ ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου (supp. Housman)Πα.. 11. ]οἶκον Ἀμφιτρύωνος Pae. 20.16
ὃς ἀμαξοφόρητον οἶκον οὐ πέπαται of the wagon of the Scythian nomads fr. 105b. 2.b house, familyτρισολυμπιονίκαν ἐπαινέων οἶκον O. 13.2
“ κοὔ με πονεῖ τεὸν οἶκον ταῦτα πορσύνοντ' ἄγαν” P. 4.151ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία πλεόνων ταμίαν στεφάνων N. 6.25
τόν τε Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον τάνδε πόλιν θεοφιλῆ ναίοισι I. 6.65
ἀλλ' ᾧτινι μὴ λιπότεκνος σφαλῇ πάμπαν οἶκος βιαίᾳ δαμεὶς ἀνάγκᾳ Παρθ. 1. 1. ὁ γὰρ ἐξ οἴκου ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται (cf. οἴκοθεν, arising from the achievements of one's family) *fr. 181.* -
7 σφάλλω
a bring to ruinβία δὲ καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν ἐν χρόνῳ P. 8.15
καὶ κρέσσον' ἀνδρῶν χειρόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάρψαισ I. 4.35
ἀλλ' ᾦτινι μὴ λιπότεκνος σφαλῇ πάμπαν οἶκος βιαίᾳ δαμεὶς ἀνάγκᾳ Παρθ. 1. 17.b kill Ἀχιλλέα ὃς Ἕκτορα σφᾶλε ( Ἕκτορ' ἔσφαλε v. l.) O. 2.81c frag. ἔσφᾳλ fr. 1a. 6. -
8 φιλότης
A friendship, love, affection, ;ξεῖνοι δὲ διαμπερὲς εὐχόμεθ' εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος Od.15.197
, cf. S.Ph. 1122 (lyr.); [full] κατ'ἡλικίην τε καὶ φ. ἰλαδὸν συγγίνεσθαι Hdt.1.172
: pl., Thgn.860; φιλότητι in, with, from friendship or affection, Il.3.453, Od.3.363, 10.43;ἐν φ. διέτμαγεν ἀρθμήσαντε Il.7.302
; φιλότητί γε yes, in affection [ we are brothers], E.IT 498; φιλότητι χειρῶν with friendly services, Id.Or. 1048; ; φ. μετ' ἀμφοτέροισι τίθησι ib.83, cf. Od.24.476;παρὰ σεῖο τυχὼν φιλότητος 15.158
;φιλότητα παρασχεῖν Il.3.354
, Od.15.55;ἄγειν ἐς φ. Sapph. 1.19
;εἰς ἀρθμὸν ἐμοὶ καὶ φιλότητα.. ἥξει A.Pr. 193
(anap.);ὑδαρεῖ σαίνειν φ. Id.Ag. 798
(anap.);φ. τινός
friendship with, affection for,Od.
14.505, S.Aj. 1410 (anap.); διὰ τὴν λίαν φ. βροτῶν by his overgreat love for men, A.Pr. 123 (anap.);ξενίαι καὶ φιλότητες πρός τινας And.1.145
: in addressing persons, ὦ φιλότης, = ὦ φίλος, my dear friend, Pl.Phdr. 228d, Philox.2.7,34; without ὦ, Hp.Ep.17.2 of friendship between states, , cf. 94, 323;ναυμαχεῖν ὑπὲρ τῆς φ. Lys.2.35
;φ. ἀντὶ διαφορᾶς ἐθέλοντες ποιεῖσθαι And.3.30
.3 prov.,ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται Pl.Lg. 757a
; more shortly,ἰσότης φ. Arist.EN 1168b8
.4 in Hom., freq. of sexual love or intercourse, in various phrases:μίγη φιλότητι καὶ εὐνῇ Il.6.25
, cf. 3.445, al.;ἵνα μισγεαι ἐν φ. 2.232
; καθεύδετον ἐν φ., παραλέξομαι ἐν φ., Od.8.313, Il.14.237; ὕπνῳ καὶ φ. δαμείς ib. 353, cf. 207, 13.636: less freq. c. gen.,ἀείδειν ἀμφ' Ἄρεος φιλότητος ἐϋστεφάνου τ' Ἀφροδίτης Od.8.267
;φ. γυναικός Hes. Sc.31
, cf. Th. 374, 405, 625, 822: pl., Pi.P.9.39, N.8.1, Antipho Soph. 49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλότης
-
9 ὕπνος
ὕπνος, ὁ,A sleep, slumber, Od.11.245, al. (v. infr.); of the sleep of death,κοιμήσατο χάλκεον ὕ. Il.11.241
;Κάλχανθ' ὕ. θανάτοιο κάλυψεν Hes.Fr. 160
codd.Str.;ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος Od.6.2
, cf. 12.281;τάπητες μαλακώτεροι ὕπνω Theoc.15.125
, cf. 5.51.— Special phrases:I of going to sleep,μιν ἐπήλυθε.. ὕ. Od. 4.793
;ἐπὶ.. ὕ. ὄρουσεν Il.23.232
;ἱκάνει 1.610
;ἔχει 10.4
, etc.;τὸν ὕ. ἔμαρπτε 23.62
, al.;ᾕρει 24.4
, al.; ; opp.ὕπνος ἀνῆκέ τινα Il.2.71
, Od.19.551, Pl.Prt. 310d: of persons,ὕπνον ἀωτεῖν Il.10.159
, etc.;ὕπνου δῶρον ἕλοντο Od.16.481
, etc.; ;κοιμᾶσθαι X.Hier.6.7
;ἡδὺν ὕπνον καθεύδειν Men.Kith.Fr.1.5
;ὕπνου τυχεῖν Ar.Ach. 713
;μικρὸν ὕπνου λαχών X. An.3.1.11
;ὕπνου λαχεῖν μέρος Cratin.218
; ἐν ὕπνῳ or ὕπνῳ πεσεῖν to fall a-sleep, Pi.I.4(3).23(41), A.Eu.68;εἰς ὕπνον πεσεῖν S.Ph. 826
; οὐχ ὕπνῳ γ' ἐνδόντα (so Badham for εὕδοντά)μ' ἐξεγείρετε Id.OT65
; also ὕπνῳ δεδμημένος, δαμείς, Il.10.2, 14.353, etc.; νικώμενος, κρατηθεῖσ', A.Ag. 290, Eu. 148 (lyr.); (lyr.); σκεδάσαι.. ἀπὸ βλεφάρων ὕπνον ib. 991 (lyr.).2 of waking from sleep,ἐγεῖραί τινα ἐξ ὕπνου Od.15.44
, etc.: of the sleeper,ἀνόρουσε, ἔγρετο, ἐξ ὕ. Il. 10.162
, 2.41;ἐξ ὕ. στῆναι S.Ph. 277
;ἀπολακτίσασ' ὕπνον A.Eu. 141
;ἀποσείσασθαι Luc. Tim.6
.3 with Preps., when the pl. also is not uncommon, ἐν ὕπνῳ in sleep, in a dream, E.IT44, Pl.R. 476c; ἐν τοῖς ὕ. ib. 572b, Sph. 266b, Isoc.9.21, PCair.Zen.34.5 (iii B.C.);καθ' ὕπνον ὄντα S.Tr. 970
(lyr.), cf. Pl.Lg. 800a; καθ' ὕπνον, κατὰ τοὺς ὕπνους, Plu.2.717e,555b, Alex.50; περὶ πρῶτον ὕ. about one's first sleep, Ar.V.31, Th.2.2;περὶ πρώτους ὕ. Eub.13
;ἀπὸ πρώτου ὕ. Th.7.43
;διὰ μέσων τῶν ὕ. Plu.Them.28
;ἐκ τῶν ὕ. ἐγείρεσθαι Pl.R. 330e
: pl., dreams,ὕ. ἀγένητοι Phld.D.1.22
.II Sleep, as a god, twinbrother of Death, Il.14.231, 16.672, 682; acc. to Hes.Th. 212, son of Night without father. [[pron. full] ῠ by nature, A. Th.3, Ag.14, 912, etc.; [pron. full] ῡ by position in [dialect] Ep., etc.] (Cf. Skt. svápati 'sleep', Subst. svápnas 'sleep, dream'; Lat. somnus, sopor, etc.) -
10 γῆρας
Grammatical information: n.Meaning: `old age' (Il.).Derivatives: γηραιός `old' (Hes.; cf. γεραιός s. γέρας), γηραλέος `id.' (Anakr.; after the adj. in - αλέος; not with Schwyzer 516 from an old σ-less stem), γηράεις `id.' (Alc., s. Chantr. Form. 272f.). Further γήρειον `thistledown' (Arat.) and γηράνιον γεραν\< ογέρων\> H.; cf. Strömberg Pflanzennamen 159 n. 1; γηράμων H., glossed as (*) γράζα. - γηράσκω `get old' (Il.), aor. 3. sg. ἐγήρα, ptc. γηράς (Il.), inf. γηράναι or γηρᾶναι (A., cf. Schwyzer 682); aor. ἐγήρασα (Hdt.; also as causative like ἔφυσα: ἔφυν, Schwyzer 755γ); fut. γηράσομαι, - σω (Ion.-Att.), later γεγήρακα, ἐγηράθην. New present γηράω (X.); aor. γηρείς (Xenoph.) after δαμείς. - From γηράσκω: γηράσιμος `getting older' (Tlos), and γήρανσις (Arist.) after ὑγίανσις (Chantraine 281).Origin: IE [Indo-European] [390] *ǵerh₂- `be, become old'Etymology: Beside γέρας wit remarkable long vowel, which has been explained as coming from the s-aorist, but this cannot be shown (Hardarsson, Wurzelaorist (1993) 72-6).Vgl. γέρας, γέρων, γραῦς.Page in Frisk: 1,304-305Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γῆρας
См. также в других словарях:
δαμείς — δαμάζω overpower aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)