-
1 κέλευθον
κέλευθοςroad: fem acc sg -
2 κέλευθος
κέλευθος (-ος, -ου, -ῳ, -ον; -οι, -οις, -ους.)a path, way lit.ἔργα δὲ ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον O. 7.52
οὐδὲ Κρονίων στείχειν ἐπώτρυν, ἀλλὰ φείσασθαι κελεύθου journey N. 9.20 of the sea,ἐκάλει νύκτας τε καὶ πόντου κελεύθους P. 4.195
ἁλὸς βαθεῖαν κέλευθον ἀνοίγων P. 5.88
b met.Iἀλλὰ κελεύθοις ἁπλόαις ζωᾶς ἐφαπτοίμαν N. 8.35
“ κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθα καὶ πάσας κελεύθους” i. e. all the ways that lead to it P. 9.45οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται, εἴτις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.33
εὐθεῖα δὴ κέλευθος ἀρετὰν ἐλεῖν fr. 108. 3.II path (of song)ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων ὄφρα κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον O. 6.23
ἦρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν P. 11.38
ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος I. 4.1
εἰ δὲ τέτραπται (sc. Αἴγινα) θεοδό-των ἔργων κέλευθον ἂν καθαράν I. 5.23
μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ ἑκατόμπεδοι ἐν σχερῷ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους I. 6.22
Αἰολεὺς ἔβαινε Δωρίαν κέλευθον ὕμνων *fr. 191* c. frag. ] ντι κέλευθον ἐπισπησει[ P. Oxy 2622. fr. 1. 6. ad ?fr. 346. -
3 πράσσω
πράσσω, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] πρήσσω, [dialect] Att. [full] πράττω (first in IG12.7.11, al., Ar. and X.), Cret. [full] πράδδω Leg.Gort.1.35: [tense] fut. πράξω, [dialect] Ion. πρήξω: [tense] aor. ἔπραξα, [dialect] Ion. ἔπρηξα: [tense] pf. πέπραχα, [dialect] Ion. πέπρηχα, (trans.) Hdt.5.106, X.HG5.2.32, Cyr.3.1.15, Din.3.21, Men.619, IG9(2).517.36 (Larissa, iii B. C.), PHib.1.80.11 (iii B. C.), (intr.) Pl.Com.187 codd., Arist.Rh.Al. 1440a36: [tense] plpf. ἐπεπράχει ([etym.] ν) (trans.) X. l.c., (intr.) App. BC5.83: [tense] pf. 2 πέπρᾱγα, [dialect] Ion. πέπρηγα, (intr.) Pi.P.2.73, Hdt.2.172, Ar.Pl. 629, Ra. 302, X.HG1.4.2, (trans.) Arist.EN 1168b35, al., SIG 364.70 (Ephesus, iii B. C.): [tense] plpf. ἐπεπράγεσαν (intr.) Th.2.4,7.24:— [tense] pf. πέπραγα [dialect] Att., πέπραχα Hellenistic, acc. to Moer.p.293 P., Phryn. PSp.103 B., but see above:—[voice] Med., [tense] fut.A , X. HG6.2.36 (also in pass. sense, Pi.P.4.243 (prob.), Pl.R. 452a): [tense] aor. , Th.4.65, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut. (v.supr.), alsoπραχθήσομαι Aeschin.3.98
, Arist.Rh. 1359a11, etc.; [tense] fut. 3πεπράξομαι S.OC 861
, Ar.Av. 847, Eup.9.3 D.: [tense] aor. , Th.4.54, etc.: [tense] pf.πέπραγμαι A.Pr.75
, etc. (sts. in med. sense, v. infr. vi). [[pron. full] ᾱ by nature, as is shown by the [dialect] Ion. form πρήσσω, and by the accent in πρᾶγμα, πρᾶξις, etc.]I in [dialect] Ep. only, pass through, pass over,δὶς τόσσον ἅλα πρήσσοντες ἀπῆμεν Od.9.491
;ῥίμφα πρήσσοντε κέλευθον Il.14.282
, 23.501;ῥίμφα πρήσσουσι κέλευθον Od.13.83
;ὁδὸν πρήσσουσιν ὁδῖται h.Merc. 203
: c. gen.,ἵνα πρήσσωμεν ὁδοῖο Il.24.264
, Od.15.219; ὄφρα πρ. ὁδοῖο ib.47;ἵνα πρήσσῃσιν ὁδοῖο 3.476
: Gramm. note that this sense is found only in [tense] pres., An.Ox.1.355, EM688.1.II experience certain for- tunes, fare well or ill,ὁ στόλος οὕτως ἔπρηξε Hdt.3.26
, cf.4.77, Th.7.24; soὡς ἔπρηξε Hdt.7.18
;κατὰ νόον π. Id.4.97
, cf. Ar.Eq. 549;πράξασαν ὡς ἔπραξεν A.Ag. 1288
;εὖ πέπραγεν, ὅτι.. Pi.P.2.73
, cf. Hdt.1.24,42, etc.;φλαύρως π. τῷ στόλῳ Id.6.94
;π. καλῶς A.Pr. 979
;χαλεπώτατα π. Th.8.95
;ταπεινῶς π. Isoc.5.64
;ὅστις καλῶς πράττει, οὐχὶ καὶ εὖ πράττει; Pl.Alc.1.116b
;π. εὐτυχῶς S.Ant. 701
; ; μακαρίως, εὐδαιμόνως, Ar.Pl. 629, 802: freq. with neut. Pron. or Adj.,εὖ π. τι S.OT 1006
, cf. OC 391;μηδὲν εὖ π. X.Mem.1.6.8
;χρηστόν τι π. Ar.Pl. 341
;καλά Th.6.16
;χείρω Id.7.71
; ;πάντ' ἀγαθά Ar.Ra. 302
, cf. Eq. 683 (lyr.); (anap.);πολλὰ καὶ ἀγαθά X.An.6.4.8
;οἷον ἥθελεν S.OC 1704
(lyr.);πράξας ἅπερ ηὔχου E.Or. 355
(anap.), cf.X.Mem.3.9.14.III achieve, effect, accomplish,οὔ τι Il.1.562
, 11.552, Od.2.191, etc.; , cf. 16.88;χρῆμα μὲν οὐ πρήξεις, σὺ δ' ἐτώσια πόλλ' ἀγορεύσεις Hes.Op. 402
; κλέος ἔπραξεν won it, Pi.I.5(4).8; ἔπραξε δεσμόν achieved bondage, i.e. brought it on himself, Id.P.2.40;τινὰ Νηρεΐδων π. ἄκοιτιν Id.N.5.36
; ὕμνον π. grant power of song, ib.9.3; λεόντεσσι π. φόνον do slaughter upon them, ib.3.46;τὴν Κυπρίων ἀπόστασιν π. Hdt.5.113
; π. εἰρήνην, φιλίαν, bring it about, D.3.7, 18.162; π. τι παρά τινος get something from.., ;ἐλπὶς πράξειν τι παρὰ τῶν θεῶν ἀγαθόν Isoc.2.20
; also, attempt, plot,δήμου κατάλυσιν And.3.6
: c. dat. pers.,δαίμοσιν π. φίλα A.Pr. 660
;Αοξίᾳ χάριν E. Ion37
, cf. 896 (lyr.), El. 1133, etc.;σὺ τοῦτο πράξεις ὥστε..; A.Eu. 896
:—[voice] Pass.,πέπρακται τοὖργον Id.Pr.75
;φεῦ φεῦ πέπρακται E.Hipp. 680
;τὰ πεπραγμένα Pi.O.2.15
, etc.;ἡ ἐπὶ τοῖς πεπρ. ἀδοξία D. 1.11
;τὰ πεπρ. λῦσαι Id.24.76
;τὰ πραχθέντα A.Pr. 683
, etc.; τὰ ἔργα τῶν πραχθέντων the facts of what took place, Th.1.22; .2 abs., effect an object, be successful,δὸς Τηλέμαχον πρήξαντα νέεσθαι Od.3.60
;ἔπρηξας καὶ ἔπειτα Il.18.357
.3 of sexual intercourse,ἐπράχθη τὰ μέγιστα Theoc.2.143
.4 to be busy with, σὺ μὲν τὰ σαυτῆς πρᾶσσ' mind your own business, S.El. 678;πράττων ἔκαστος τὸ αὑτοῦ Pl. Phdr. 247a
, cf. Plt. 307e;τὰ αὑτοῦ π. καὶ μὴ πολυπραγμονεῖν Id.R. 433a
, cf. 400e, etc. (whereas πολλὰ π. = πολυπραγμονεῖν, Hdt.5.33, E.HF 266, Ar.Ra. 228, etc.);φιλοσόφου τὰ αὑτοῦ πράξαντος καὶ οὐ πολυπραγμονήσαντος Pl.Grg. 526c
, cf. Ap. 33a, etc.; οὐδ' εὖ.. οἰκοῦνται αἱ πόλεις, ὅταν τὰ αὑτῶν ἕκαστοι πράττωσι (ironical) Id.Alc.1.127b; μὴ τὰ αὑτῶν π. not to act their part, Id.R. 452c;π. τὰ δέοντα X.Mem. 3.8.1
.5 manage affairs, do business, act, εἰπεῖν τε καὶ πρᾶξαι ib.2.9.4, cf. 2.8.6; πράττειν τὰ πολιτικὰ πράγματα, τὰ τῆς πόλεως, manage state-affairs, take part in government, Pl.Ap. 31d, Lys.16.20;τὰ Ἀθηναίων Pl.Smp. 216a
;οἱ τὰ κοινὰ π. καὶ πολιτευόμενοι Arist.Pol. 1324b1
: abs., without any addition, ἱκανωτάτω λέγειν τε καὶ πράττειν, of able statesmen, X.Mem.1.2.15, cf. 4.2.1,4;πολιτεύεσθαι καὶ π. D.18.45
, cf. 59, Pl.Prt. 317a.6 generally, transact, negotiate, manage, ; Θηβαίοις τὰ πράγματα π. manage matters for their interest, D.19.77:—so in [voice] Pass., τῷ Ἱπποκράτει τὰ.. πράγματα ἀπό τινων ἀνδρῶν.. ἐπράσσετο matters were negotiated with him by.., Th.4.76: but freq. abs., treat, negotiate, manage, act, οἱ πράσσοντες αὐτῷ ib. 110, cf. 5.76;π. πρός τινα Id.2.5
, 4.73, etc.; ἐς (v.l. πρὸς) τοὺς βαρβάρους, ἐς τοὺς Εἵλωτας, Id.1.131, 132:—[voice] Pass.,ἐπράττετο οὐ πρὸς τοὺς ἄλλους Aeschin.3.64
; alsoπ. τι ὑπὲρ τῶν κοινῶν D.26.2
;π. ὑπὲρ τῆς πόλεως τὰ πάτρια Id.59.73
;π. περὶ εἰρήνης X.HG6.3.3
;π. τῇ δύναιτο ἄριστα Hdt.5.30
;π. ὡς ἄριστα καὶ πιστότατα Th.1.129
; the traitors,Id.
4.89, 113:—folld. by dependent clauses, ; ἐς τὴν Πελοπόννησον ἔπρασσεν, ὅπῃ ὠφελία τις γενήσεται ib.65; π. ὅπως πόλεμος γένηται ib.57; π. ὅπως τιμωρήσονται ib.56, cf. 3.4,70, etc.: c. acc. et inf.,μὴ δεῦρο πλεῖν τὴν ναῦν ἔπραττεν D.32.22
.b esp. of secret practices and intrigues, εἴ τι μὴ ξὺν ἀργύρῳ ἐπράσσετ' ἐνθένδ' unless some bribery was being practised, S.OT 125;καί τι αὐτῷ καὶ ἐπράσσετο ἐς τὰς πόλεις προδοσίας πέρι Th.4.121
, cf. 5.83;μετάστασις ἐπράττετο Lys.30.10
;τούτοις ἔπρασσον τὴν πόλιν Plb.4.17.12
; νῦν δ' αὔτ' Ἀτρεῖδαι φωτὶ παντουργῷ φρένας ἔπραξαν have jobbed them (the arms) away to a villain, S.Aj. 446.IV practise,πόνῳ π. θεοδμάτους ἀρετάς Pi. I.6(5).11
;δίκαια ἢ ἄδικα Pl.Ap. 28b
, etc.;ταῦτ' ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν X.Cyr.5.1.1
; : then abs., act,π. ἔργῳ μὲν σθένος βουλαῖσι δὲ φρήν Pi.N.1.26
; ὡς πράττοντες as doing, Pl.R. 527a; μεθ' ἡμῶν ἔπραττεν, i. e. he took our side, Is.5.14.2 study,δράματα Suid.
s.v. Ἀριστοφάνης; συλλογισμούς Arr.Epict.2.17.27; ἐν τοῖς πραττομένοις in the poems which are now studied, made the subject of commentaries, Sch.Nic. Th.11.V c. dupl. acc. pers. et rei, πράττειν τινά τι do something to one, E.Hel. 1394, Isoc.12.93;ἀγαθόν τι π. τὴν πόλιν Ar. Ec. 108
.VI exact payment from one,αὐτοὺς ἑκατὸν τάλαντα ἔπρηξαν Hdt.3.58
; πράσσει με τόκον he makes me pay interest, Batr.185;π. τινὰ χρέος Pi.O.3.7
, cf. P.9.104;ὅσοι πράξεις πεπράγασιν SIG364.70
(Ephesus, iii B. C.);τοὐφειλόμενον π. Δίκη A.Ch. 311
(anap.); : freq. of tax-gatherers or other collectors of public debt, IG12.116.16, al., Pl.Lg. 774d;π. τὰς εἰσφοράς D.22.77
, etc.; φόρον ἔπρησσον παρ' ἑκάστων obtained or demanded from.., Hdt.1.106: c. acc. pers., press for payment,μὴ π. τοὺς ὀφειλέτας Plb.38.11.10
; π. τινά τι ὑπέρ τινος demand from one as the price for a thing, Luc.Vit.Auct.18: metaph., φόνον π. exact punishment or vengeance for a murder: hence, avenge, punish, A.Eu. 624;τὰ περὶ τὸν φόνον ἀγριωτέρως π. Pl.Lg. 867d
:—[voice] Pass., ὑπὸ βασιλέως πεπραγμένος φόρους called on to pay up the tribute, Th.8.5; πραχθεὶςὑπὸτῶνδε Lys.9.21
codd., cf. Pl.Lg. 921c:—[voice] Med., exact for oneself,πράξασθαί τινα μισθόν Pi.O.10(11).30
; ἀργύριον, χρήματα, Hdt.2.126, Th.4.65, cf. Ar.Ra. 561, etc.;τὴν διπλασίαν π. τὸν ὑποφεύγοντα Pl.Lg. 762b
, cf. Plb.5.54.11;π. τοὺς ἐξάγοντας τριακοστήν D.20.32
;πράσσεσθαι χρέος Antipho Fr.67
; φόρους πράσσεσθαι ἀπό, ἐκ τῶν πόλεων, Th.8.5, 37;παρ' αὐτῶν ἃ ὤφειλον Lys.17.3
, cf. And.2.11: metaph. of exacting punishment, etc.,μεγάλ' ἀντ' ὀλίγων ἐπράξαο Call.Lav.Pall.91
:—[voice] Pass. [tense] pf. and [tense] plpf. in med. sense, εἰ μὲν ἐπεπράγμην τοῦτον τὴν δίκην if I had exacted from him the full amount, D.29.2.VII c. acc. pers., πράττειν τινά deal with, finish off, euphem.,ἔπρασσε δ' ᾇπέρ νιν, ὧδε θάπτει A.Ch. 440
(lyr.); πεπραγμένοι is f.l.ib. 132. -
4 ἀνύω
ἀνύω ([etym.] ᾰνῠ), Il.4.56, Ar.Ra. 606, [dialect] Att. [full] ἀνύτω or [full] ἁνύτω Th.2.75, Pl.R. 486c, al.: [tense] impf.Aἤνυον Hdt.9.66
, E.Hec. 1167: [tense] fut. ἀνύσω [pron. full] [ῠ], S.Aj. 607, Ar.Ra. 649, [dialect] Ep.ἐξ-ανύω 11.11.365
: [tense] aor.ἤνῠσα Od.24.71
, A.Pers. 726, etc.; poet. ἥνυσσα ([dialect] Dor. ᾱν-) Pi.P.12.11, A.R.4.413, [dialect] Ep. ἄνυσσα [ᾰ] Hes.Th. 954, Maiist.57 ([etym.] ὑπ-): [tense] pf. :—[voice] Pass., [tense] pf.ἤνυσμαι Plb.8.29.1
, etc.,δι-ήνυσμαι X.Cyr.1.4.28
: [tense] aor.ἠνύσθην Plb.32.3.17
, D.Chr.3.127: [tense] fut.ἀνυσθήσομαι J.AJ1.19.1
, Ael.VH1.21:—[voice] Med.,ἀνύομαι Pi.P.2.49
, Bion Fr.4.6: [tense] impf. : [tense] fut. ἀνύσομαι (v. infr.): [tense] aor. , S.Tr. 995(lyr.), inf.ἀνύσασθαι X.An.7.7.24
(Valck.)—Non-thematic forms are found in poets: [tense] impf. [voice] Act. ἄνῠμες, [dialect] Dor. for ἤνυμεν, Theoc.7.10: [tense] pres. [voice] Pass.ἄνυται Opp.H.3.427
, Nic.Al. 599: [tense] impf. [voice] Pass.ἤνῠτο Od.5.243
(nisileg. ἤνετο); [dialect] Dor.ἄνῠτο Theoc.2.92
. [[pron. full] ῠ in all parts: hence ἀνῦσαι in Tryph.126, ἀνῡσάμενοι in AP10.12 should be written with σς: ἀνΰων is corrupt in Nonn.D.21.16]:—effect, accomplish,ἤνυτο δ' ἔρλον Od.5.243
(v. supr.), cf.A.Pers. 726, etc.; ; (lyr.);τοὔπος ὡς ἄρ' ὀρθὸν ἤνυσας Id.Ant. 1178
, cf. OC 454: abs., οὐδὲν ἤνυε he did no good, Hdt.9.66; εἴ τι ἔμελλεν ἀνύτειν whatever was like ly to forward the work, Th.2.75;σμικρὸν ἀνύτειν Pl.Sph. 230a
, al.;ἧσσον ἁνύτειν Th.2.76
;οὐδὲν ἤνυε τούτοις D.21.104
; ἀ. εἴς τι to conduce towards.., Pl.Ax. 369d: c. acc. et inf., Ἀπόλλων.. ἐκεῖνον ἤνυσε φονέα γενέσθαι brought it to pass that.., S.OT 720:—[voice] Med., accomplish for one's own advantage, ἀνύσσεσθαι τάδε ἔργα (if not in pass. sense, will be accomplished) Od.16.373, cf. Hp.Ep.27; θεός.. τέκμαρ ἀνύεται Pi.P.2.49, cf. Ar.Pl. 196, dub. in Pl.Phd. 69d.3 c. dupl. acc., make, cause to be, (lyr.), Nic.Al. 400.5 finish a journey, ὅσσον τε πανημερίη γλαφυρὴ νηῦς ἤνυσεν (sc. ὁδοῦ ) as much as a ship gets over in a day, Od.4.357; soπολλὴν κέλευθον ἤνυδεν A.Pers. 748
;πορείαν Onos.6.1
: c. acc. loci,ὄφρα τάχιστα νηῦς ἀνύσειε θαλάσσης.. ὕδωρ Od.15.294
, cf. Thgn.511, S.Ant. 231.6 in Trag. freq. abs. (sc. ὁδόν or κέλευθον), make one's way, win,πρὸς πόλιν Id.Tr. 657
(lyr.); ; also θάλαμον ἀνύτειν (i.e. εἰς θάλαμον) reach the bridal chamber, S.Ant. 805 (lyr.);ἀ. Ἅιδαν Id.Aj. 607
(lyr.), E.Supp. 1142 (lyr.): metaph., ζυγὰ ἤνυσε δούλια Τροία (s.v.l.) Id.Tr. 599 ( Τροίᾳ Sch.): rarely with inf. instead of acc., στρατὸς ἤνυσε περᾶν succeeded in crossing, A.Pers. 721: with Adj., come to be,εὐδαίμων ἀνύσει καὶ μέγας S.Ph. 720
(lyr.).7 in [voice] Pass. of Time, come to an end,χρόνος ἄνυτο Theoc. 2.92
, cf. Eus.Mynd.63.8 in [voice] Pass. of persons, grow up, ἠνυτόμαν τροφαῖς (lyr.) A.Ag. 1159.9 get, obtain,γαστρὶ φορβάν S.Ph. 711
(lyr.), cf. Theoc.5.144; τίνος χρείας ἀνύσαι; i.e.τίνος χρείας προσπίτνετε, ὥστε ἀνύσαι αὐτήν; S.OC 1755
:—[voice] Med., χρείαν ἠνύσασθε ye obtained it, A.Pr. 700, cf. Ch. 858, S.Tr. 995 (lyr.);τοῦτο ἐκ Μοιρέων ἠνύσατο AP7.506
(Leon.).II c. part., οὐκ ἀνύω φθονέουσα I gain nothing by grudging, Il.4.56.2 in Com., do quickly, make haste,οὐ μέλλειν.., ἀλλ' ἀνύειν Ar.Pl. 607
, cf. Ra. 606; οὐκ ἀνύσεις τι; make haste! ib. 649;ἀλλ' ἄνυσον, οὐ μέλλειν ἐχρῆν Fr. 102
: c. part., ἄνυε πράττων make haste about it, Pl. 413; ἄνυσον ὑποδησάμενος make haste and get your shoes on, V. 1168, cf. Av. 241;ἄνυσόν ποτ' ἐξελθών Pherecr.40
: more freq. in part. ἀνύσας, or ἀνύσας τι with a Verb, ἄνοιγ', ἄνοιγ' ἀνύσας make haste and open the door, Ar.Nu. 181; ; , cf. V. 202, 847, 1158, Pl. 648, 974;βοηθησάτω τις ἀνύσας Ach. 571
; ; , cf. 1253; . (The distinction of meaning ἀνύτω accomplish, make way, ἀνύω hasten, is doubtful, cf. AB411.—[dialect] Att. ἁνύω acc. to Hdn.Gr.1.541, Phryn.PSp.23B., cf.καθανύσαι X.HG 7.1.15
(Hsch.); but κατανύειν (q.v.) occurs in Trag., cf.ταῦτ' ἀνύσηται Ar.Pl. 196
.) (I.-E. sen-, [tense] pres. stem s[ngnull]neu-, cf. Skt. sanoti 'wins'.) -
5 Αἰολεύς
1 Aeolian as subs. Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ, Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦρ' ἀνάγων (sc. Πείσανδρος, q. v.; cf. Strabo 333, οἱ ἐντὸς (sc. Ἰσθμοῦ) Αἰολεῖς πρότερον ἦσαν, κ. τ. λ.) N. 11.35 Αἰολεὺς ἔβαινε Δωρίαν κέλευθον ὕμνων (Βοιώτιος. Σ.: < αὐλός> supp. Bergk. “itaque Pindarus de suo carmine loqui videtur,” adnot. Snell.) *fr. 191*. -
6 ἅλς
ἅλς (ᾰλός, ᾰλα)1 sea lit.ἐγγὺς ἐλθὼν πολιᾶς ἁλὸς O. 1.71
βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος O. 7.69
ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς P. 2.68
ἁλὸς βαθεῖαν κέλευθον ἀνοίγων P. 5.88
ἐς μυχοὺς ἁλὸς P. 6.13
ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν N. 3.21
οὐ μέμψεταί μ' ἀνὴρ Ἰονίας ὑπὲρ ἁλὸς οἰκέων N. 7.65
νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ I. 1.37
γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ I. 4.56
ἁλὸς ἐπὶ κῦμα βάντες ἦλθον ἄγγελοι Pae. 6.100
]δἁλινα[ Θρ. 5c. 5. -
7 ἀμευσίπορος
ᾰμευσῐπορος, -ον1 where ways interchange ἧρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν ( ἀμευσιπόρους τριόδους Hermann, met. gr.) P. 11.38 -
8 ἀνά
1 of placea in, throughoutἀν' Ἑλλάδα P. 2.60
δώδεκ' ἂν δρόμων τέμενος (Thiersch: δωδεκαδρομον, -ων codd.) P. 5.33τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα P. 11.52
Ποσειδάνιον ἂν τέμενος N. 6.41
δάπεδον ἂν τόδε N. 7.83
οἵ τ' ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.12
ἁδυπνόῳ τέ νιν ἀσπάζοντο φωνᾷ γαῖαν ἀνὰ σφετέραν I. 2.27
εὐανθἔ ἀπέπνευσας ἁλικίαν προμάχων ἀν' ὅμιλον I. 7.35
Ἴσθμιον ἂν νάπος Δωρίων ἔλαχεν σελίνων (Hermann: ἀνάπος codex) I. 8.63 [Δᾶλ]ον ἀν' εὔοδμον Pae. 2.97
[ἂν Ζεάθου πόλιν (coni. Wil.: καὶ Ζ. Π.) Πα...] ἂν δὲ Ῥόδον κατῴκισθεν fr. 119. 1.b upon, alongεἰ δὲ τέτραπται θεοδότων ἔργων κέλευθον ἂν καθαράν I. 5.23
ἐλαύνεις ἀν' ἀμβροτ[ Pae. 3.16
]ἰόντι τηλαυγἔ ἀγ κορυφὰν[ (Π̆{5}: ἂν Π̆.) Πα.. 12. ἀνὰ Δώτιον ἀνθεμόεν πεδίον πέταται (sc. κύων.) *fr. 107a. 4* πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ Τρώιον ἂμ πεδίον ἦλθεν fr. 172. 4.c dub. ἢ πόντου κενέωσιν λτ;γτ; ἂμ πέδον (Hermann: ἀλλὰ codd. Dion. Hal.) Pae. 9.162 of time, in the course of, duringὅτ' ἀμφότεροι κράτησαν μίαν ἔργον ἀν ἁμέραν O. 9.85
ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον N. 3.49
Χρομίῳ κεν ὑπασπίζων ἔκρινας, ἂν κίνδυνον ὀξείας ἀυτᾶς (ἂν = κε Σ cum ἔκρινας coniunxit) N. 9.35 B prep. c. dat., uponχρυσέαισί τ' ἀν ἵπποις O. 1.41
ἀν' ἵπποις χρυσέαις O. 8.51
ἀν' ἵπποισι δὲ τέτρασιν O. 10.69
ἀνὰ βωμῷ θεᾶς O. 13.75
εὕδει δ' ἀνὰ σκάπτῳ Διὸς αἰετός P. 1.6
ἀνὰ δ' ἡμιόνοις ξεστᾷ τ ἀπήνᾳ προτροπάδαν Πελίας ἵκετο P. 4.94
θοαῖς ἂν ναυσὶ N. 7.29
ἐπικράνοισι γὰρ ἂν κιόνων fr. 6b. d. ἂν δ' ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες fr. 33d. 7. ἀλ]λοτρίαις ἀν' ἵπποις Πα. 7B. 12. C in tmesis ἀνὰ δ' ἔπαλτ v.ἀναπάλλω O. 13.71
ἂν δ' εὐθὺς ἁρπάξαις v.ἀναρπάζω P. 4.34
ἀνὰ βωλακίας δ' ὀρόγυιαν σχίζε v. ἀνασχίζω ( ἀναβωλακίας iunctim codd.) P. 4.228 ἀνὰ δ' ἱστία τεῖνον v.ἀνατείνω N. 5.51
ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν v.ἀνόρνυμι N. 9.8
ἀνὰ δ' ἔλυσεν v.ἀναλύω N. 10.90
ἀνὰ δ' ἄγαγον (Er. Schmid: ἀν δ codd.) v.ἀνάγω I. 6.62
ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε v.ἀναείρω Pae. 20.10
-
9 ἀνοίγω
1 open, cleave, break openτοὺς Ἀριστοτέλης ἄγαγε ναυσὶ θοαῖς ἁλὸς βαθεῖαν κέλευθον ἀνοίγων P. 5.88
ἀλλά μιν Κρόνου παῖ[δες] κεραυνῷ χθόν' ἀνοιξάμενο[ι] ἔκρυψαν Pae. 8.73
ἀνοῖξαι πίθον ὕμνων ?fr. 354. -
10 βαθύς
1 lit., deepἐς βαθεῖαν πόντου πλάκα P. 1.24
βαθὺν πόντον περάσαις P. 3.76
ἁλὸς βαθεῖαν κέλευθον ἀνοίγων ( βαθείας Bergk e Σ.) P. 5.88ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ N. 4.36
“ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.44
2 met.a profoundβαθεῖαν ὑπέχων μέριμναν ἀγροτέραν O. 2.54
ἦν δὲ κλέος βαθύ pr. O. 7.52ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος O. 10.8
βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας O. 10.37
ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ O. 12.12
ἐς δὲ κίνδυνον βαθὺν P. 4.207
ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας i. e. from the depths of his soul N. 4.8b richτοῖσι μὲν ἐξεύχετ' ἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχάν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν O. 13.62
ὅστις ἄνευθ' Ἑλικωνιάδων βαθεῖαν ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν Πα. 7B. 20.3 n. sing., pro adv. ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας (codd.: βαθὺν Bergk: βυθοῖ Wil.: in the depths) P. 2.794 frag. β]αθὺν δὲ δινῃ[ (supp. Lobel) fr. 51f.c -
11 βαίνω
βαίνω (βαίνει; -ων, -οισα, -ον: impf. ἔβαινον, -ε: aor. 2, intrans. ἔβᾶν, -ᾶ, -ᾰν; βάντες; βᾶμεν: pf. βέβᾶκεν: aor. 1 subj., trans. βάσομεν)1 come, goa abs. “ πεύθομαι δ' αὐτὰν (= βώλακα) κατακλυσθεῖσαν ἐκ δούρατος ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ ἑσπέρας ὑγρῷ πελάγει σπομέναν” P. 4.39ταχέες ἔβαν P. 4.180
ἀκλεὴς δ' ἔβα fr. 105b. 3.Μοίσαις γὰρ ἀγλαοθρόνοις ἑκὼν Ὀλιγαιθίδαισίν τ' ἔβαν ἐπίκουρος O. 13.97
Θεανδρίδαισι δ' ἀεξιγυίων ἀέθλων κάρυξ ἑτοῖμος ἔβαν N. 4.74
ἄγγελος ἔβαν, πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος N. 6.57
b followed by subs. with local suffix.Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα N. 11.34
ὅσοι Τροίανδ' ἔβαν I. 4.36
ὃς Οὔλυμπόνδ' ἔβα I. 4.55
c c. prep.,Iἐπί, ἄλλα δ' ἐπ ἄλλον ἔβαν ἀγαθῶν O. 8.12
καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς καλῶν ἄσβεστος αἰεί I. 4.41
ἁλὸς ἐπὶ κῦμα βάντες ἦλθον ἄγγελοι Pae. 6.100
IIἐς, ῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἐς ἄνδρας ἔβαν O. 2.34
ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν N. 1.42
ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον κλυτᾷ φόρμιγγι συναντόμενοι I. 2.2
IIIπρός, οἶοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν P. 9.105
IV σχεδόν, τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ δάφνας εὐπετάλου σχεδὸν βαίνοισα πεδίλοις v. σχεδόν Παρθ. 2. 70.d c. acc. cogn. Αἰολεὺς ἔβαινε Δωρίαν κέλευθον ὕμνων *fr. 191*e part., going, walking ἀσθενεῖ μὲν χρωτὶ βαίνων sc. Philoktetes P. 1.55κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ ἔστι, καλλίστα θεῶν N. 10.18
cf. Παρθ. 2. 70, supra.f met.τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα P. 6.45
τὸ τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ' ἀλαθείας λτ; -γτ; ἄγχιστα βαῖνον ( ὁδῶν supp. Hermann, ἐτᾶς Bergk) I. 2.102 aor. 1 trans., made to travelὄφρα κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον O. 6.24
3 frag. ]βαμεν ἐξ Ὀλύμπου[ Πα. 22b. 6. ἐπὶ λεπτῷ δενδρέῳ ( βαίνειν) ubi fort. βαίνειν Pindaro tribuendum fr. 230.4 in tmesis. ἐπὶ μὰν βαίνει v.ἐπιβαίνω O. 7.45
-
12 δινάω
δῑνάω, -έω (cf. ὠκυδίνᾶτος; φωνάω, πονάω: v. Forssman, 59f.)1 cast with a whirling motion, met.ὀμμ]άτων ἄπο σέλας ἐδίνασεν Pae. 20.13
pass. be thrown into confusion ἦρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν (v. 1. ἐδινήθην) P. 11.38 dub. frag. ]δ[ι]νευντι[ (Lobel supp.: δ[ο]νευντι[ Snell) Δ. 4e. 5. -
13 δινέω
δῑνάω, -έω (cf. ὠκυδίνᾶτος; φωνάω, πονάω: v. Forssman, 59f.)1 cast with a whirling motion, met.ὀμμ]άτων ἄπο σέλας ἐδίνασεν Pae. 20.13
pass. be thrown into confusion ἦρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν (v. 1. ἐδινήθην) P. 11.38 dub. frag. ]δ[ι]νευντι[ (Lobel supp.: δ[ο]νευντι[ Snell) Δ. 4e. 5. -
14 Δώριος
1 Doriana of Dorian lyric poetry, esp. its music.ἀλλὰ Δωρίαν ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν O. 1.17
Δωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι πεδίλῳ (τῷ μέλει. Σ) O. 3.5 Αἰολεὺς ἔβαινε Δωρίαν κέλευθον ὕμνων (< αὐλός> supp. Bergk) *fr. 191* test.,Σ O. 1.26
g: περὶ δὲ τῆς Δωριστὶ ἁρμονίας εἴρηται ἐν παιᾶσιν, ὅτι Δώριον μέλος σεμνότατόν ἐστι fr. 67.b of the Isthmus of Korinth.Αἰγᾶθεν ποτὶ κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν N. 5.37
Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις, Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.15
Ἴσθμιον ἂν νάπος Δωρίων ἔλαχεν σελίνων I. 8.64
-
15 εἶμι
1εἶσιν, εἶσ; [ἴθι O. 14.21
], ἴτω, ἴτε, ἰόντων; ἰών, ἰόντι, ἰόντες; ἴμεν.) go, come (but in the indicative, probably a future sense is required, cf. ἔπειμι.)a of living things.Οὔλυμπόνδ' ἰὼν O. 3.36
μετὰ στέφανον ἰών O. 4.23
ἀλλὁ μὲν Πυθῶνάδ' ᾤχετ ἰὼν O. 6.38
“ὄρσο, τέκνον, δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν” O. 6.63 ἀβάπτιστος εἶμι φέλλος ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας (Schnitzer: εἰμί codd.) P. 2.80τάχα δεὐθὺς ἰὼν P. 4.83
μοι ὑπάντασεν ἰόντι γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον P. 8.59
ναυσὶ δοὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ὁδόν P. 10.29
Κάδμου κόραι, ἴτε πὰρ Μελίαν χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρόν P. 11.3
ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς, ἀμφοτέρας ἰὼν χειρός (v. ἀμφότερος) N. 7.94τις Τελεσάρχου παρὰ πρόθυρον ἰὼν ἀνεγειρέτω κῶμον I. 8.3
μοι ἰόντι τηλαυγἔ ἀγ κορυφὰν[ Pae. 7.12
τρι]πτὸν κατ' ἀμαξιτὸν ἰόντες[ Πα. 7B. 12. ῥίμφα δ' εἶσιν Ἄρτεμις Δ. 2. 1. ἀγλαὸν ἐς φάος ἰόντες δίδυμοι παῖδες (i. e. being born) Πα. 12. 1. ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖν' εἶσ ὑπὸ χθόν fr. 137. 1. Σθενέλοιό μιν υἱὸς κέλευσεν μόνον ἄνευ συ[μμ]αχίας ἴμεν fr. 169. 46. c. cogn. acc.,ἦῤ, ὦ φίλοι, κατ' ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν P. 11.39
b of inanimate things. τὸ δὲ σαφανὲς ἰὼν πόρσω κατέφρασεν ( Χρόνος) O. 10.55 “ ὄνειρος ἰὼν φωνεῖ” P. 4.163 “ ἰόντων δ' ἐς ἄφθιτον ἄντρον εὐθὺς Χίρωνος αὐτίκ ἀγγελίαι” I. 8.41 met.: τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος i. e. proceed, pursue its course P. 8.33 -
16 ἔργον
1-οισιν, -α. ϝεργ- O. 13.38
, P. 2.17, P. 4.104, P. 7.19, N. 3.44, N. 7.52, N. 10.64)1 achievement, exploitaτῶν δὲ πεπραγμένων ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν ἀποίητον οὐδ' ἂν χρόνος δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος O. 2.17
κρυφόν τε θέμεν ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (Aristarchus ap. Σ: ἐσλὸν κακοῖς codd.) O. 2.98πόνος δαπάνα τε μάρναται πρὸς ἔργον κινδύνῳ κεκαλυμμένον O. 5.15
κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα O. 8.63
ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλοι δόμεν O. 8.85
ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι O. 9.66
ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες ἔργων πρὸ πάντων βιότῳ φάος O. 10.23
ἀλλὰ πάντων ταμίαι ἔργων ἐν οὐρανῷ (sc. αἱ Μοῖραι) O. 14.10ἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα P. 2.17
“ τοῦτ' ἔργον βασιλεὺς ἐμοὶ τελέσαις ἄφθιτον στρωμνὰν ἀγέσθω” P. 4.229ἔργον πελώριον τελέσαις P. 6.41
τὸ δ' ἄχνυμαι, φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα P. 7.19
παῖς μὲν ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.44
πότμος δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων πέρι πάντων N. 5.40
παροιχομένων γὰρ ἀνέρων ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.30
ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ N. 7.14
καιροῦ μὴ πλαναθέντα πρὸς ἔργον ἕκαστον N. 8.4
χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς N. 8.49
φλέγεται δ' ἀρεταῖς μυρίαις ἔργων θρασέων ἕνεκεν N. 10.3
πὰν δὲ τέλος ἐν τὶν (= Ζηνὶ)ἔργων N. 10.30
καὶ μέγα ἔργον ἐμήσαντ' ὠκέως N. 10.64
ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.45
παθόντες πού τι φιλόξενον ἔργον i. e. the Olympic victory of the charioteer Nikomachos I. 2.24εὐκλέων δ' ἔργων ἄποινα χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν I. 3.7
ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων I. 4.23
καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται, ἰσχύος ἔργον the pankration I. 4.68 εἰ δὲ τέτραπται θεοδότων ἔργων κέλευθον ἂν καθαράν sc.Αἴγινα I. 5.23
μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ ἑκατόμπεδοι ἐν σχερῷ κέλευθοι I. 6.22
Λάμπων δὲ μελέταν ἔργοις ὀπάζων Ἡσιόδου μάλα τιμᾷ τοῦτ' ἔπος I. 6.67
θνᾴσκει δὲ σιγαθὲν καλὸν ἔργον fr. 121. 4. τεκμαίρομαι ἔργοισιν Ἡρακλέος fr. 169. 5. λάμπει δὲ χρόνῳ ἔργα μετ' αἰθέῤ ἀερθέντα fr. 227. παῦσέν [τ] ἔργ' ἀναιδῆ i. e. those of Laomedon fr. 140a. 59 (33).b emphasising action, as opposed to thought.κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς ἔργοις οὔτε βουλαῖς P. 3.30
ἐπ' ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς P. 5.119
πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26
“ οὔτ' ἔργον οὔτ ἔπος ἐντράπελον κείνοισιν εἰπών zeugma P. 4.104c where emphasis is upon the effort, labourἸάσων θεῷ πίσυνος εἴχετ' ἔργου P. 4.233
ἀλλὰ γὰρ ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52
Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί, ταί μιν ῥύοντό ποτε μάχας ἐναριμβρότου ἔργον ἐν πεδίῳ κορύσσοντα i. e. the work of battle I. 8.54 esp. in dat. s., by one's effortsἦν δ' ἐσορᾶν καλός, ἔργῳ τ οὐ κατὰ εἶδος ἐλέγχων ἐξένεπε Αἴγιναν πάτραν O. 8.19
ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών O. 10.63
Ἥρας τ' ἀγῶν ἐπιχώριον νίκαις τρισσαῖς, ὦ Ἀριστόμενες, δάμασσας ἔργῳ (μετ' ἔργου καὶ ἐνεργείας πολλῆς. Σ.) P. 8.80 σιγαλὸν ἀμαχανίαν ἔργῳ φυγών i. e. by my efforts in singing of Cyrene P. 9.92 cf. N. 1.26d where the emphasis is on the result of action, prize, victory ὅτ' ἀμφότεροι κράτησαν μίαν ἔργον ἀν ἁμέραν at the Isthmian games O. 9.85τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.38
2 work (of art)ἀρχομένου δ' ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές O. 6.3
ἔργα δὲ ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον O. 7.52
ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω μιν, τά τ ἐν Ἀρκαδίᾳ ἔργα καὶ Θήβαις O. 7.84
ἅπαν δ' εὑρόντος ἔργον every work of art has its creator O. 13.17 ἔκρυψαν τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον (Π̆{S}: ἔργον Π; i. e. the third temple of Apollo at Delphi) Pae. 8.74 -
17 ἐφέπω
a act.I embrace met.,αἰὼν δ' ἔφεπε μόρσιμος O. 2.10
νῦν γε μὰν τὰν Φιλοκτήταο δίκαν ἐφέπων ἐστρατεύθη P. 1.50
II busy oneself with, devote onself toΖεῦ ὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος P. 1.30
ὁ δ' ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος wielded P. 6.33συμποσίας ἐφέπων θυμὸν ἐκδόσθαι πρὸς ἥβαν πολλάκις P. 4.294
b follow, give supportοἱ δ' ἐπέσποντ P. 4.133
c frag. ] εφεπετ[ P. Oxy. 2442, fr. 41A. 2. ] ντι κέλευθον ἐπισπησει[ P. Oxy. 2672, fr. 1. 9 ad ?fr. 346. -
18 θεόδοτος
-
19 καθαρός
κᾰθᾰρός (-οῦ; -ᾷ, -άν; -ῷ, -όν.)a act., purifying νιν καθαροῦ λέβητος ἔξελε Κλωθώ (others interpr. as pass.) O. 1.26b pass., unsullied: honestπρὸς ἡσυχίαν φιλόπολιν καθαρᾷ γνώμᾳ τετραμμένον O. 4.16
Ὀρτυγίας τὰν Ἱέρων καθαρῷ σκάπτῳ διέπων O. 6.93
φέροισα σπέρμα θεοῦ καθαρόν P. 3.15
( πλοῦτον)ἀρετᾷ κεκραμένον καθαρᾷ P. 5.2
διδάξαμεν χρυσὸν καθαρᾷ βασάνῳ (Casaubon: κιθάραι codd. Athenaei) fr. 122. 16. of light, clear,φάει δὲ ἐν καθαρῷ P. 6.14
Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν φέγγος P. 9.90
κελαινεφέι δὲ σκότει καλύψαι σέλας καθαρὸν ἁμέρας fr. 108b. 4. of place, unobstructedκελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον O. 6.23
εἰ δὲ τέτραπται θεοδότων ἔργων κέλευθον ἂν καθαράν I. 5.23
pro subs., Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε in the open O. 10.45c frag. ]καθαρὸν δ[ Pae. 8.90
-
20 ὀρθός
1 uprighta of pers.I aright, sound τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς pr. P. 3.53 ἔστασαν ὀρθὰν καρδίαν pr. P. 3.96II faithful, honestἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός O. 6.90
b of things.a upright, straight up in physical sense. ὀρθᾷ χερὶ ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον (contra Σ, δικαίᾳ) O. 10.4ἀνὰ δ' ἔπαλτ ὀρθῷ ποδί O. 13.72
σὺν ὀρθαῖς κιόνεσσιν δεσποσύναισιν P. 4.267
ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα pr. N. 1.43 ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων (ἐπ' ἀσφαλοῦς στῆναι παρεσκεύασας Σ.) I. 7.12 δὴ τότε τέσσαρες ὀρθαὶ πρέμνων ἀπώρουσαν χθονίων κίονες fr. 33d. 5. Καινεὺς σχίσαις ὀρθῷ ποδὶ γᾶν unyielding *qr. 6. 8.b straight, true, regularκαὶ παρέλκει πραγμάτων ὀρθὰν ὁδὸν ἔξω φρενῶν O. 7.46
ὀρθὰς δ αὔλακας ἐντανύσαις pr. P. 4.227ἦρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν P. 11.39
ὀρθῷ δρόμῳ fr. 1a. 5. μουσικὰν ὀρθὰν ἐπιδεικνυμένου (pr.: οὐχ ἡδεῖαν οὐδὲ τρυφερὰν οὐδ' ἐπικεκλασμένην τοῖς μελέσιν. paraphr. Plut., Pyth. Orac., 6, 397A) fr. 32.III upright, correctβουλαῖς ἐν ὀρθαῖσι Ῥαδαμάνθυος O. 2.75
πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν O. 7.91
ὀρθᾷ φρενί O. 8.24
εἰ δὲ λόγων συνέμεν κορυφάν, Ἱέρων, ὀρθὰν ἐπίστᾳ, μανθάνων οἶσθα προτέρων. P. 3.80δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279
ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν pr. P. 6.19πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός P. 10.68
οἵ σε γεραίροντες ὀρθὰν φυλάσσοισιν Τένεδον pr. N. 11.5 ]ν ὀρθαι τε β[ουλ]αι τοῦτον Θρ. 4. 16.
См. также в других словарях:
κέλευθον — κέλευθος road fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… … Dictionary of Greek
NYSA vel NYSSA — NYSA, vel NYSSA Indiae civitas, a Libero Patre condita, teste Strabon. l. 13. sita sub radicibus montis, quem Meron vocant, Virg. Aen. l. 6. v. 805. Nec qui pampineis victor iuga flectit habenis, Liber agens celso Nysae de vertice tigres. Hinc… … Hofmann J. Lexicon universale
ανύω — ἀνύω κ. ἀνύτω ή ἁνύτω κ. ἄνυμι (Α) 1. εκτελώ, φέρνω σ ένα τέλος, επιτελώ («ἤνυτο δ ἔργον», Όμηρος «οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος) 2. κατορθώνω κάτι, πετυχαίνω κάτι που με συμφέρει 3. τελειώνω, καταναλίσκω, εξαφανίζω («ἐπεὶ δή σε φλὸξ ἤνυσεν» αφού σ… … Dictionary of Greek
μεσημβρινός — Πρόκειται για τη νοητή γραμμή της γήινης σφαίρας, όλα τα σημεία της οποίας έχουν το ίδιο γεωγραφικό μήκος· αυτή η νοητή γραμμή διέρχεται από τους δυο πόλους της Γης. Εξαιτίας της ελλειψοειδούς περιστροφής της Γης, οι γήινοι μ. είναι επίπεδες… … Dictionary of Greek
μονόπωλος — μονόπωλος, ον (Α) αυτός που έχει έναν μόνο πώλο*, που οδηγείται ή σύρεται από ένα μόνο άλογο («τὰν πρὸς ἑσπέραν κέλευθον οὐρανοῡ προσαρμόσασα μονόπωλον ἐς Ἀῶ», Ευ p.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πῶλος «νεαρό άλογο»] … Dictionary of Greek
οιστρώ — οἰστρῶ, άω και έω (ΑΜ, Α εσφ. γρφ. οἰστρῶ, όω) [οίστρος] (για τον οίστρο) ταράζω τα ζώα με το τσίμπημα ή, απλώς, με τον βόμβο που κάνω, προκαλώ οίστρωση αρχ. 1. επιφέρω μανία σε κάποιον, ερεθίζω («τοιγάρ νιν αὐτάς ἐκ δόμων ᾤστρησ ἐγὼ μανίαις»,… … Dictionary of Greek
παλίντροπος — παλίντροπος, ον (ΑΜ) αυτός που στρέφεται προς τα πίσω, προς την αντίθετη κατεύθυνση, παλίνδρομος αρχ. 1. αυτός που επιστρέφει, που επανέρχεται («παλίντροπος κέλευθον ἕρπεις», Σοφ.) 2. αυτός που κλίνει προς το αντίθετο μέρος, ενάντιος, αντίθετος… … Dictionary of Greek
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek
φείδομαι — ΝΜΑ 1. κάνω μέτρια και εσκεμμένη χρήση, καταναλώνω με μέτρο, διαθέτω με περίσκεψη 2. είμαι φειδωλός, κάνω οικονομία, τσιγγουνεύομαι 3. (σχετικά με πρόσ. και πραγμ.) διατηρώ σώο, αφήνω απείραχτο, λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι (α. «δεν φείδεται χρημάτων… … Dictionary of Greek