-
21 ἕρπω
ἕρπω (cf. serpo), ipf. εἷρπον, ἕρπε: creep, crawl; ῥῖνοί, a prodigy, Od. 12.395; specific for generic, ὅσσα τε γαῖαν ἔπι πνείει τε καὶ ἕρπει, ‘breathes and crawls,’ i. e. lives and moves, Il. 17.448, Od. 18.131 ; ἥμενος ἢ ἕρπων, an alliterative saying, ‘sitting or stirring,’ intended to suit any possible attitude or condition, Od. 17.158.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἕρπω
-
22 ἧμαι
ἧμαι, ἧς (αι), ἧσται, ἥμεθα, ἧσθε, ἕαται and εἵαται, imp. ἧσο, inf. ἧσθαι, part. ἥμενος, ipf. ἥμην, ἧστο, ἥσθην, ἥμεθα, ἧντο and ἕατο and εἵατο: sit; often w. a part. to denote some condition of mind or body, ἧστο ὀδῦρόμενος, θαυμάζων, ὀλιγηπελέων, etc.; and, in general, the verb may denote a settled condition of any sort, ‘stay,’ ‘keep,’ ἑκὰς ἥμεθα πατρίδος αἴης, Il. 15.740, Il. 24.542; σῖγῇ, ἀκέουσα, σιωπῇ ἧσο, Il. 4.412.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἧμαι
-
23 ἧς
ἧμαι, ἧς (αι), ἧσται, ἥμεθα, ἧσθε, ἕαται and εἵαται, imp. ἧσο, inf. ἧσθαι, part. ἥμενος, ipf. ἥμην, ἧστο, ἥσθην, ἥμεθα, ἧντο and ἕατο and εἵατο: sit; often w. a part. to denote some condition of mind or body, ἧστο ὀδῦρόμενος, θαυμάζων, ὀλιγηπελέων, etc.; and, in general, the verb may denote a settled condition of any sort, ‘stay,’ ‘keep,’ ἑκὰς ἥμεθα πατρίδος αἴης, Il. 15.740, Il. 24.542; σῖγῇ, ἀκέουσα, σιωπῇ ἧσο, Il. 4.412.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἧς
-
24 συμβάλλω
συμ - βάλλω, ξυμβάλλω, συμβάλλετον, aor. 2 σύμβαλον, du. ξυμβλήτην, inf. - ήμεναι, mid. aor. 2 ξύμβλητο, -ηντο, subj. ξυμβλῆται, part. - ήμενος, fut. συμβλή(ς)εαι: I. act., throw, bring, or put together; of bringing men to gether in battle, Il. 3.70; rivers uniting their waters, Il. 5.774; also intrans., like mid., Il. 16.565, Il. 21.578, Od. 21.15.—II. mid., intrans., meet, encounter, abs. and with dat., aor. 2 very freq., Il. 14.39, , 231, ζ , Od. 10.105.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > συμβάλλω
-
25 ξυμβάλλω
συμ - βάλλω, ξυμβάλλω, συμβάλλετον, aor. 2 σύμβαλον, du. ξυμβλήτην, inf. - ήμεναι, mid. aor. 2 ξύμβλητο, -ηντο, subj. ξυμβλῆται, part. - ήμενος, fut. συμβλή(ς)εαι: I. act., throw, bring, or put together; of bringing men to gether in battle, Il. 3.70; rivers uniting their waters, Il. 5.774; also intrans., like mid., Il. 16.565, Il. 21.578, Od. 21.15.—II. mid., intrans., meet, encounter, abs. and with dat., aor. 2 very freq., Il. 14.39, , 231, ζ , Od. 10.105.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ξυμβάλλω
-
26 μείρομαι
Grammatical information: v.Meaning: `get as share' (I 616), `divide' (Arat. 1054).Other forms: perf. act. 3. sg. ἔμμορε `got as share' (Il.), 3. pl. ἐμμόραντι τετεύχασι H., later also ἔμμορες, - ον (A. R., Nic.; s. below), μεμόρηκα (Nic.); perf. a. ppf. 3. sg. εἵμαρται, - το `is (was) decided by fate' (Il.), ptc., esp. in fem. εἱμαρμένη `fate' (IA.); Aeol. ἐμμόρμενον (Alc.), Dor. ἔμβραται εἵμαρται, ἐμβραμένα εἱμαρμένη H.; also (through innovation) βεβραμένων εἱμαρμένων H., μεμόρ-ηται, - ημένος (Man., AP).Compounds: Also with ἀπο- (Hes. Op. 578), ἐπι- (Vett.Val. 346, 6). As 2. member e.g. in κάμ-μορος ( κά-σμορος), ἤ-μορος; s. v.Derivatives: Several derivv., which however mostly have an independent position as opposed to the disappearing verb 1. μέρος n. `share etc.', s. v. -- 2. μόρος m. `fate, (fate of) death, violent death' (Il.; cf. Leumann Hom. Wörter 305 m. n. 75), `share, share of ground', also as land-measure (Mytilene, Western Locris). Diminut. of this μόριον n. `share, part, member of the body' (IA.), math. `fraction, denominator' with μοριασμός, - στικός (: *μοριάζω; Ptol., sch.), further the adj. μόριμος `by fate destined' (Y 302, Pi., A.), μόριος `belonging to de deathfate' (AP), prob. also μορίαι ( ἐλαῖαι), s. v., μορόεις `deathly' (Nic.). --3. μόρα f. name of a Lacon. section of troops (X.; on the accent Chantraine Form. 20). -- 4. μοῖρα f. `part, piece, piece of ground, share, degree, fate, (evil or good) fate, death-fate', also personified `goddess of fate' (Il.); compp., e.g. μοιρη-γενής `fate-, child of happiness' (Γ182; s. Bechtel Lex. s. v., v. Wilamowitz Glaube 1, 362; - η- anal.-metr. lengthening), εὔ-μοιρος `favoured' (B., Pl.). From this μοιρ-άδιος `destined by fate' (S. OC 228 cod. Laur.), - ίδιος `id.' (Pi., S.), - αῖος `belonging to fate' (Man.), - ιαῖος `measuring a degree' (Ptol., Procl.). - ικός, - ικῶς `acc. to degree' (Ptol., Vett.Val.); μοιρίς f. `half' (Nic.); μοιρ-άομαι, - αω `divide, be awarded one's share, share' (A., A. R.), - άζω = - άω (Anon. in Rh.). On μοῖρα and μόρος in gen. Nilsson Gr. Rel. 1, 361ff. -- 5. μορτή, Dor. - τά `share of the farmer' (Poll., Eust., H.). -- 6. μόρσιμος `destined by fate'; s. v.Etymology: The perfectforms Aeol. ἔμμορε (later taken as aor. 2, whence ἔμμορες, - ον) and Ion. εἵμαρται can be explained from *sé-smor-e resp. *sé-smr̥-tai (Schwyzer 769, Chantraine Gramm. hom. 1, 174 f., 184); here the full grade yot-present μείρομαι \< *smér-i̯o-mai (Schw. 715); cf. e.g. φθείρω: ἔφθορα: ἔφθαρμαι. Init. sm- is seen also elsewhere, e.g. ἄ-μμορος, κατὰ μμοῖραν. -- Corresponding forms are nowhere found. Cognate may be the diff. built Lat. mereō, - ēre, - eor, - ērī `earn, acquire' (prop. *'get your share, acquire'?), which may also have sm- and may be identical with the yot-present in μείρομαι. Uncertain is the meaning of Hitt. marriya- ('break in pieces, make small'?), cf. Benveniste BSL 33, 140, Kronasser Studies Whatmough 122; we would have to assume an s-less variant. Hypothetic is the connection with the group of μέριμνα (Solmsen Wortforsch. 40 f. WP. 2, 690, Pok. 970, W.-Hofmann s. mereō. -- Of the nominal derivv. only μοῖρα requires a special explanation: one may start as well from an ο-stem μόρος as from an older consonant-stem *μορ- (Schwyzer 474). The o-vowel could be an Aeolic zero grade.Page in Frisk: 2,196-197Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μείρομαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἥμενος — ἧμαι es perf part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek
ευτυχισμένος — η, ο βλ. ευτυχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. τού ευτυχώ με κατάλ. ισμένος*, αντί ημένος] … Dictionary of Greek
μυδροκτυπώ — μυδροκτυπῶ, έω (Α) [μυδροκτύπος] (για τον Ήφαιστο) σφυρηλατώ πυρακτωμένο σίδερο («κορυφαῑς δ έν ἄκραις ἥμενος μυδροκτυπεῑ Ἥφαιστος», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
τεχνήεις — εσσα, ήεν, Α·1. αυτός που κατασκευάστηκε έντεχνα 2. (για πρόσ.) επιδέξιος, επιτήδειος. επίρρ... τεχνηέντως ΝΑ με επιτήδειο, με έντεχνο τρόπο, με τέχνη («αὐτὰρ ὁ πηδαλίῳ ἰθύνετο τεχνηέντως ἥμενος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + κατάλ. (ή)εις (βλ … Dictionary of Greek
ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα … Dictionary of Greek
(ε)ρωτώ — (ε)ρώτησα, (ε)ρωτήθηκα ζητώ από κάποιον να με πληροφορήσει, ζητώ με το λόγο απάντηση σε κάτι: Ρώτα πριν αποφασίσεις. ρωτώ ησα, ήθηκα, ημένος ερωτώ: Ρώτησέ τον ποια ώρα θα γυρίσει στο σπίτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθλοθετώ — ησα, ήθηκα, ημένος, ορίζω βραβεία σε αγώνες: Στους φετινούς σχολικούς αγώνες τα βραβεία αθλοθέτησε το υπουργείο Παιδείας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αισθητοποιώ — ησα, ήθηκα, ημένος, κάνω κάτι αισθητό με σαφή και ζωηρή παράστασή του: Προσπάθησε να αισθητοποιήσει τα πράγματα, αλλά δεν το πέτυχε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιτιολογώ — ησα, ήθηκα, ημένος, ερευνώ ή εξηγώ την αιτία κάποιου πράγματος, δικαιολογώ: Η απόφαση αυτή δεν είναι αρκετά αιτιολογημένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακινητοποιώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. αναγκάζω κάτι να μείνει ακίνητο: Το λάθος τους ήταν ότι ακινητοποίησαν τις καλύτερες δυνάμεις τους. 2. (στο εμπόριο), μετατρέπω τα κεφάλαια σε ακίνητες αξίες (κτήματα): Μερικές επιχειρήσεις ακινητοποίησαν μέρος από τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)