Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑπο-τεκμαίρομαι

См. также в других словарях:

  • ὑποτεκμαίρῃ — ὑπό τεκμαίρομαι assign pres subj act 3rd sg ὑπό τεκμαίρομαι assign pres subj mp 2nd sg ὑπό τεκμαίρομαι assign pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτεκμαίρει — ὑπό τεκμαίρομαι assign pres ind act 3rd sg ὑπό τεκμαίρομαι assign pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτεκμαίρεσθαι — ὑπό τεκμαίρομαι assign pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκμήριο — Όρος που δηλώνει στη νομική γλώσσα τη λογική κρίση κατά την οποία ξεκινώντας από ένα γνωστό γεγονός, δεχόμαστε την ύπαρξη ενός άγνωστου γεγονότος. Τα τ. διακρίνονται σε νόμιμα και δικαστικά: στα πρώτα η λογική επαγωγή προκαθορίζεται από τον ίδιο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»