-
1 έσταν
ἔστᾱν, ἵστημιmake to stand: aor ind act 3rd pl (doric)ἔστᾱν, ἵστημιmake to stand: aor ind act 1st sg (doric)ἵστημιmake to stand: aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic)——————ἵστημιmake to stand: plup ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) -
2 εσταν
-
3 ἔσταν
Βλ. λ. έσταν -
4 ἕσταν
Βλ. λ. έσταν -
5 ἵστημι
ἵστημι (cf. ἱστάω, ἱστάνω),I causal, make to stand, imper.ἵστη Il.21.313
, E.Supp. 1230,καθ-ίστα Il.9.202
: [tense] impf. ἵστην, [dialect] Ep.ἵστασκε Od.19.574
; [ per.] 3pl.ἵσταν B.10.112
: [tense] fut. στήσω, [dialect] Dor.στᾱσῶ Theoc.5.54
: [tense] aor. 1 ἔστησα, [dialect] Ep. [ per.] 3pl. ἔστᾰσαν for ἔστησαν dub. in Od.18.307, 3.182, 8.435, al. (v. ἔστᾰσαν): hence, in late Poets, ἔστᾰσας, ἔστᾰσε, AP9.714,708 (Phil.): [tense] aor. 1 [voice] Med. ἐστησάμην (never intr.), v. infr.A.111.2, 3: [tense] pf.ἕστᾰκα Cerc.3
, ([etym.] καθ-) Hyp.Eux.28, UPZ 112.5 (ii B.C.), ([etym.] περι-) Pl.Ax. 370d, ([etym.] ἀφ-) LXXJe.16.5, ([etym.] παρ-) Phld.Rh. 1.9S., al., ([etym.] συν-) S.E.M.7.109; also ἕστηκα (v. infr.) in trans. sense, ([etym.] δι-) Arist.Vent. 973a18, ([etym.] ἀφ-) v.l. in LXX l.c.; ἑστακεῖα trans. in Test.Epict.1.25.II intr., stand,1 [voice] Act., [tense] aor. 2 ἔστην, [dialect] Ep.στάσκον Il.3.217
; [ per.] 3pl. ἔστησαν, more freq. in Hom. ἔσταν, στάν [ᾰ]; imper. στῆθι, [dialect] Dor.στᾶθι Sapph.29
, Theoc.23.38; subj. στῶ, [dialect] Ep. 2 and [ per.] 3sg. στήῃς, στήῃ (for στῇς, στῇ), Il.17.30, 5.598; [ per.] 1pl. στέωμεν (as disyll.) 22.231,στείομεν 15.297
; opt. σταῖεν, [dialect] Ep. [ per.] 3pl.σταίησαν 17.733
; inf. στῆναι, [dialect] Ep.στήμεναι 17.167
, Od.5.414, [dialect] Dor.στᾶμεν Pi.P.4.2
; part. στάς: [tense] pf. ἕστηκα: [tense] plpf. ἑστήκειν, sts. with strengthd. augm. εἱστήκειν, as E.HF 925, Ar.Av. 513, Th.1.89, etc.; [dialect] Ion. [ per.] 3sg.ἑστήκεε Hdt. 7.152
:—from Hom. downwds. the shorter dual and pl. forms of the [tense] pf. are preferred, ἕστᾰτον, ἕστᾰμεν, ἕστᾰτε, ἑστᾶσι (IG12(8).356 (Thasos, vi B.C.), etc.), in Hdt. ἑστέᾱσι; imper.ἕστᾰθι Aristomen. 5
; subj. ἑστῶ; opt. ἑσταίην; inf. ἑστάναι, [dialect] Ep. ἑστάμεν, ἑστάμεναι ( ἑστηκέναι only late, as Ael.VH3.18); part. ἑστώς ( ἑστηκώς rare in early Gr., Hdt.2.126, Pl.Men. 93d, Lg. 802c, Arist. (infr. B.11.2), Alex.126.16,εἱστηκότα IG12.374.179
), fem. ἑστῶσα (not ἑστυῖα; but συνεστηκυιῶν prob. in Hp.Aër.10), neut. , Tht. 183e, SIG 1234 ([place name] Lycia), etc., ([etym.] καθ-) POxy.68.32 (ii A.D.), ([etym.] ἐν-) PRyl. 98 (a).10 (ii A.D.), ([etym.] παρ-) Ar.Eq. 564 (- ώς freq. v.l. as in Pl. and Ar. ll.cc., preferred by Choerob.in Theod.2.313); gen. ἑστῶτος; [dialect] Ion. ἑστεώς, ἑστεός, ῶτος; [dialect] Ep. ; dat. pl. ἑστηῶσι cj. in Antim.16.5, cf. Call.Dian. 134; Hom. does not use the nom., but has gen. ἑστᾰότος, acc. ἑστᾰότα, nom. pl. ἑστᾰότες, as if from ἑσταώς: so also [tense] plpf. ἑστάτην, ἕστᾰμεν, ἕστᾰτε, ἕστᾰσαν: late [tense] pres. ἑστήκω, formed from [tense] pf., Posidipp. ap. Ath.10.412e: hence, [tense] fut.ἑστήξω Hom. Epigr.15.14
, X.Cyr.6.2.17, Hegesipp.1.25,ἑστήξομαι X.Cyn.10.9
codd.2 [voice] Pass., ἵσταμαι: imper. , , Ar.Ec. 737: [tense] impf. ἱστάμην: [tense] fut.στᾰθήσομαι And.3.34
, Aeschin. 3.103: more freq.στήσομαι Il.20.90
, etc.: [tense] aor.ἐστάθην Od.17.463
, etc.; rarely ἔστην, [dialect] Dor. [ per.] 3sg. (Argos, v B.C.): [tense] pf. ἕσταμαι ([etym.] δι-) v.l. in Pl.Ti. 81d, κατεστέαται v.l. in Hdt.1.196. (From I.-E. sthā-, cf. Skt. sthā- ([tense] aor. á-sthā-t), Lat. stare, etc.; Gr. redupl. [tense] pres. and [tense] pf. fr. si-sthā-, se-sthā-.)A Causal, make to stand, set up,πελέκεας ἑξείης Od.19.574
; ἔγχος μέν ῥ' ἔστησε φέρων πρὸς κίονα he set it against the pillar, 1.127, cf. Il. 15.126; ἱ. ἱστόν set up the loom, or raise the mast (v.ἱστός 1
and 11); κρητῆρας στήσασθαι to have bowls set up, Od.2.431; θεοῖς.. κρητῆρα στήσασθαι in honour of the gods, Il.6.528; στῆσαί τινα ὀρθόν, στ. ὀρθὰν καρδίαν, Pi.P.3.53,96;ὀρθῷ στ. ἐπὶ σφυρῷ Id.I.7(6).13
;ἐς ὀρθὸν ἱ. τινά E.Supp. 1230
; ;ὀρθὸν οὖς ἵστησιν S.El.27
; στῆσαι λόγχας, for battle, Id.Ant. 145(lyr.); esp. raise buildings, statues, trophies, etc.,ἱ. ἀνδριάντα Hdt.2.110
; ;τροπαῖον ἱ. τῶν πολεμίων Isoc.4.150
, cf.IG22.1457.26;τροπαῖον στησάμενοι X.HG2.4.7
; ;τὰ μακρὰ στῆσαι τείχη Th.1.69
; ἱ. τινὰ χαλκοῦν set him up in brass, raise a brazen statue to him, D.13.21, 19.261 (so in [tense] pf., stand,οὗτος ἕστηκε λίθινος Hdt.2.141
:—[voice] Pass.,σφυρήλατος ἐν Ὀλυμπία στάθητι Pl.Phdr. 236b
;σταθῆναι χαλκοῦς Arist.Rh. 1410a33
).II set, place, of things or persons,τρίποδ' ἔστασαν ἐν πυρί Od.8.435
, etc.; , etc.; fix,τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὴν γῆν Philostr.VA1.10
; esp. set men in order or array,πεζοὺς δ' ἐξόπιθε στῆσεν Il.4.298
, cf. 2.525, etc.;στῆσαί τινας τελευταίους X. Cyr.6.3.25
, etc.III bring to a standstill, stay, check,λαὸν δὲ στῆσον Il.6.433
; νέας, ἵππους, ἡμιόνους στῆσαι, Od.3.182, Il.5.755, 24.350; μύλην στῆσαι to stop the mill, Od.20.111; στῆσεν ἄρ' (sc. ἡμιόνους) 7.4; στῆσε δ' ἐν Ἀμνισῷ (sc. νῆα) 19.188;βᾶριν Iamb.Myst.6.5
; στῆσαι τὴν φάλαγγα halt it, X.Cyr.7.1.5;ἵστησι ῥοῦν Pl.Cra. 437b
, etc.; ἵ. τὴν ψυχὴν ἐπὶ τοῖς πράγμασιν ib. 437a; στ. τὰ ὄμματα fix them, of a dying man, Id.Phd. 118; στ. τὸ πρόσωπον compose the countenance, X.Cyr.1.3.9;στήσαντες ἐπὶ τούτων τὴν διήγησιν Plb. 3.2.6
: esp. in Medic.,ἵ. κοιλίαν Dsc.1.20
; τὰς κοιλίας Philotim. ap. Orib.4.10.1;αἱμορραγίας Dsc.1.129
: abs., Arist.HA 605a29:—[voice] Med.,ἱστάμενος τῷ νοσήματι Hp.Ep.19
( Hermes 53.65).2 set on foot, stir up,κονίης.. ἱστᾶσιν ὀμίχλην Il.13.336
;ἵστη δὲ μέγα κῦμα 21.313
;νεφέλην ἔστησε Κρονίων Od.12.405
, cf. Il.5.523; of battle, etc., φυλόπιδα στήσειν stir up strife, Od.11.314;ἔριν στήσαντες 16.292
(so intr. φύλοπις ἕστηκε the fray is on foot, Il.18.172):—also in [voice] Med., στησάμενοι δ' ἐμάχοντο ib. 533, Od.9.54;πολέμους ἵστασθαι Hdt.7.9
.β', 175, 236; soἱστάναι βοήν A.Ch. 885
; ([voice] Pass., θόρυβος ἵσταται βοῆς arises, S.Ph. 1263); also of passions and states of mind, μῆνιν, ἐλπίδα στῆσαι, Id.OT 699, E.IA 788(lyr.).3 set up, appoint,τινὰ βασιλέα Hdt.1.97
; , cf. OC 1041, Ant. 666:—[voice] Med.,ἐστάσαντο τύραννον Alc.37
A;φύλακας στησόμεθα Pl.R. 484d
:—[voice] Pass.,ὁ ὑπὸ Δαρείου σταθεὶς ὕπαρχος Hdt.7.105
, cf. IG 9(1).32.23 (Stiris, ii B.C.).4 establish, institute, χορούς, παννυχίδα, Hdt.3.48, 4.76 (soστήσασθαι ἤθεά τε καὶ νόμους Id.2.35
; ); στῆσαι χορόν, Ὀλυμπιάδα, ἑορτάν, Pi.P.9.114, O.2.3, 10(11).58;κτερίσματα S.El. 433
;χορούς B.10.112
, D.21.51; οὐχ ὑγιῶς ἱστάμενος λόγον setting up a bad argument, Anon.Lond.26.34:—[voice] Pass.,ἀγορὴ ἵσταταί τινι Hdt.6.58
.5 = Lat. statuere, determine,γνῶναι καὶ στῆσαι D.H.8.68
;διαγεινώσκειν καὶ ἱστάναι Not. Arch.4.21
(Aug.):—[voice] Pass.,τὰ ὑπό τινος σταθέντα OGI665.27
(Egypt, i A.D.); τὰ ἑσταμένα Wilcken Chr.167.27 (ii B.C.).6 fix by agreement,ὁ σταθεὶς τόκος PGrenf.1.31.1
(i B.C.), cf. PFlor.14.11 (iv A.D.);τὸ ἑσταμένον ἐνοίκιον BGU253.15
(iii A.D.).IV place in the balance, weigh, Il.19.247, 22.350, 24.232, Ar.V.40; [ ἐκπώματα] Thphr.Char.18.7;ἀριθμοῦντες καὶ μετροῦντες καὶ ἱστάντες X.Cyr.8.2.21
, etc.; ἱστάναι τι πρὸς ἀργύριον weigh a thing against silver, Hdt.2.65; ἀγαθὸς ἱστάναι good at weighing, Pl.Prt. 356b; τὸ ἐγγὺς καὶ τὸ πόρρω στήσας ἐν τῷ ζυγῷ ibid., cf. Lys.10.18; ἐπὶ τὸ ἱστάναι ἐλθεῖν have recourse to the scales, Pl.Euthphr.7c:—[voice] Pass.,ἵστασθαι ἐπὶ ζυγοῦ Arr.Epict.1.29.15
; weighed,IG
11(2).161B113 (Delos, iii B.C.).B [voice] Pass. and intr. tenses of [voice] Act., to be set or placed, stand, Hom. etc., ἀγχοῦ, ἆσσον, Il.2.172, 23.97;ἄντα τινός 17.30
;ἐς μέσσον Od.17.447
;σταθεὶς ἐς μέσον Hdt.3.130
; ἀντίοι ἔσταν, ἐναντίοι ἔστησαν, Il.1.535, Od.10.391: prov. of critical circumstances,ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς Il.10.173
: freq. merely a stronger form of εἶναι, to be in a certain place or state, , etc.; ἑστάτω for ἔστω, S.Aj. 1084; τὰ νῦν ἑστῶτα,= τὰ νῦν, Id.Tr. 1271 (anap.);ἐμοὶ δ' ἄχος ἕστᾱκεν Id.Aj. 200
(lyr.): with Adv., ξυμφορᾶς ἵν' ἕσταμεν, ἵν' ἕστ. χρείας, in what case or need we are, Id.Tr. 1145, OT 1442; ποῦ τύχης ἕστηκεν; Id.Aj. 102; later also ἀδίκως, ὀρθῶς, εὐλαβῶς ἵστασθαι, behave wrongly, etc., Plb.18.3.2, 33.6.3, 18.33.4.2 take up an intellectual attitude,ὡς ἵστασθαι δεῖ περὶ χρημάτων κτήσεως Phld.Oec.p.38J.
; οὐκ ὀρθῶς ἵ. Id.Rh.1.53S.3 in pregnant sense,στῆναι ἐς.. Hdt.9.21
;στ. ἐς δίκην E.IT 962
;στ. παρά τινα Il.24.169
(but οἱ μὴ στάντες παρὰ τὰ δεινά those who did not face the danger, D.H.9.28): c. acc. loci, τί τοῦτ' αἰθερίαν ἕστηκε πέτραν; E.Supp. 987 (lyr.);στῆτε τόνδε τρίβον Id.Or. 1251
:c. acc. cogn., ποίαν μ' ἀνάστασιν δοκεῖς.. στῆναι; S.Ph. 277.II stand still, halt,ἀλλ' ἄγε δὴ στέωμεν Il.11.348
, cf. Od.6.211, 10.97; opp. φεύγω, 6.199, etc.; stand idle, Il.4.243, al.; ἑστάναι to be stationary, opp. κινεῖσθαι, Pl.R. 436c, etc.;κατὰ χώρην ἑστάναι Hdt.4.97
; οὐ μὴν ἐνταῦθ' ἕστηκε τὸ πρᾶγμα does not rest here, D.21.102, cf. 10.36; ἐὰν ἡ κοιλία στῇ if the bowels are constipated, Arist.HA 588a8: c. part.,οὐ στήσεται ἀδικῶν D.10.10
; come to a stop, rest satisfied,ἄν τις ὀρθῶς ἐπιβάλῃ, ἔπειτα σταθῇ Epicur. Fr. 423
;οὐχ ἱστάμενοι Plot.3.1.2
: impers., ἵσταται there is a stop, one comes to a stop, Arist.APr. 43a37, al.;οὐκ ἔστη ἐνταῦθα κακοῖς γενομένοις ἀποθανεῖν Plot.3.2.8
; alsoἵστασθαι μέχρι τοῦ γένους Them.in APo. 55.8
,al.2 metaph., stand firm, X.HG5.2.23;τῇ διανοίᾳ Plb.21.11.3
; of arguments or propositions, hold good, Phld.Rh.1.83, 2.192 S.: part., ἑστηκώς fixed, stable, Arist.GA 776a35, EN 1104a4, Metaph. 1047a15; (Delph., ii B.C.);λογισμὸς ἑστὼς καὶ νουνεχής Plb.3.105.9
;τέχναι οὐκ ἔχουσαι τὸ ἑστηκός, ἀλλὰ τὸ στοχαστικόν Phld.Rh.1.71S.
(so Adv. ἑστηκότως, opp. στοχαστικῶς, ib.70S.), cf. Iamb.Protr.21.κ'; χρεία ἑστηκυῖα καὶ τεταγμένη Plb.6.25.10
; ἑστηκότα θεωρήματα, ἑστηκότες σκοποί, Phld.Rh.1.2S., Po.5.22; of age,ἑστηκυῖα ἡλικία Pl.Lg. 802c
; τιμαὶ ἑστηκυῖαι fixed prices, PTeb.ined.703.177.III to be set up or upright, stand up, rise up,κρημνοὶ ἕστασαν Il.12.55
;ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν 24.359
, cf. A.Th. 564(lyr.), Pl. Ion 535c, etc.;κονίη ἵστατο Il.2.151
;ἵστατο κῦμα 21.240
; of a horse, ἵστασθαι ὀρθός to rear, Hdt.5.111; ἵστασθαι βάθρων from the steps, S.OT 143.2 to be set up, erected, or built,στήλη, ἥ τ' ἐπὶ τύμβῳ ἑστήκῃ Il.17.435
;ἕστακε τροπαῖον A. Th. 954
(lyr.); , etc.; v. supr. A.11.3 generally, arise, begin,ἵστατο νεῖκος Il.13.333
; cf. A. 111.2.4 in marking Time, ἔαρος νέον ἱσταμένοιο when spring is not long begun, Od.19.519; ἕβδομος ἑστήκει μείς the seventh month was begun, Il. 19.117; τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ' ἱσταμένοιο as one month ends and the next begins, Od.14.162, cf. Hes.Op. 780; later μὴν ἱστάμενος, μεσῶν, φθίνων, first in Hdt.6.57, 106, cf. And.1.121, Aeschin.3.67;σχεδὸν ἤδη μεσημβρία ἵσταται Pl.Phdr. 242a
. -
6 ἵστημι
ἵστημι, entst. aus σίστημι, Latein. sisto, Wurzel ΣΤΑ, s. Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 2. Aufl. S. 191. Die transitive Bedeutung " stellen" hat praes., impft., fut. 1., aor. 1. act.; imper. ἵστη Il. 21, 313, καϑίστα 9, 203, wie von ἱστάω; ἱστᾷ Her. 4, 103; κατίστα 6, 43; ἱστᾶν Plat. Crat. 437 b; ἀφιστῴης Xen. Conv. 2, 20; impt. ἵστην, ἵστασκε Od. 19, 574; tut. στήσω; aor. ἔστησα, dazu die 3. Pers. plur. ἔστασαν, ep. für ἔστησαν, Il. 2, 525, Bekk. ἵστατον, Od. 3, 182, 18, 307, Bekk. ἵστασαν, vgl. Spitzner Exc. V zur Il.; Il. 12, 54 ff. ist mit Bekker zu schreiben κρημνοὶ περὶ πᾶσαν ἕστασαν (s. nachher) ἀμφοτέρωϑεν τοὺς ἔστασαν υῖες Ἀχαιῶν, wo Wolf die Spiritus noch umgekehrt vertheilt hat; intrans. sind perf. ἕστηκα u. plusqpf. ἑστήκειν, auch εἱστήκειν, mit Präs.- u. Impft.-Bdtg, ich stehe, ich stand; eben so aor. II. ἔστην, ich trat hin; zum perf. gehören synkopirte Formen, indic. dual. u. plur. ἕστατον, ἕσταμεν, ἕστατε, wofür Il. 4, 243. 246 ἕστητε steht, ἑστᾶσι, conj. ἑστῶ, opt. ἑσταίην, imper. ἕσταϑι, inf. ἑστάναι, ep. ἑστάμεν u. ἑστάμεναι, Hom., partic. ἑστώς, ἑστῶσα, ἑστώς, oder, wie es nach mss. jetzt bei den att. Schriftstellern meist hergestellt ist, ἑστός, gen. ἑστῶτος, ion. ἑστεώς, ep. ἑστηώς, Hes. Th. 519, wie Ap. Rh., bei Hom. gen. ἑσταότος, acc. ἑσταότα, plur. ἑσταότες, plusqpf. ἕστατον, ἑστάτην, ἕσταμεν, ἕστατε, ἕστασαν, was mit der Aoristform ἔστασαν nicht zu verwechseln ist. Vom aor. II. hat Hom. die Iterativformen στάσκον, ες, ε, Il. 3, 217. 18, 160, u. neben ἔστησαν häufiger ἔσταν, στάν, im conj. (statt στῇς, στῇ) στήῃς, στήῃ, 5, 598. 17, 30, plur. στέωμεν für στῶμεν, 22, 231. 11, 348, zweisylbig zu lesen, u. στείομεν, 15, 297, inf. στήμεναι, 17, 167 Od. 5, 414. Med. ἵσταμαι, theils für sich stellen, aufrichten, theils u. bes. in den compp. intr., stehen; fut. στήσομαι, aor. ἐστη-σάμην. Zu ἕστηκα ein fut. in der intrans. Bdtg, ich werde stehen, ἑστήξω, Ar. Lys. 634 Thuc. 3, 37 Plat. Conv. 220 d, auch ἑστήξομαι, Eur. I. A. 675 Xen. Cyr. 6, 2, 17, häufiger bei Sp. Die Form στεῦμαι s. besonders. – In dem Folgdn sind die tempp. nicht geschieden, da der Gebrauch der intransitiven sich überall an den der transitiven anreiht. – Stellen, – 1) im Ggstz zur Bewegung, das Beendigen derselben, das zur Ruhe bringen u. zur Ruhe kommen bezeichnend, still stehen lassen, Halt machen lassen, aufhalten, hemmen; ἵστη δὲ μέγα κῦμα, halt die Wogen an, Il. 21, 313; λαὸν δὲ στῆσον, laß das Volk halten, 6, 433; στῆσαν ἄρ' ἡμιόνους 24, 350, u. öfter ἵππους, νέα; μύλην στήσασα, nachdem sie die Mühle angehalten hatte, Od. 20, 111. So ῥοῦν στῆσαι Plat. Crat. 437 b; τὴν διάῤῥοιαν Arist. H. A. 8, 26; übertr., στήσαντες ἐπὶ τούτων τὴν διήγησιν, dabei innehaltend mit der Erzählung, Pol. 3, 2, 6; τὰ ὄμματα ἔστησεν, er hielt die Augen still, sie waren gebrochen, Plat. Phaed. 118; anders ὀφϑαλμοὶ ἕστασαν Od. 19, 211, sie starrten, standen unbeweglich; so intrans., stehen bleiben, stillstehen, ἔστην δὲ σκοπιὴν ἐς παιπαλόεσσαν ἀνελϑών, ich blieb stehen, nachdem ich hinausgegangen war und stand da, Od. 10, 97. 148, u. so oft, häufig mit Participien von Verbis der Bewegung, στῆ δὲ μάλ' ἐγγὺς ἰών, ἔστη ἐπ' οὐδὸν ἰών, στῆ δ' ἐπὶ τάφρον ἰών, κατεπάλμενος ἀντίος ἔστη, Il. 11, 94, στήτην ἐρχομένω, Od. 17, 261, so daß darin die vorangegangene Bewegung mit zu denken ist, στῆ δ' ἄρ' ὑπὲρ κεφαλῆς, er trat hin u. stand zu Häupten, Il. 2, 20, στῆ δὲ παρὰ Πρίαμον, er trat neben den Priamus hin, 24, 169, εἴ κέ μευ ἄντα στήῃς, 17, 30, μοὶ ἆσσον στῆϑι, tritt näher zu mir, 23, 97, στῆϑ' οὕτως ἐς μέσσον, tritt in die Mitte, Od. 17, 447, ἤλασεν ἄγχι στάς, trat hinzu u. schlug, 3, 449; στῆϑι πλησίον πατρός Soph. Tr. 1065; τί ποτ' αἰϑερίαν ἕστηκε πέτραν; warum ist sie auf den Fels getreten? Eur. Suppl. 987; στὰς εἰς τὸ μέσον Xen. Cyr. 4, 1, 1; – νῶϊ δ' ἔπειτα στῆμεν ἐνὶ προϑύροισιν, wir blieben stehen, Il. 11, 776; 21, 551; στῆτέ μοι ἀμφίπολοι, πόσε φεύγετε, bleibt mir stehen, Od. 6, 199. – Damit ist nicht der Fall zu verwechseln, wo der aor. I. scheinbar intrans. steht in der Bdtg "still halten", "anhalten", denn immer ist aus dem Zusammenhange νέας od. ἵππους zu ergänzen, Od. 7, 4. 19, 188 Il. 11, 348. 22, 231. Häufig so auch aor. I, med. – Den Ggstz hebt Plat. oft hervor, οὔτε ἕστηκεν οὔτε κινεῖται Soph. 250 c, ἑστᾶσί τ' ἅμα καὶ κινοῦνται Rep. IV, 436 d, ὅταν κινούμενον ἵστηται Parmen. 156 c; ἐὰν ἡ κοιλία, τὰ καταμήνια στῇ, zum Stehen kommen, nicht fließen, Arist. H. A. 3, 11. 9, 12. – So auch οὐ στήσεται πάντας ἀνϑρώπους ἀδικῶν, er wird nicht anhalten, nicht aufhören, Unrecht zu thun, Dem. 10, 10; ὡς οὐ στήσεται τοῦτο ἄνευ μεγάλου τινὸς κακοῦ 10, 36, es wird nicht zur Ruhe kommen, beigelegt werden; οὐ μὲν ἐνταῦϑ' ἕστηκε τὸ πρᾶγμα 21, 102; auch Sp., wie ἔστη δὴ οὕτω τὸ δεινόν Hdn. 1, 13, 10. – Hieran reiht sich die Nebenbdtg des müssigen, unthätigen Stehens, Il. 5, 485. 10, 480. – Aber auch = dem Feinde Stand halten, οὐκέτι ἵστανται, ἀλλὰ φεύγουσι Xen. An. 1, 10, 1; 4, 8, 19; οἱ μὴ στάντες παρὰ τὰ δεινά D. Hal. 9, 28, die den Gefahren nicht Trotz bieten. – Uebertr., ὅτι ἵστησιν ἡμῶν ἐπὶ τοῖς πράγμασι τὴν ψυχήν, weil sie den Geist dabei verweilen läßt, darauf hinrichtet, Plat. Crat. 437 a. – 2) stellen, aufrichten, aufrecht hinstellen, Ggstz Liegen oder Sitzen, u. intrans. aufrecht stehen, oft mit ὀρϑός verbunden, ὀρϑῶν δ' ἑσταότων ἀγορὴ γένετ', οὐδέ τις ἔτλη ἵζεσϑαι Il. 18, 246, ἧσται, οὐδ' ὀρϑὸς στῆναι δύναται ποσὶν οὐδὲ νέεσϑαι οἴκαδε, Iros saß, denn er konnte nicht auf den Füßen gerade stehen, noch auch gehen, Od. 18, 240; ὀΐων ὀρϑῶν ἑσταότων 9, 441; πελέκεας ἵστασχ' ἑξείης, stellt der Reihe nach auf, 19, 574. So bes. ἱστὸν στῆσαι u. στήσασϑαι, den Mastbaum im Schiffe aufrichten, um sich zur Fahrt zu rüsten, od. den Webebaum od. Webestuhl aufstellen, um das Gewebe darauf zu beginnen; κρητῆρας στήσασϑαι, Mischkrüge auf-, hinstellen, um das Mahl zu beginnen, Od. 2, 431; τινί, den Mischkrug Einem zu Ehren aufstellen, Il. 6, 528; ἔγχος ἔστησε, stellte die Lanze hin, 15, 126; anders Soph. λόγχας στήσαντ' ἔχετον Ant. 146, vom feindlichen Entgegenstellen, -strecken; Soph. setzt στάντες ἐς ὀρϑόν dem πεσόντες gegenüber, O. R. 51; ib. 143 ist βάϑρων ἵστασϑε nach den Schol. ἀνάστητε ἀπὸ τῶν καϑεδρῶν, erhebt euch von den Stufen; στῆσόν με κἀξίδρυσον O. C. 11; σύ με εἰς ὀρϑὸν ἵστη Eur. Suppl. 1229; eben so ἔγχος μέν ῥ' ἔστησε φέρων πρὸς κίονα μακρήν Od. 1, 127; ὀρϑὸν κρᾶτ' ἔστησαν, sie hielten den Kopf hoch, Eur. Hipp. 1203; vom Pferde ὀρϑὸν οὖς ἵστησιν, spitzt die Ohren, Soph. El. 27; ὥςτε πάντας ὀρϑίας τρίχας στῆσαι O. C. 1621, wir gew. intrans. "das Haar sträubte sich Jedem empor", wie Il. 24, 359 ὀρϑαὶ δὲ τρίχες ἔσταν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν, sie standen aufrecht, starrten empor, vgl. κρημνοὶ ἕστασαν Il. 12, 55; Aesch. τριχὸς δ' ὀρϑίας πλόκαμος ἵσταται Spt. 546; ὀρϑαὶ αἱ τρίχες ἵστανται Plat. Ion 535 c; ἑστὼς ὀρϑός Legg. II, 665 e; Ggstz von κείμενος Prot. 344 c. – Daher auch – a) Denkmäler, Bildsäulen u. dgl. errichten, τρόπαιον u. τρόπαια, das Fluchtod. Siegesdenkmal aufrichten, Soph. Tr. 1092 Plat. Critia. 108 c u. Folgde; τρόπαιον ἱστάναι πολεμίων, über die Feinde, Isocr. 4, 150; τὸ κατ' ἐκείνων ὑπὸ τῶν βαρβάρων σταϑὲν τρόπαιον 5, 148; ἕστᾱκε δ' Ἄτας τρόπαιον ἐν πύλαις Aesch. Spt. 937; auch mit näherer Beziehung auf das Subject τρόπαια στήσασϑαι, Ar. Plut. 453, Xen. Hell. 4, 6, 12 u. A.; – στήλη, ἥ τ' ἐπὶ τύμβῳ ἀνέρος ἑστήκει, die auf dem Grabe errichtet ist, steht, Il. 17, 435; στήλην ἀποϑανόντι στῆσαι D. Cass. 69, 10; μνημεῖον Ar. Equ. 268; ἀνδριάντα, eine Bildsäule errichten, Her. 2, 110; εἰκόνες ἕστασαν ἐκ χρυσοῦ Plat. Critia. 116 e; ἐν τῷ ἱρῷ ἕστηκε λίϑινος, er, d. i. seine Bildsäule von Stein steht, ist errichtet, Her. 2, 141; τὴν πέριξ σφίγγες ἕστασαν 4, 79; σφυρήλατος ἐν Ὀλυμπίᾳ στάϑητι, es soll dir eine metallene Bildsäule errichtet werden, Plat. Phaedr. 236 b; ἱστάναι χαλκοῦς τινάς, ihnen eherne Bildsäulen errichten, Dem. 20, 120. – Auch τεῖχος, eine Mauer errichten, Thuc. 1, 69. – bl χορούς, Chöre aufstellen, zugleich mit der Nebenbdtg des Ordnens, u. dadurch das Fest feiern, Soph. El. 272, Eur. Alc. 1158, Her. 3, 48, der auch eben so sagt τῇ Μητρὶ παννυχίδα, das Nachtfest feiern, 4, 76; κτερίσματα Soph. El. 433; χορόν, ἑορτάν, Pind. P. 9, 113 Ol. 11, 60, Ὀλυμπιάδα Ol. 2, 3. – c) von Soldaten, sie auf stellen, ordnen, τελευταίους τινάς Xen. Cyr. 6, 3,25. So Hom. στίχας ἵστατον, Il. 2, 525, vgl. 16, 199. – Daran reiht sich die Bdtg – 31 hinstellen als Etwas, einsetzen wozu, wozu machen, zunächst – a) τύραννον, zum Herrscher, Soph. O. R. 940; ὃν πόλις στήσει, τοῦδε χρὴ κλύειν Ant. 662; πρὶν ἄν σε τῶν σῶν κύριον στήσω τέκνων O. C. 1045; τὸν ὑπὸ Δαρείου σταϑέντα ὕπαρχον Her. 7, 105; Sp., βασιλέα Δείμαντα στησάμενος D. Hal. 1, 61; βασιλέα σφισὶν ἐστήσαντο D. Cass. 71, 13. Auch φύλακας τούτους στησόμεϑα, Plat. Rep. VI, 484 d. Vgl. das üblichere καϑίστημι. – Aehnlich ἤϑεα καὶ νόμους ἐστήσαντο, richteten sie ein, Her. 7, 35; τὰς σωμάτων ϑεραπείας Pol. 3, 7,6; neben γνῶναι, statuere, D. Hal. 8, 68. – bl erregen, κονίης ὁμίχλην Il. 13, 336, νεφέλας, Wolken aufsteigen lassen, 5, 523 Od. 12, 405. 14, 303; ποδῶν ὑπένερϑε κονίη ἵστατ' ἀειρομένη, Staub stieg auf, sich unter den Füßen erhebend, Il. 2, 151. 23, 366; κῦμα, 21, 240; auch φυλόπιδα στήσειν, den Kampf erheben, beginnen, Od. 11, 314, wie στησάμενοι μάχην 9, 54 u. φύλοπις ἕστηκε, der Kampf erhebt sich, hebt an, Il. 18, 172; φύλοπις, νεῖκος ἵσταται, 13, 333. 18, 172; μάχην Γίγαντες ἔστησαν ϑεοῖς, Eur. Ion 988; πολέμους ἵστασϑαι Her. 7, 9,2; πῇ στήσονται τὸν πόλεμον 7, 236. Aehnlich ἔριν στῆσαι, Zwist erregen, Zank anfangen, Od. 16, 292. 19, 11; ὅτου ποτὲ μῆνιν τοσήνδε πράγματος στήσας ἔχεις Soph. O. R. 699. – Von der Zeit, ἕβδομος ἑστήκει μείς, der siebente Monat hob an, Il. 19, 117, τοῦ μὲν φϑί. νοντος μηνός, τοῦ δ' ἱσταμένοιο, wenn der eine Monat endet u. der andere anhebt, Od. 14, 162. 19, 307; vgl. Hes. O. 782; ἔαρος νέον ἱσταμένοιο Od. 19, 519. Im attischen Kalender hießen die ersten zehn Tage des Monats der μὴν ἱστάμενος, während μὴν μεσῶν die zweite, μὴν φϑίνων die dritte Dekade umfaßt, Her. 6, 106 u. Folgde. – Bes. auch βοήν, Geschrei erheben, Eur. I. T. 1307 Heracl. 129; τίνα βοὴν ἵστης δόμοις Aesch. Ch. 872, wie Antiphan. Ath. X, 450 e; ἰαχάν, κραυγήν, Eur. I. A. 1039 Or. 1529; τίς αὖ παρ' ἄντροις ϑόρυβος ἵσταται βοῆς Soph. Phil. 1263, welch Geschrei erhebt sich. – Uebh. machen, μηδ' ὑπερϑύμως ἄγαν ϑεαὶ βροτῶν στήσητε δύςκηλον χϑόνα Aesch. Eum. 789. – Dah. bei Sp. sich hinstellen, sich benehmen, se gerere, ἀδίκως καὶ ἀγεννῶς Pol. 17, 3,2, εὐλαβῶς 18, 16, 4 u. öfter. – 41 wägen, auf die Wage stellen u. die Wagschale zur Ruhe, ins Gleichgewicht kommen lassen, also an 1) sich anschließend, abwägen, χρυσοῦ δὲ στήσας δέκα τάλαντα Il. 19, 247. 24, 232; ἄποινα, zuwägen, 22, 350; ἔχουσα τρυτάνην ἵστη βόειον δημόν Ar. Vesp. 40; Pax 1215; ἱστᾶσι σταϑμῷ Her. 2, 65; εἴ τις ἱσταίη τιϑεὶς εἰς πλάστιγγας Plat. Tim. 63 b; ἐὰν ἡδέα πρὸς ἡδέα ἱστῇς, abwägen, wie τὸ ἐγγὺς καὶ τὸ πόῤῥω στήσας ἐν τῷ ζυγῷ Prot. 356 b; mit ἀριϑμεῖν καὶ μετρεῖν vrbdn, Xen. Cyr. 8, 2,21 Mem. 1, 1,9. – 5) Die intrans. tempp. u. das med. bezeichnen – a) oft nur das wirkliche Bestehen, Vorhandensein, ein verstärktes εἶναι (vgl. 3), ἁλύει ἐπὶ παντὶ τῷ ἐν χρείᾳ ἱσταμένῳ Soph. Phil. 175, Schol. ἐπὶ παντὶ τῷ ἐν χρείᾳ γιγνομένῳ ἀπορεῖ, in Allem was Noth ist; τόδ' ἐκδιδάσκει καὶ παραλλάσσει φρένας χρηστὰς πρὸς αἰσχρὰ πράγμαϑ' ἵστασϑαι Soph. Ant. 299, sich zum Schlechten hinzuwenden; ἐν ὡραίῳ ἵσταμαι βίῳ Eur. Phoen. 975, wie auch wir sagen "ich stehe in dem Alter"; ἵν' ἕσταμεν χρείας Soph. O. R. 1429, da wir in solcher Lage uns befinden; φρονῶ δὴ ξυμφορᾶς ἵν' ἕσταμεν Tr. 1135; ποῦ σοι τύχης ἕστηκεν Ai. 102; ähnlich ἴσως ἡ τύχη σταίη καλῶς El. 403; – ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς, es steht, ruht auf der Schneide eines Scheermessers, Il. 10, 173. – b) ein Festgestelltsein, eine feste Haltung gewonnen haben; ἡ ἑστηκυῖα καὶ ἔμφρων ἡλικία Plat. Legg. VII, 882 c, wie καϑεστώς, das bestehende, feste, sichere; τὰ νῦν ἑστῶτα Soph. Tr. 1261; ähnlich φιλόνεικον κατὰ τὴν Λακωνικὴν ἑστῶτα πο-λιτείαν Plat. Rep. VIII, 545 a; χρεία ἑστηκυῖα, καὶ τεταγμένη Pol. 6, 25, 11; λογισμὸς ἑστώς 3, 105, 9, vgl. 9, 12, 7; ἔστη τῇ διανοίᾳ 21, 9,3; vgl. 1) am Ende.
-
7 ἵσταμι
ἵστᾱμι (act. and trans. ἵσταντι, ἱστᾶσιν?: aor. 1. ἔστᾶσας, ἔστᾶσεν, στᾶσε, ἔστᾶσαν: aor. 2 intrans. ἔστᾶν, ἔστᾶ, στᾰν; στάντα, στάντες; στᾶμεν, στῆναι?: pf. ἕστᾰσαν; ἑστᾰότ: med. trans. ἱστᾰμεναι: med. and pass. intrans. ἵστᾰμαι, ἵστᾰται: fut. στσομαι: pass. aor. ἐστᾰθη, στᾰθεν; στᾰθείς.)1 trans., make to standa establish (a festival, simm.)Ὀλυμπιάδα δ' ἔστασεν Ἡρακλέης O. 2.3
καὶ πενταετηρίδ' ὅπως ἄρα ἔστασεν ἑορτὰν O. 10.58
ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων I. 7.13
οἵαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2.. ἱστᾶσιν ἄλγος ἐμφανές ( ἢ στάσιν v. l., edd. vulg.) fr. 210. pass.,λύτρον συμφορᾶς οἰκτρᾶς γλυκὺ Τλαπολέμῳ ἵσταται πομπὰ καὶ κρίσις O. 7.78
b stand, arrangeἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορὸν ἐν τέρμασιν αὐτίκ' ἀγῶνος P. 9.114
ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις P. 9.118
med., ἱστάμεναι χορὸν [ταχύ]ποδα παρθένοι arranging themselves in a chorus Pae. 2.99c make to stand τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς set on their feet, restored P. 3.53 met., ἔστασαν ὀρθὰν καρδίαν lifted up their hearts P. 3.96 ἀμπνοὰν δ' ἥρωες ἔστασαν took fresh life P. 4.1992 intrans.,a halt, come to a haltστάσομαι· οὔτοι ἅπασα κερδίωνφαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκές N. 5.16
ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν (ἐπιλαμβάνεται ἑαυτοῦ ὁ Πίνδαρος. μεταφέρων ἀπὸ τῶν πεντάθλων φησίν. Σ.) N. 8.19 καὶ σκοπιαῖσιν [ἄκρ]αις ὀρέων ὕπερ ἔστα sc. Ἀπόλλων fr. 51a. 3. στῆναι μὲν οὐ θέμις (sc. δελφῖνι: στᾶμεν? Pindarice) ?fr. 358.b standδένδρεα θάμβαινε σταθείς O. 3.32
ἀμφὶΠύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν O. 9.31
ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος O. 9.71
σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν P. 4.2
τάχα δ' εὐθὺς ἰὼν σφετέρας ἐστάθη γνώμας ἀταρβάκτοιο πειρώμενος P. 4.84
ἔσταν δ' ἐπ αὐλείαις θύραις ἀνδρὸς φιλοξείνου καλὰ μελπόμενος N. 1.19
ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς N. 1.55
οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ, ὥστ' ἐλινύσοντα ἐργάζεσθαι ἀγάλματ ἐπ αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ N. 5.2
θέσσαντο πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες N. 5.11
τοὶ δ' ἔναντα στάθεν τύμβῳ σχεδὸν N. 10.66
τὸν μὲν ἐν ῥινῷ λέοντος στάντα κελήσατο νεκταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι Ἀμφιτρυωνιάδαν I. 6.37
ὁπότ' Ἀμφιτρύωνος ἐν θυρέτροις σταθεὶς ἄλοχον μετῆλθεν Ἡρακλείοις γοναῖς I. 7.7
ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν I. 8.57
3 fragg. ἀλκαὶ δὲ τεῖχος ἀνδρῶν [ὕψιστον ἵστατ]αι (supp. Bury: γίνεται, ἔσσεται G-H.) Πα. 2. 3. ἱστάμεναι τελ[ Πα. 13a. 14 ]σαισταθεισαι[ Πα. 13c. 2. ]σταθεις ε[ Δ. 4a. 6.4 in tmesis. ὑπὸ κίονες ἕστασαν v.ὑφίσταμι Pae. 8.69
-
8 ἵστημι
ἵστημι, ἱστᾶσι, imp. ἵστη, inf. ἱστάμεναι, ipf. iter. ἵστασκε, 3 pl. ἵστασαν, fut. inf. στήσειν, aor. 1 ἔστησα, στῆσα, aor. 2 ἔστην, στῆν, 3 pl. ἔστησαν, ἔσταν, στάν, iter. στάσκε, subj. στήῃς, στήῃ, 1 pl. στέωμεν, στείομεν, perf. ἕστηκα, du. ἕστατον, 2 pl. ἕστητε, 3 pl. ἑστᾶσι, subj. ἑστήκῃ, imp. ἕσταθι, ἕστατε, inf. ἑστάμεν(αι), part. ἑσταότος, etc., also ἑστεῶτα, etc., plup. 1 pl. ἕσταμεν.—Mid. (and pass.), ἵσταμαι, imp. ἵστασο, ipf. ἵστατο, fut. στήσομαι, aor. 1 στήσαντο, στήσασθαι, -σάμενος, aor. pass. ἐστάθη: I. trans. (pres., ipf., fut., and aor. 1 act.), set in place, set on foot, cause to stand, rise, or stop; of marshalling soldiers, στίχας, λᾶόν, Β , Il. 6.433; causing clouds, waves, to rise, Od. 12.405, Il. 21.313; bringing horses to a standstill, ships to anchor, Il. 5.368, Od. 3.182; metaph., ‘excite,’ ‘rouse,’ battle, strife, Od. 11.314, Od. 16.292; weigh, Il. 19.247, Il. 22.350, Il. 24.232.— Mid. aor. 1 is causative, set up or set on foot for oneself, or something of one's own, κρητῆρα, ἱστόν, met., μάχην, Ζ 528, Il. 1.480, Od. 9.54.—II. intrans. (pass., fut. mid., aor. 2 and perf. and plup. act.), place oneself, come to a stand, rise, perf. and plup., stand; κῦμα ἵσταται, Il. 21.240; ὀφθαλμοὶ ὡσεὶ κέρᾶ ἕστασαν, ‘were fixed,’ Od. 19.211 ; στῆ δ' ὀρθός, ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν, Il. 24.359; met., νεῖκος ἵσταται, ἕβδομος ἑστήκει μείς, ‘had set in,’ Il. 19.117 ; μὴν ἱστάμενος, ‘beginning of the month,’ Od. 14.162, Od. 19.307; of spring, Od. 19.519; aor. pass., ὁ δ' ἐστάθη ἠύτε πέτρη, Od. 17.463.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἵστημι
-
9 ὀρθός
ὀρθός, (ὄρνυμι), grade; – a) grade in die Höhe, aufrecht, gradestehend; στῆ δ' ὀρϑός, Il. 23, 271 u. öfter; οὐδ' ὀρϑὸς στῆναι δύναται ποσίν, Od. 18, 241; ὀρϑὸς ἀναΐξας, 21, 119; auch ὀρϑῶν ἑσταό-των ἀγορή, Il. 18, 246; ὀΐων ἐπεμαίετο νῶτα ὀρϑῶν ἑσταότων, er betastete die Rücken der Schaafe, die nicht mehr lagen, sondern auf ihren Füßen standen, Od. 9, 442; ὀρϑαὶ δὲ τρίχες ἔσταν, Il. 24, 359; vgl. Hes. O. 542; ἄνα δ' ἐπᾶλτ' ὀρϑῷ ποδί, Pind. Ol. 13, 69; ὀρϑὸν ἄντεινεν κάρα, N. 1, 43; ὀρϑαῖς κιόνεσσιν, P. 4, 267; ὀρϑῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ, I. 6, 12, schon übtr., wie noch bestimmter, ἔστασεν ὀρϑούς, P. 3, 53, wie wir sagen: er stellte sie wieder her, brachte sie vom Krankenlager wieder auf die Beine; τίϑησιν ὀρϑὸν ἢ κατηρεφῆ πόδα, Aesch. Eum. 284; ὀρϑὸν αἴρεις κάρα, Ch. 489; ἴππος ὀρϑὸν οὖς ἵστησιν, Soph. El. 27; τὸν δ' ὀρϑὸν ἄνω κίονι δήσας, Ai. 235, vgl. El. 713. 732; übertr., στάντες δ' ἐς ὀρϑὸν καὶ πεσόντες ὕστερον, O. R. 50; εἰς τίν'. ἐλπίδων βλέψασ' ἔτ' ὀρϑήν; El. 947; ἐς ὀρϑὸν ἐκφέρει μαντεύματα, O. C. 1426; δι' ὀρϑῆς τήνδε ναυκληρεῖς πόλιν, glücklich den Staat lenken, Ant. 981; ἀνῇξεν ὀρϑὸς λαός, Eur. Phoen. 1469; ὀρϑὸν κρᾶτ' ἔστησαν, Hipp. 1203, öfter; κυρβασίας εἰς ὀξὺ ἀπιγμένας ὀρϑὰς εἶχον, Her. 7, 64, vgl. 2, 51; von Gebäuden, stehend, im Ggstz des Niedergerissenen, νομίζοντες ἀδικεῖσϑαι τοῦ Πανάκτου τῇ καϑαιρέσει ὃ ἔδει ὀρϑὸν παραδοῦναι, Thuc. 5, 42; ὀρϑὸς ἑστηκώς, Plat. Men. 93 d u. öfter; übertr., ὀρϑὴ ἂν ἡμῶν ἡ πόλις ἦν καὶ οὐκ ἂν ἔπεσε τὸ τοιοῦτον πτῶμα, Lach. 181 b; ὀρϑὴ πάλη, = ὀρϑοπάλη, Legg. VII, 796 a; ἀ ναβλέπειν ὀρϑοῖς ὄμμασιν, Xen. Hell. 7, 1, 20; Sp., ὀρϑότεραι προςερειδόμεναι κλίμακες, steiler, Pol. 9, 19, 7. – b) in grader Richtung fortgehend, in grader Linie; ὀρϑὸς ἀντ' ἠελίοιο τετραμμένος, der Sonne grade gegenüber, Hes. O. 729; im Ggstz des Krummen, Schiefen, κέλευϑος, Pind. P. 11, 39; ὀρϑὴν κελεύεις, gradeaus, Ar. Av. 1; βοῦς ὑπὸ σμικρᾶς μάστιγος ὀρϑὸς εἰς ὁδὸν πορεύεται, Soph. Ai. 1233; ὀρϑὴν παρ' οἶμον, Eur. Alc. 838; ἐπορεύετο ὀρϑόν, Plat. Conv. 190 a; γωνία, rechter Winkel, Tim. 53 d; Mathem. – Bei den Gramm. ist ἡ ὀρϑή, sc. πτῶσις, casus rectus, der Nominativ. – c) recht, richtig, wahr; ἄγγελος, Pind. Ol. 6, 90; ἀγγελία, P. 4, 279; νόος, φρήν, 10, 68 Ol. 8, 24; ἔστασαν ὀρϑὰν καρδίαν, P. 3, 96; auch ὀρϑὰν φυλάσσοισιν Τένεδον, in gutem Zustande, N. 11, 5; μάρτυρες, Aesch. Eum. 308; μόνοι δ' ἐμμένοντες ὀρϑῷ νόμῳ, Soph. Ai. 343; ὀρϑὰ μαρτυρεῖν, 347; κἀξ ὀρϑῆς φρενός, 528, öfter; ὀρϑὰ νοεῦντες, Her. 8, 3; ὀρϑῷ λόγῳ πατήρ, in Wahrheit, 6, 68; ὀρϑὸς λόγος Plat. Phaed. 73 a u. A.; ὁ ὀρϑὸς νομοϑέτης, Plat. Legg. II, 660 a; ὀρϑὴ γὰρ ἡ παροιμία, Soph. 231 c; κατ' ὀρϑόν, recht, richtig, Tim. 44 b; ἐν τῇ κατ' ὀρϑὸν χρείᾳ, Legg. II, 652 a; τὸ ὀρϑότατόν ἐστιν ἀμφοτέρων μετασχεῖν, Gorg. 485 a; Sp. – Aber auch = aufgeregt, gespannt; Ἑλλὰς πᾶσα ὀρϑὴ ἐφ' οἷς σὺ τυγχάνεις εἰςηγούμενος, Isocr. 5, 70, vgl. 16, 7; διὰ φόβον, D. Sic. 16, 84; ὀρϑοὶ καὶ μετέωροι ταῖς διανοίαις, Pol. 28, 15, 11; καὶ περίφοβος ἦν ἡ πόλις, 3, 112, 6; ἐν ὀρϑῷ κεῖται ἡ βασιλεία αὐτῷ, gut stehen, 31, 15, 1; – μανία, der rechte, wirkliche Wahnsinn, Ael. H. A. 11, 32. – Adv., ὀρϑῶς φρονεῖν, recht, richtig, Aesch. Prom. 1002, καὶ ἐνδίκως, Spt. 387, φράσαι, Ch. 519, μάϑ' ὡς ὀρϑῶς ἐρῶ, Eum. 627, wie ὀρϑῶς ἔλεξας Soph. Phil. 341; φρονεῖν, O. R. 650; auch εἰς ὀρϑὸν φρονεῖν, frg. 543, was bei B. A. 92 καλῶς φρονεῖν erklärt ist, wofür Eur. ὀρϑὰ φρονεῖν sagt, Med. 1129, neben häufigem Gebrauch des adv.; Plat. oft, bes. auch in Antworten, ganz recht, richtig, Prot. 359 e u. sonst; auch οἱ ὀρϑῶς φιλομαϑεῖς, auf rechte Weise, Phaed. 67 b; ὁ ὀρϑῶς κυβερνήτης, Rep. I, 341 c; ὀρϑῶς λογίζεσϑαι, richtig erwägen, Xen. Cyr. 2, 2, 14 u. Sp.; ὀρϑῶς ἵσταντο, Pol. 23, 12, 3.
-
10 ἄλις
ἄλις (vgl. ἁλής), schaarenweis, in Menge, hinreichend, genug; Hom. oft, ohne Einfluß auf die Construction; von Bienen αἱ μέν τ' ἔνϑα ἅλις πεποτήαται Il. 2, 90, ἀμφὶ δέ μιν γαλόῳ τε καὶ εἰνατέρες ἅλις ἔσταν 22, 473, περὶ Τρωαὶ ἅλις ἦσαν 3, 384, ἦ οὐχ ἅλις ἧμιν ἀλήμονές εἰσι καὶ ἄλλοι Od. 17, 376, ἅλις ἀναβέβρυχεν ὕδωρ Il. 17, 54, ἅλις χέραδος περιχεύας, μυρἴον Iliad. 21, 319, νῆα ἅλις χρυσοῦ καὶ χαλκοῦ νηησάσϑω (νηήσασϑαι) Iliad. 9, 137. 279, σῖτον ἔδωκεν ἅλις Od. 7, 295, ἣ ἅλις κέχυτο (κόπρος) 17, 298, ὅϑι ἔκειτο ἅλις εὐῶδες ἔλαιον Od. 2, 339, χρυσόν τε ἅλις ἐσϑῆτά τε δόντες Od. 5, 38. 23, 341 vgl. 13, 136, δεῖπνον ἐνὶ μεγάροις τετυκεῖν ἅλις ἔνδον ἐόντων Od. 15, 77. 94, μή οἱ χρήματ' ἔπειτα ἅλις ϑυμηδέ' ἔδωμεν Od. 16, 389, πλοῠτος δὲ καὶ εἰρήνη ἅλις ἔστω Od. 24, 486; ἦ οὐχ ἅλις ὅτι, ist's nicht genug, daß, Il. 5, 349. 23, 670; ὡς 17, 450 Od. 2, 312; ἅλις δέ οἱ Iliad. 9, 376. – Nach Homer wird es theils mit dem genit. eines substant. verbunden, Aesch. Ag. 1641 Eum. 645 Soph. O. C. 1020 Eur. Phoen. 1749, auch in Prosa, ἅλις ἐστί μοί τινος Her. 9, 27; vgl. Eur. Cycl. 248; Luc. Bis acc. 12; Plat. Polit. 287 a; bes. Sp.; theils wird es absolut gebraucht, so daß es zu einem subst. tritt, Soph. ἅλις πόνος τούτοις, die Mühe ist genug, sie haben genug Mühe, Phil. 880, ἅλις ἡ παροῦσα λύπη Tr. 331; oder ein acc. c. inf. steht dabei, ἅλις Ἀργείοις Καδμείους εἰς χεῖρας ἐλϑεῖν, es reicht hin, daß die Kadmeer mit den Argivern kämpfen, Aesch. Spt. 661; ἅλις ἐμοὶ αὐτοῦ μένειν Soph. O. R. 686; ἅλις δὲ κλαίειν τοὐμὸν ἦν ἐμοὶ κακόν Eur. Alc. 1031; oder ein partic., ἅλις νοσοῠσ' ἐγώ, es ist genug, daß ich krank bin, Soph. O. R. 1061; vgl. Eur. Herc. Fur. 1324 u. Arist. Nic. Eth. 10, 11 ἅλις ἐγὼ δυςτυχῶν; πρεσβεύοντες ἅλις εἶχον, d. i. sie waren es müde, Pol. 5, 68, 1. Ganz allein: ἅλις, genug davon, Soph. Ai. 1381; εἰς ἅλις, zur Genüge, Theocr. 25, 17.
-
11 ἐν-αντίος
ἐν-αντίος, α, ον, geg enüb er; – a) eigtl. mit zugewandtem Gesicht, wie Eustath. oft erkl. ἀντιπρόςωπος, zugewendet; so bei ἧσϑαι, ὁρμᾶσϑαι, ἐλϑεῖν, Il. 9, 190. 5, 12. 6, 251; αὐτῷ δ' οὔπω φαίνετ' ἐναντίη, von Angesicht zu Angesicht, Od. 6, 329; auch von Sachen, ἀκταὶ ἐν. ἀλλήλῃσιν προὔχουσιν 10, 89; in entgegengesetzter Richtung, ἐναντίοι ἀλλήλοισιν ὀγμὸν ἐλαύνουσιν Il. 11, 67. So überall auch in Prosa; δύο ἅμαξαι ἐναντίαι ἀλλήλαις τοὺς λίϑους ἐπῆγον Thuc. 1, 93; τοῖς προςώποις ἐναντίοις κειμένοις Plat. Conv. 190 a. Dah. – b) feindlich gegenüberstehend; in dieser Bdtg bei Hom. mit dem gen., ἐναντίοι ἔσταν Ἀχαιῶν Il. 5, 497; Ἕκτορος ἦλϑ' ἐν. Soph. Ai. 1285; τινί, Eur. Suppl. 856; Xen. An. 3, 2, 10; τὸ ἐναντίον στρατόπεδον Plat. Lach. 193 a; ὧν ἐναντίον ἀπέδωκε Dem. 27, 21; Lys. 17, 2 u. öfter; ὁ ἐναντίος, der Gegner, Aesch. Spt. 357 Eum. 746; Soph. El. 986; Thuc. 4, 64; Plat. Rep. V, 471 b. – c) übh. entgegengesetzt; δίκαια καὶ τἀναντία Soph. Ant. 663; τινί u. τινός, Plat. Crat. 413 e; Rep. III, 394 b; τἀναντία τῶν συμφερόντων συμβουλεύειν Dem. 19, 8; oft τοὐναντίον, das Gegentheil, ἐκείνῳ τούτου Plat. Phil. 39 e; Lys. 215 e; ἐπὶ τοὐναντίον ἕλκειν, auf die entgegengesetzte Seite, Phaed. 94 b; πάντα τἀναντία συμβαίνει ἤ Xen. Mem. 3, 12, 4. – Sehr gew. von Hom. an ist ἐναντίον adverb. gebraucht, in den verschiedenen Bdtgn; εἰς ὦπα ἰδέσϑαι ἐναντίον Od. 23, 107; προςβλέπειν ἐν. Eur. Hec. 968; ἐναντίον ἵστασ' ἐμεῖο Il. 13, 448, vgl. Od. 17, 544; ἐναντίον φίλων ἐλϑεῖν Pind. frg. 253; ὀνειδίζεις με τῶνδ' ἐναντίον Soph. O. C. 1006, vor diesen; wie ἐναντίον ἁπάντων λέγειν Thuc. 6, 25, ἐναντίον Σωκράτους εἶπε Plat. Crat. 427 d; vgl. Is. 1, 11; ὅρκον τίϑεσϑαι ἐν. Διός Pol. 7, 9, 2; – τοὐναντίον, im Gegentheil, Xen. Cyr. 8, 4, 9 u. öfter; bes. Plat., der auch ἐναντίον ἤ, Legg. XII, 966 a (vgl. Ar. Plut. 14 Her. 1, 22), u. ἐν. καί, Rep. VIII, 567 d Legg. XII, 967 a vrbdt, Eben so adverb. gebraucht ἐξ ἐναντίας, Her. 8, 7 Thuc. 4, 33 u. Folgende; ἐκ τῶν ἐναντίων, Pol. 5, 9, 9; κατὰ τἀναντία, Plat. Tim. 39 a; οἱ ἐκ τοῠ ἐναντίου, die Gegenüberstehenden, Xen. Hell. 4, 5, 15, im Ggstz von οἱ ἐκ πλαγίου. – Seltner ἐναντίως, auf entgegengesetzte Weise, Plat. Phaed. 84 a u. Folgde; ἐναντίως ἔχειν Plat. Euthyd. 278 a; τοῖς ἐναντίως ἢ ὡς ἀνδραπόδοις τραφεῖ. σιν Theaet. 175 d.
-
12 ελελιζω
I[ἐλελεῦ]1) издавать боевой клич(τῷ Ἐνυαλίῳ Xen.)
2) поднимать горестный клик, вопить(τάλαιν΄ ὡς, med. Ἑλένα ἐλελιζομένα Eur.)
ἐλελίζεσθαί τινα Arph. — горько оплакивать кого-л.II[ἕλιξ] (impf. ἐλέλιζον, aor. ἐλέλιξα; aor. pass. ἐλελίχθην)1) трясти, потрясать, колебать(Ὄλυμπον Hom.)
ἐλελίξαι ἀστεροπάν Pind. — метнуть с размаху молнию;ἐ. φόρμιγγα Pind. — бряцать на форминге;pass. — сотрясаться, дрожать (ἐλελίχθη γυῖα, sc. Ἀνδρομάχης Hom.) или развеваться (πέπλος ἐλελίζετο HH.)2) кружить, вращать(ἥ ναῦς ἐλελίχθη Hom.)
ἔγχος μάλ΄ αἰεὴ ἐλέλικτο Hom. — (в руках у Несторида) копье все время поворачивалось в разные стороны;οἱ δ΄ ἐλελίχθησαν καὴ ἐναντίοι ἔσταν Ἀχαιῶν Hom. — (троянцы) повернулись и стали лицом к лицу с ахейцами3) обращать в бегство(τινά Hom.)
4) med. извиваться, обвиватьсяτέν ἐλελιξάμενος πτέρυγος λάβεν Hom. — извившись, змей схватил ее (т.е. птицу) за крыло
-
13 ιστημι
тж. med. (fut. στήσω - дор. στᾱσῶ, impf. ἵστην, aor. 1 ἔστησα - дор. ἔστᾱσα и στᾶσα, Anth. тж. ἕστᾰσα; conjct.: praes.- impf. ἱστῶ, aor. 2 στῶ; opt.: praes.- impf. ἱσταίην, aor. 2 σταίην; imper.: praes. ἵστη, aor. 2 στῆθι; praes.- impf. inf. ἱστάναι; part. praes.- impf. ἱστάς; med.: praes. ἵστᾰμαι, fut. στήσομαι, impf. ἱστάμην, aor. 1 ἐστησάμην, pf. ἕσταμαι; praes.- impf. conjct. ἱστῶμαι; praes.- impf. opt. ἱσταίμην; imper. praes. ἵστᾰσο; inf. praes.- impf. ἵστασθαι; part. praes.- impf. ἱστάμενος; pass.: fut. 1 σταθήσομαι, aor. 1 ἐστάθην; adj. verb. στατός; только для неперех. знач.: fut. 3 ἑστήξω и ἑστήξομαι, aor. 2 ἔστην - дор. ἔστᾱν, эп. στῆν, pf. ἕστηκα - дор. ἕστᾱκα, 1 л. pl. ἕστᾰμεν, ppf. ἑστήκειν и εἱστήκειν - 3 л. pl. ἑστήκεσαν и ἕστᾰσαν; conjct. ἑοτῶ, opt. ἑσταίην, imper. ἕστᾰθι - эол.-дор. στᾶθι, inf. ἑστάναι и ἑστηκέναι, part. ἑστώς, ῶσα, ώς ( или ός) и ἑστηκώς, υῖα, ός)1) ставить, расставлять(πελέκεας ἑξείης, δρυόχους ὥς, δώδεκα, med. κρητῆρας Hom.)
2) ставить, укреплять, подпирать3) ставить, помещать размещать(πεζοὺς ἐξόπιθε Hom.; τὰς ἀγέλας πλησίον τινός Xen.; τὰ μὲν ἐκ δεξιῶν, τὰ δὲ ἐξ εὐωνύμων NT.)
τελευταίους στῆσαι τοὺς ἐπὴ πᾶσι Xen. — расположить резервы в тылу4) выставлять вперед, устремлять(λόγχας καθ΄ αὐτοῖν Soph.)
5) ставить, воздвигать(τρόπαιον Soph., Isocr., Plat., med. Xen., Arph.; ἀνδριάντα Her.; μνημεῖον ἀνδρείας τινὸς χάριν Arph.)
ἄξιος σταθῆναι χαλκοῦς Arst. — достойный, чтобы ему воздвигли медную статую;ἱστὸν στήσασθαι Hom. — водрузить мачту6) возводить, строить(τὰ μακρὰ στῆσαι τείχη Thuc.)
7) ставить на весы, взвешивать(χρυσοῦ δέκα τάλαντα Hom.; τὰ χρήματα ἀριθμεῖν, μετρεῖν καὴ ἱ. Xen.; μεγάλα βάρη Arst.)
ἐπὴ τὸ ἱστάναι ἐλθεῖν Plat. — прибегнуть к взвешиванию8) становиться(ἄντα τινός, παρά τινα Hom.)
ἀλλά μοι ἆσσον στῆθι Hom. — подойди же ко мне;στὰς εἰς τὸ μέσον Xen. — выйдя на середину (лагеря);στῆσαι ἐς δίκην Eur. — (пред)стать перед судом9) стоять, опираться, покоиться10) стоять, вздыматься, выситься(στήλη ἐπὴ τύμβῳ ἑστήκει Hom.)
κρημνοὴ ἕστασαν ἀμφοτέρωθεν Hom. — кругом возвышались кручи11) подниматьἱ. μέγα κῦμα Hom. — (о реке) вздымать высокие волны, сильно волноваться;
ὀρθὸν οὖς ἵ. Soph. — настораживать уши;ὀρθὸν κρᾶτα στῆσαι Eur. — поднять голову;ἵστασθαι βάθρων Soph. — вставать со своих мест;κονίης ὀμίχλην ἱ. Hom. — взбивать тучу пыли;κονίη ἵστατο ἀειρομένη Hom. — пыль поднималась столбом;ἀλγήσας ἵσταται ὀρθὸς ὅ ἵππος Her. — от боли конь поднялся на дыбы;δοῦρα ἐν γαίῃ ἵσταντο Hom. — копья торчали из земли;ὀρθαὴ αἱ τρίχες ἵστανται ὑπὸ τοῦ φόβου Plat. — волосы становятся дыбом от страха12) поднимать, возбуждать(φυλόπιδα Hom.; μῆνιν Soph.)
ἵστατο νεῖκος Hom. — возник спор;πολέμους ἵστασθαι Her. — вести войны;στᾶσαι ὀρθὰν καρδίαν Pind. — воспрянуть духом13) поднимать, испускать(βοήν Aesch., Eur.; κραυγήν Eur.)
τίς θόρυβος ἵσταται βοῆς ; Soph. — что это за крики раздаются?14) med. держаться, вести себя15) останавливать, задерживать(ἡμιόνους τε καὴ ἵππους Hom.; τέν φάλαγγα Xen.; τὸν ῥοῦν Plat.; αἱ ἐναντίαι κινήσεις ἱστᾶσι ἀλλήλας Arst.; ὅ τῆς γενέσεως ποταμὸς οὔ ποτε στήσεται Plut.)
ἵ. τέν ψυχέν ἐπί τινι Plat. — останавливать свое внимание на чем-л.;ἐπί τινος τὸν λόγον ἱ. Sext. — остановиться на каком-л. вопросе (ср. 19);στῆσαι ἐπί τινος τέν διήγησιν Polyb. — закончить на чем-л. свое повествование;16) переставать, прекращать17) сдерживать, подавлять(τοῦ θανάτου τὸ δέος Plut.)
18) останавливатьсяἄγε στέωμεν Hom. — давай остановимся;
τοῦτο ἀνάγκη στῆναι Arst. — здесь необходимо остановиться19) устанавливать, учреждать или вводить, устраивать(χορούς Her., Soph.; ἑορτάν Pind.; med.: ἀγῶνα HH.; ἤθεά τε καὴ νόμους Her.)
ἀγορέ δέκα ἡμερέων οὐκ ἵσταται Her. — в течение десяти дней рынок бездействует;ἐπὴ τούτου προτέρου στήσομεν τὸν λόγον Sext. — с этого мы начнем свою речь (ср. 15);ἐπὴ στόματος δύο μαρτύρων καὴ τριῶν σταθήσεται πᾶν ῥῆμα NT. — на основании показаний двух или трех свидетелей (да) будет решено любое дело20) совершать, справлять(κτερίσματα Soph.; τῇ Μητρὴ παννυχίδα Her.)
21) превращать, делать(στῇσαι δύσκηλον χθόνα Aesch.)
22) назначать, провозглашать(τινὰ βασιλέα, ὅ ὑπὸ Δαρείου σταθεὴς ὕπαρχος Her.; τινὰ τύραννον Soph., med. Alcaeus ap. Arst.)
23) назначать, определять(ἡμέραν NT.)
τριάκοντα ἀργύρια ἱ. τινί NT. — предложить кому-л. тридцать серебренников24) med. начинаться, наступатьἔαρος ἱσταμένοιο Hom., Hes. — с наступлением весны;
ἦν ἱσταμένου τοῦ μηνὸς εἰνάτη Her. — был девятый день нового месяца25) находиться в покое, быть неподвижнымτίφθ΄ οὕτως ἕστητε τεθηπότες ; Hom. — отчего вы (словно) оцепенели?;κατὰ χώρην ἱ. Her. — оставаться на (своем) месте26) оказывать сопротивление, противиться(πρὸς οὐ δικαίους Thuc.; αὐξομένῳ τῷ Δημητρίῳ Plut.)
οἱ πολέμιοι οὐκέτι ἔστησαν, ἀλλὰ φυγῇ ἄλλος ἄλλῃ ἐτράπετο Xen. — противники не устояли, а побежали врассыпную27) быть устойчивым, твердым(οὐδὲν ἑστηκὸς ἔχειν Arst.; λόγος μεθοδικὸς καὴ ἑστώς Polyb.)
ἑστηκυῖα ἡλικία Plat. — устоявшийся, т.е. зрелый возраст;ἄνεμος κατὰ βορέαν ἑστηκώς Thuc. — ветер, постоянно дувший с севера28) (= усил. εἶναι См. ειναι) находиться, пребывать, бытьτὰ νῦν ἑστῶτα Soph. — нынешние обстоятельства;
ἐν ὡραίῳ ἕσταμεν βίῳ Eur. — я достиг зрелого возраста;οἱ ἑστῶτες εἶπον NT. — находившиеся (там люди) сказали;ξυμφορά, ἵν΄ ἕσταμεν Soph. — беда, в которую мы попали;ἐπὴ ξυροῦ ἱ. ἀκμῆς погов. Hom. etc. — находиться на острие бритвы, т.е. в критическом положении -
14 ορθος
лак. ὀρσός 31) прямо стоящий, вставший, поднявшийсяστῆ δ΄ ὀ. Hom. — он встал;
(ὅ ἵππος) ἵσταται ὀ. Her. — конь поднялся на дыбы;ὀρθαὴ τρίχες ἔσταν Hom. — волосы встали дыбом;ὀρθὸν αἴρειν κάρα Aesch. — (высоко) поднять голову;ὀρθὸν οὖς ἱστάναι Soph. — настораживать ухо;ὀρθῶν ἑσταότων ἀγορή Hom. — совещание, проведенное стоя;κλίμακες ὀρθότεραι προσερειδόμεναι Polyb. — лестницы, слишком круто приставленные;κυρβασίαι ὀρθαί Her. — прямые, т.е. высокие шапки;ὀρθὸν πόδα τιθέναι Aesch. — величественно шествовать2) прямолинейный, прямой(βέλος Aesch.; sc. ὁδός Arph.)
ὀρθέ γωνία Plat. — прямой угол;ὀ. ἀντ΄ ἠελίοιο τετραμμένος Hes. — повернувшись прямо к солнцу, прямо против солнца;ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν и ὀρθοῖς ὄμμασιν Soph. — глядя прямо, т.е. со спокойным взором3) целый, исправный, неповрежденный, невредимый(ὀρθὸν ἀποδοῦναι или παραδοῦναί τι Thuc.)
ὀρθὸν στῆσαί τινα Pind. — сохранить (спасти) кого-л.4) верный, правдивый, правильный, справедливый(ἀγγελία Pind.; μάρτυρες Aesch.)
ἐξ ὀρθῆς φρενός Soph. — от чистого сердца;ὀρθῷ λόγῳ Her. — по правде говоря5) истинный, подлинный, настоящий(πολιτείαι Arst.)
6) твердый, непреклонныйὀρθοὴ τὰς ψυχάς Plat. — твердые духом
7) настороженный, возбужденный, встревоженный, взволнованный(διὰ τὸν φόβον Diod.)
ὀρθέ καὴ περίφοβος ἦν ἥ πόλις Polyb. — город был взволнован и перепуган - см. тж. ὀρθά, ὀρθή и ὀρθόν -
15 σταν
-
16 χοιρας
I(πέτραι Pind., Anth.)
II- άδος ἥ1) подводная скала, утес(ἀκταὴ χοιράδες τε Aesch.; σκόπελοι καὴ χοιράδες Her.)
2) бугор, опухоль, увеличенная железаχοιράδων τὸν τράχηλον περίπλεως Plut. — с шеей, бугристой от опухших желез
-
17 ἀνήρ
ᾰνήρ (ἀνήρ, ἀνδρός, ἀνδρί, ἄνδρα; ἄνδρες, ἀνδρῶν, ἄνδρεσσι, ἀνδράσι(ν): ἆνέρι, ἆνέρα; ἆνέρες, ἆνέρων)1 man1 man in his prime.aπαίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν O. 1.17
ἀγῶνα νέμειν ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ —διφρηλασίας O. 3.37
“ φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ” O. 4.26ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.10
ἀνδράσιν αἰχματαῖσι πλέκων ποικίλον ὕμνον (τῷ τε Ἁγησίᾳ καὶ τοῖς τούτου προγόνοις. Σ.) O. 6.86ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν O. 7.8
τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου O. 8.58
Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν, παῖς δ ἐν Ἀθάναις O. 9.88
νέων οὐλίαις αἰχμαῖσιν ἀνδρῶν O. 13.23
ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον (Hermann: ἀνδράσι codd.) P. 2.65 “ ἀνδρὸς αἰδοίου” P. 4.29δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων P. 5.22
δέκονται θυσίαισιν ἄνδρες οἰχνέοντές σφε δωροφόροι P. 5.86
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.107
ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα (i. e. husband) P. 9.118Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα P. 10.6
κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν N. 1.33
ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι N. 3.72
ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.49
νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις N. 9.12
ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18
ἐντί τοι φίλιπποί τ' αὐτόθι ἄνδρες N. 9.33
ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας N. 9.38
ἐν Κέῳ ἀμφιρύτᾳ σὺν ποντίοις ἀνδράσιν I. 1.9
τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.17
ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ I. 5.50
θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου I. 6.1
περικτίονας ἐνίκασε ἄνδρας I. 8.65
κεἴ μοί τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4. Σπαρτῶν ἱερὸν γένος ἀνδρῶν fr. 29. 2.ἀλκαὶ δὲ τεῖχος ἀνδρῶν [ὕψιστον ἵστατ]αι Pae. 2.37
χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν Pae. 2.57
ψοφὸν ἀιὼν Κασταλίας ὀρφανὸν ἀνδρῶν χορεύσιος ἦλθον Pae. 6.9
Ἀλαλά ᾇ θύεται ἄνδρες ὑπὲρ πόλιος fr. 78. 3. ( ψυχὰς) ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ fr. 133. 5. πέφνε δὲ τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας fr. 135. νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί fr. 199. 2. ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες (fort. non omnia haec sunt Pindari, nott. Wil.) fr. 210. νικώμενοι γὰρ ἄνδρες ἀγρυξίᾳ δέδενται fr. 229.ὦ Συράκοσαι, ἀνδρῶν ἵππων τε σιδαροχαρμᾶν δαιμόνιαι τροφοί P. 2.2
ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ P. 5.64
ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικὸς Παρθ. 2. 3. ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι (oxymoron intell. Schr.) fr. 203. 1.b specifically, men or heroes τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ Hagesias O. 6.18 ἵκωμαί τε πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος Iamidai O. 6.24 εὐθυμάχαν πελώριον ἄνδρα Diagoras O. 7.15 τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν ἄνδρα τε Diagoras O. 7.89 ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν Epharmostos O. 9.13 ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι Opous O. 9.65 ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν Hieron P. 1.42 ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον Ixion P. 2.29 ἄιδρις ἀνήρ (Ixion = ἥρως v. 31) P. 2.37 σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν Arkesilas P. 4.1 ἀνὴρ ἔκπαγλος Jason P. 4.79 ἀνὴρ συγγενέσιν παρεκοινᾶθ Jason P. 4.132 γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν Jason P. 4.123 δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες Euphamos and Periklymenos P. 4.173Ζήταν Κάλαίν τε ἄνδρας πτεροῖσιν νῶτα πεφρίκοντας P. 4.182
βιατὰς ἀνὴρ Jason P. 4.236 καρτερὸν ἄνδρα Jason P. 4.239 ἄνδρα κεῖνον ἐπαινέοντι συνετοί Arkesilas P. 5.107 ὁ θεῖος ἀνὴρ Antilochos P. 6.38Τελεσικράτη γεγωνεῖν ὄλβιον ἄνδρα διωξίππου στεφάνωμα Κυράνας P. 9.4
ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον Hyperboreans P. 10.46 ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο Perseus P. 12.18 ἔσταν δ' ἐπ αὐλείαις θύραις ἀνδρὸς φιλοξείνου Chromios N. 1.20 καὶ ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον Timodemos N. 2.3 καί τις ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν Peleus and Telamon N. 5.15 φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον Thearion? N. 7.62 ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν Aristagoras N. 11.11 τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν Herodotos I. 1.34 εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων Xenokrates I. 2.17 ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν υἱὸς Ἀλκμήνας Herakles v. Fraenkel on Agam. 719. I. 4.53 λευκωθεὶς κάρα μύρτοῖς ὅδ' ἀνὴρ Melissos I. 4.70 κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου ἐφετμαῖς Lampon I. 6.18 “ λίσσομαι παῖδα θρασύν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι” Telamon I. 6.46 φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν Lampon ( ἀνδράσιν ἀεθληταῖσιν coni. Heyne) I. 6.72 “ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ” Paris. Πα. 8A. 19. ] τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνεκεν μερίμνας σώφρονος Aioladas and Pagondas. Παρθ. 2.. Πολυμνάστου Κολοφωνίου ἀνδρός fr. 188.2 generally = ἄνθρωπος.aῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἐς ἄνδρας ἔβαν O. 2.34
αἵ γε μὲν ἀνδρῶν κυλίνδοντ' ἐλπίδες O. 12.5
ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105
τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28
λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών P. 8.97
καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ ( ἀνδρῶν cum τινα Σ: “ ἀνδρῶν γιγάντων intellego” Schr.: v. Radt, Mnem., 1966, 169f.) N. 1.65 ( ἄρουραι) βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν (Hermann: ἄνδρεσσιν codd.) N. 6.10παροιχομένων γὰρ ἀνέρων ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.29
τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.24
ἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41
ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος N. 11.38
“ χρήματα χρήματ' ἀνήρ” I. 2.11εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον I. 3.1
ἀνδρῶν δ' ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγχει (i. e. τῶν προγόνων) I. 3.13 οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀν-δρῶν I. 5.57
δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14
τυφλα[ὶ γὰ]ρ ἀνδρῶν φρένες, ὅστις Πα. 7B. 18.ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν Pae. 9.4
ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος Pae. 9.20
ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν (v. l. ἀνθρώπων) fr. 213. 3. σφετέραν δ' αἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 3.b contrasted with the godsἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35
εἰ δὲ δή τιν' ἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ ἐτίμασαν O. 1.54
εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λαθέμεν O. 1.64
προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος O. 1.66
τίνα θεόν, τίν' ἥρωα, τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς O. 8.8
ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28
τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν O. 9.110
cf. O. 10.22, O. 11.10τάμἰ ἀνδράσι πλούτου O. 13.7
πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι O. 13.16
οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43
( Χίρωνα)νόον ἔχοντ' ἀνδρῶν φίλον P. 3.5
“ θεῷ ἀνέρι εἰδομένῳ” P. 4.21 μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής sc. Battos P. 5.94Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων P. 5.123
τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται· δαίμων δὲ παρίσχει P. 8.76
θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον ἀνδράσι χάρμα φίλοις P. 9.64
θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ· εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς, ὃς P. 10.22
ἀθάνατων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ P. 12.4
κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9
ἓν ἀνδρῶν, ἓν θεῶν γένος N. 6.1
μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι (sc. Διόσκουροι).καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος N. 10.54
κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν I. 5.11
ἴσον μὲν θεὸν ἄνδρα τε φίλον (< θεῷ> supp. Heyne: sc. ὑποτρέσαι) fr. 224. ὁπόταν θεὸς ἀνδρὶ χάρμα πέμψῃ fr. 225. ]Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 5.3 generally, a man, anyone ὁ μὰνπλοῦτος ἐτυμώτατον ἀνδρὶ φέγγος O. 2.56
αὐδάσομαι τεκεῖν μή τιν' πόλιν ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν O. 2.93
τοῦτο δ' ἀμάχανον εὑρεῖν, ὅτι φέρτατον ἀνδρὶ τυχεῖν O. 7.26
κεῖνος ἂν εἴποι τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει O. 8.63
Ἀίδα τοι λάθεται ἄρμενα πράξαις ἀνήρ O. 8.73
θάξαις δέ κε φύντ' ἀρετᾷ ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος ἀνὴρ θεοῦ σὺν παλάμᾳ O. 10.21
ὅταν εἰς Ἀίδα σταθμὸν ἀνὴρ ἵκηται O. 10.93
ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.10
ἀμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.99
ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι ἤδη ἁλωκότα P. 3.56
οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν P. 7.20
οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30
φθονερὰ δ' ἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει N. 4.39
ἵνα κρεῶν νιν ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ N. 7.42
εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι N. 7.87
κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15
χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν I. 8.15
καὶ συγγένεἰ ἀνδρὶ φ[ ]στέρξαι Pae. 4.33
τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; fr. 61. 2. παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Παρθ. 1.. πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 2.4 where the accompanying adj. or subs. bears the emphasis.a c. subs.ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας O. 1.79
μάτρωες ἄνδρες O. 6.77
μάντιες ἄνδρες O. 8.2
ἁγητὴρ ἀνὴρ P. 1.69
ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ P. 1.91
ἅτε μάντις ἀνήρ I. 6.51
cf. P. 9.118b c. adj.οὐ δίκᾳ συναντόμενος ἀλλὰ μαργῶν ὑπ' ἀνδρῶν O. 2.96
Αἰτωλὸς ἀνὴρ O. 3.12
τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ O. 6.7
ἀνδρῶν Ἀρκάδων O. 6.34
ἐπὶ προτέρων ἀνδρῶν O. 7.72
ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι P. 1.33
πολεμίων ἀνδρῶν καμόντων P. 1.80
ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν P. 1.93
εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει P. 2.86
ἐσλοῖσι ἀνδράσιν P. 3.66
Λακεδαι-μονίων ἀνδρῶν P. 4.257
βροτήσιος ἀνὴρ P. 5.3
ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν P. 12.22
ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ ἄλλα πνέων N. 3.41
Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ' ἀνὴρ N. 7.64
χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν N. 8.42
καὶ Κλεωναίων πρὸς ἀνδρῶν N. 10.42
κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.45
τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι I. 1.58
εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34
καὶ κρέσσον' ἀνδρῶν χειρόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάρψαισ I. 4.34
[ἀνδ]ρὶ σοφῷ (supp. Lobel.) Πα. 1. 3. ἀνδρῶν δικαίων fr. 159. κενεοφρόνων ἑταῖρον ἀνδρῶν fr. 212.c c.τις, ἄλλος τις. ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον O. 13.31
εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7
ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.13
κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει P. 9.87
5 frag. ]φυγον ἄνδρα[ Pae. 12.22
]ἔτι δ' ἄνδρ[ Pae. 21.21
κἀ]νδρῶν (supp. Snell.) Δ. 4. e. 4. ] ἀλαον ἀνδρὸς λ[ fr. 173. 3. -
18 αὔλειος
1 belonging to the court of a houseἔσταν δ' ἐπ αὐλείαις θύραις ἀνδρὸς φιλοξείνου καλὰ μελπόμενος N. 1.19
-
19 δέ
δέ (the following combinations are to be found elsewhere: μέν δέ v. μέν. τε δέ v. τε δὲ δή v. δή. δ' ὦν v. ὦν. δέ τοι v. τοι. δὲ καί v. also καί. δαὖτε v. also αὖτε. δαὖ v. αὖ. δἄρα v. ἄρα. Since δέ is normallv used in a purely connective capacity, a decision between progressive and adversative δέ must often be arbitrary.)1 adversative.a opposing one sentence to what precedes (*, = following negative sentence)ἰδοῖσα δ O. 2.41
λείφθη δὲ O. 2.43
μαθόντες δὲ O. 2.87
κρύψε δὲ O. 6.31
μαντεύσατο δ O. 7.32
ἔστι δὲ O. 8.77
φέροις δὲ O. 9.41
ἕπεται δ O. 13.47
ἐξίει δ *P. 1.91χρὴ δὲ P. 2.34
, P. 2.88φέρειν δ P. 2.93
ἁδόντα δ P. 2.96
“ πεύθομαι δ” P. 4.38κλέπτων δὲ P. 4.96
ἐσσὶ δ P. 4.269
φαντὶ δ P. 4.287
λῦσε δὲ P. 4.291
εἰμὶ δ P. 8.29
ἔλπομαι δ P. 11.55
πειρῶντι δὲ P. 10.67
ἐλᾷ δὲ N. 3.74
ἔστι δ N. 3.80
διείργει δὲ N. 6.2
εἴργει δὲ *N. 7.6τυχεῖν δ N. 7.55
χρὴ δ' Pae. 2.56
θνᾴσκει δὲ fr. 121. 4. πέφνε δὲ fr. 135.Χάρις δ O. 1.30
ἁμέραι δ O. 1.33
αἰὼν δ (v. l. τ) O. 2.10λάθα δὲ O. 2.18
πένθος δὲ O. 2.23
ῥοαὶ δ *O. 2.33 πολλοὶ δὲ *O. 6.11τεθμὸς δὲ O. 8.25
Ἑρμᾶ δὲ O. 8.91
νεῖκος δὲ O. 10.39
ἀστῶν δ P. 1.84
ἀμφοτέροισι δ P. 1.99
ἑτέροισι δὲ P. 2.52
στάθμας δὲ *P. 2.90αἰὼν δ P. 3.86
παυροῖς δὲ P. 3.115
Μοῖραι δ P. 4.145
πόνων δ *P. 5.54 φάει δὲ *P. 6.14βία δὲ P. 8.15
δαίμων δὲ P. 8.76
βαιὰ δ P. 9.77
πατὴρ δὲ P. 9.11
ναυσὶ δ P. 10.29
φθονεροὶ δ P. 11.54
φθονερὰ δ N. 4.39
ἄλλοισι δ N. 4.91
τιμὰ δὲ N. 7.31
ἐλπίδες δ N. 11.22
κερδέων δὲ N. 11.47
πάντα δ I. 1.60
αἰὼν δὲ I. 3.17
δαίμων δ I. 7.43
ματρὸς δὲ Pae. 2.29
κέντρον δὲ fr. 180. 3.ἴσαις δὲ O. 2.61
ὑγίεντα δεἴ τις O. 5.23
ἀκίνδυνοι δ O. 6.9
ἄλλα δ O. 8.12
τερπνὸν δ O. 8.53
ἄγνωμον δὲ O. 8.60
κεῖνα δὲ O. 8.62
εὐανθέα δ P. 2.62
ἀδύνατα δ P. 2.81
“ σὸν δἄνθος” P. 4.158πότνια δ P. 4.213
εὐδαίμων δὲ P. 10.22
μυριᾶν δ *N. 3.42ἑκόντι δ N. 6.57
πὰν δὲ N. 10.29
ἀρχαῖαι δ N. 11.37
Πανελλάνεσσι δ *I. 4.29ἰατὰ δ I. 8.15
ματαίων δὲ Pae. 4.34
ἐμπείρων δὲ fr. 110. σφετέραν δαἰνεῖ fr. 215. 3.ὡς δ O. 1.46
εἰ δὲ O. 1.64
, O. 1.108ὅσοι δ O. 2.68
εἰ δ O. 3.42
ὅσσα δὲ P. 1.13
εἰ δὲ P. 3.63
, P. 3.80, P. 3.103, P. 9.50 ὅσαις δὲ *P. 10.28τῶν δ P. 10.61
εἰ δὲ P. 12.28
, N. 3.19ὃς δὲ N. 3.41
εἰ δ N. 5.19
, N. 5.50ὃς δ I. 1.50
εἰ δέ τις I. 1.67
ἐμοὶ δ O. 1.52
τὶν δ O. 10.93
ἐγὼ δὲ O. 10.97
, O. 13.49ἐμὲ δ O. 13.93
, P. 2.52τὶν δὲ P. 3.84
τὺ δ P. 8.61
ἐμοὶ δὲ P. 10.48
ἐγὼ δ N. 1.33
ἐμοὶ δ N. 4.41
ἐγὼ δὲ N. 7.20
ἐγὼ δ N. 8.38
σεῦ δ *N. 8.46ἐγὼ δὲ I. 1.32
ἄμμι δ I. 1.52
τὶν δ I. 5.17
ἐμοὶ δὲ I. 6.56
ἄμμι δ I. 7.49
ἐμοὶ δὲ Πα. 7B. 21.τοὶ δ O. 6.52
τὸν δ O. 13.92
“ τῶν δ” P. 4.41τὸν δ P. 4.101
τὸ δ P. 7.18
ὁ δὲ P. 8.48
“ τὸ δὲ” P. 8.51τά δ P. 8.76
P. 10.63 τὰν δ fr. 107a. 6 ὁ δ fr. 169. 26.τὸ δ O. 1.99
τῶν δ O. 2.15
τῶν δὲ *O. 12.9τὸν δὲ P. 1.95
ὁ δὲ P. 2.73
τὰν δ *P. 3.62τὸ δ P. 5.72
, P. 8.32ὁ δὲ P. 8.88
τὸ δὲ N. 6.55
N. 7.102ὁ δ N. 9.24
τὸ δ N. 11.43
, I. 5.19ὁ δ I. 7.39
ἐς δ O. 2.85
σὺν δὲ. O. 6.98ἀμφὶ δὲ O. 7.24
ἐν δὲ O. 7.94
ποτὶ δ P. 2.84
ἐν δαὖτε χρόνῳ P. 3.96
ἐν δ P. 8.92
σὺν δὲ N. 7.6
ἐν δ I. 5.53
ἐς δὲ fr. 133. 5. ἀνὰ δ' ἔλυσεν *N. 10.90αἰεὶ δ O. 5.15
ὅμως δὲ O. 10.9
νῦν δὲ O. 12.17
ἄλλοτε δ P. 3.103
εὐθὺς δ N. 1.54
νῦν δ I. 1.39
, I. 4.18 κρυφᾷ δὲ fr. 203. 2.b opposing one part of a sentence to the preceding negative part.μήτὦν τινι πῆμα πορών, ἀπαθὴς δαὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.297
ἄδικον οὔθ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων, σοφίαν δ P. 6.49
καί μιν οὔπω τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν N. 10.74
2 progressive, connective.a connecting sentences.λάμπει δὲ O. 1.23
ἔστι δ O. 1.35
ἔχει δ O. 1.59
ἕλεν δ O. 1.88
πέποιθα δὲ O. 1.103
ἕπεται δὲ O. 2.22
φιλεῖ δὲ O. 2.26
φύονται δὲ O. 4.25
ἵκων δὲ O. 5.9
ἀρχομένου δ O. 6.3
ἀντεφθέγξατο δ O. 6.61
ἵκοντο δ O. 6.64
τιμῶντες δ O. 6.72
εἶπον δὲ O. 6.93
τεῦξαν δ O. 7.48
μνασθέντι δ O. 7.61
ἐκέλευσεν δ O. 7.64
τελεύταθεν δὲ O. 7.68
κέκληνται δὲ O. 7.76
ἄνεται δὲ O. 8.8
ἦν δὲ O. 8.19
κατακρύπτει δὲ O. 8.79
θάλλει δ O. 9.16
ἀείδετο δὲ O. 10.76
χλιδῶσα δὲ O. 10.84
τρέφοντι δ O. 10.95
ἔστι δ O. 11.2
ἐθέλοντι δ O. 13.9
δέξαι δὲ (v. l. τε) O. 13.29νοῆσαι δὲ O. 13.48
φώνασε δ O. 13.67
εὕδει δ P. 1.6
φαντὶ δὲ P. 1.52
θέλοντι δὲ P. 1.62
ἔσχον δ P. 1.65
ἔμαθε δὲ P. 2.25
καιομένα δ P. 3.44
εἶπε δ P. 4.11
ἔπταξαν δ P. 4.57
ἧλθε δέ οἱ P. 4.73
τάφε δ P. 4.95
“ δύνασαι δ” P. 4.158 “ μεμάντευμαι δ” P. 4.163πέμψε δ P. 4.178
ἔειπεν δ P. 4.229
κτίσεν δ P. 5.89
ἄγοντι δὲ P. 7.13
αὔξων δὲ *P. 8.38ῥαίνων δὲ P. 8.57
ὑπέδεκτο δ P. 9.9
γεύεται δ P. 9.35
ἔστι δ N. 2.10
ἄρχε δ N. 3.10
δάμασε δὲ N. 3.23
ἕπεται δὲ N. 3.29
λεγόμενον δὲ N. 3.52
νύμφευσε δ N. 3.56
φρονεῖν δ N. 3.75
δέξαιτο δ N. 4.11
χαίρω δ N. 5.46
χρὴ δ N. 5.49
πέταται δ N. 6.48
ἀναπνέομεν δ N. 7.5
πέσε δ N. 7.31
ἐὼν δ N. 7.64
μαθὼν δὲ N. 7.68
δύνασαι δὲ N. 7.96
ἔβλαστεν δ N. 8.7
αὔξεται δ N. 8.40
χαίρω δὲ N. 8.48
ἔστι δ N. 9.6
ἔστι δὲ N. 10.20
ἐκράτησε δὲ N. 10.25
ἕπεται δὲ N. 10.37
μεταμειβόμενοι δ N. 10.55
λάμπει δὲ I. 1.22
ἔστιν δ I. 4.31
κρίνεται δ I. 5.11
κλέονται δ I. 5.27
τετείχισται δὲ I. 5.44
φέρε δεὔμαλλον μίτραν I. 5.62
φλέγεται δὲ I. 7.23
ἔτλαν δὲ I. 7.37
παυσάμενοι δ *I. 8.7χρὴ δὲ I. 8.15
εἶπε δ I. 8.31
ἰόντων δ I. 8.41
ἔραται δέ Pae. 6.58
ἐπεύχομαι δ' Πα. 7B. 15. πεφόρητο δ' Πα. 7B. 49.ἐνέθηκε δὲ Pae. 8.82
ἔειπε δὲ[ Πα. 8A. 23.κατακρίθης δὲ Pae. 16.5
λέγοντι δὲ Δ. 1. 1. τρέχετο δὲ fr. 74. εὕδει δὲ fr. 131b. 3. μαντεύεο, Μοῖσα, προφατεύσω δἐγώ fr. 150. λαβὼν δ fr. 169. 20. λάμπει δὲ fr. 227. 2. κόρῳ δ *O. 1.56ἄνθεμα δὲ O. 2.72
Μοῖσα δ O. 3.4
ξείνων δ O. 4.4
χεῖρες δὲ O. 4.25
βασιλεὺς δ O. 6.47
Οὐρανὸς δ O. 7.38
Ὀρσοτρίαινα δ O. 8.48
πατρὶ δὲ O. 8.70
λαοὶ δ O. 9.46
κείνων δ (δ del. Schr.) O. 9.53τόλμα δὲ O. 9.82
φῶτας δ O. 9.91
μία δ O. 9.106
ἀρχαῖς δὲ O. 10.78
πολλὰ δ O. 12.10
πατρὸς δὲ O. 13.35
κῆλα δὲ P. 1.12
κίων δ P. 1.19
στρωμνὰ δὲ P. 1.28
ἄνδρα δ P. 1.42
χάρμα δ P. 1.59
ἄλλοις δέ P. 2.13
θεῶν δ P. 2.21
εὐναὶ δὲ P. 2.35
βουλαὶ δὲ P. 2.65
ψευδέων δ P. 3.29
δαίμων δ P. 3.34
βάματι δ P. 3.43
Διὸς δ P. 3.95
ἐσθὰς δ P. 4.79
φὴρ δέ P. 4.119
δράκοντος δὲ P. 4.244
πολλοῖσι δ P. 4.248
θεράπων δέ οἱ P. 4.287
σοφοὶ δέ τοι P. 5.12
νόῳ δὲ P. 6.47
Μεγάροις δ P. 8.78
“ φόβῳ δ” P. 9.32θαλάμῳ δὲ P. 9.68
ἀρεταὶ δ P. 9.76
πατρὸς δ P. 10.2
ἅρμα δ N. 1.7
ἀρχαὶ δὲ N. 1.8
Ἀχάρναι δὲ N. 2.16
διψῇ δὲ N. 3.6
Λαομέδοντα δ N. 3.36
σώματα δ N. 3.47
βοὰ δὲ N. 3.67
ῥῆμα δ N. 4.6
ἴυγγι δ N. 4.35
Θεανδρίδαισι δ N. 4.73
ὕμνος δὲ N. 4.83
πότμος δὲ N. 5.40
ἔργοις δὲ N. 7.14
σοφοὶ δὲ N. 7.20
σοφία δὲ N. 7.23
φυᾷ δ N. 7.54
Διὸς δὲ N. 7.80
βασιλῆα δὲ N. 7.82
παίδων δὲ παῖδες N. 7.100
χρεῖαι δ N. 8.42
ἀρχοὶ δὲ N. 9.14
Ἰσμηνοῦ δ N. 9.22
παῦροι δὲ N. 9.37
ἡσυχία δὲ N. 9.48
Σικυωνόθε δ N. 10.43
Κάστορος δ N. 10.49
“ παῦροι δ” N. 10.78Ζεὺς δ N. 10.79
λύρα δὲ N. 11.7
ἄνδρα δ N. 11.11
προμαθείας δ N. 11.46
μελέταν δ I. 5.28
Λάμπων δὲ I. 6.66
γλῶσσα δ I. 6.72
ἐπέων δὲ I. 8.46
Αἰολίδαν δὲ fr. 5.Παιὰν δὲ Πα. 2. 3,, 1. κείνοις δ' Pae. 2.68
τέρας δ Pae. 4.39
ἤτορι δὲ Pae. 6.12
Ἰλίου δὲ Pae. 6.81
ἀμφιπόλοις δὲ Pae. 6.117
ὑδάτεσσι δ Pae. 6.134
γνώμας δ Pae. 14.39
Ὀλυμ]πόθεν δέ Δ.. 3. πέτραι δ Δ... ἁνδρὸς δ Παρθ. 2. 3. ἀσκὸς δ fr. 104b. 4. πολλὰ δ fr. 111. 2. ὀδμὰ δ' Θρ... πυρὶ δ fr. 168. 3.ἑπτὰ δ O. 6.15
μελίφθογγοι δ O. 6.21
κυρίῳ δ O. 6.32
τερπνᾶς δέπεὶ O. 6.57
ἁδύλογοι δὲ O. 6.96
ἀγαθαὶ δὲ O. 6.100
ἐμῶν δ O. 6.105
τοῦτο δ O. 7.25
πολλαὶ δ O. 8.13
ἐσλὰ δ O. 8.84
ὀξείας δὲ O. 8.85
πτερόεντα δ O. 9.11
ἀγαθοὶ δὲ O. 9.28
ἄλλαι δὲ O. 9.86
ταύτᾳ δὲ O. 10.51
ἀφθόνητος δ O. 11.7
ἄμαχον δὲ O. 13.13
δύο δ O. 13.32
κελαινῶπιν δ P. 1.7
ναυσιφορήτοις δ P. 1.33
ἀψευδεῖ δὲ P. 1.86
εὐανθεῖ δ P. 1.89
πολλὰν δ P. 3.36
αἴθων δὲ P. 3.58
εἴκοσι δ P. 4.104
“ Κρονίδᾳ δὲ” P. 4.115 “ τρίταισιν δ” P. 4.143 ταχέες δ (δ del. Boeckh) P. 4.179χαλκέαις δ P. 4.226
ὀρθὰς δ P. 4.227
μεγάλαν δ P. 5.98
γλυκεῖα δὲ P. 6.82
νέᾳ δ P. 7.18
τέτρασι δ P. 8.81
ὠκεῖα δ P. 9.67
χρυσοστεφάνου δὲ P. 9.109
Ἰσμήνιον δ P. 11.6
κακολόγοι δὲ P. 11.28
ξυναῖσι δ (om. Tricl.) P. 11.54μεγάλων δ N. 1.11
ἁδυμελεῖ δ N. 2.25
χαρίεντα δ N. 3.12
καματωδέων δὲ *N. 3.17ποτίφορον δὲ N. 3.31
συγγενεῖ δέ N. 3.40
ξανθὸς δ N. 3.43
κραγέται δὲ N. 3.82
τυφλὸν δ N. 7.23
ποτίφορος δ N. 7.63
ἀγαπατὰ δὲ N. 8.4
μέγιστον δ N. 8.25
χρυσέων δ N. 8.27
κενεᾶν δ N. 8.45
θεσπεσία δ *N. 9.7κρέσσων δὲ N. 9.15
ἀργυρέαισι δὲ N. 9.51
ὕπατον δ N. 10.32
λαιψηροῖς δὲ N. 10.63
“ τόνδε δ” N. 10.80ἀπροσίκτων δ N. 11.48
μυρίαι δ I. 6.22
ἁδεῖα δ I. 6.50
ἀμνάμονες δὲ I. 7.17
θνατᾶς δ fr. 61. 5. σειρῆνα δὲ Παρθ. 2. 13. πιοστὰ δ' Παρθ. 2. 3. ἀκλεὴς δ (om. codd.: supp. Boeckh) fr. 105b. 3.εἰ δὲ O. 2.56
, O. 6.77, O. 8.54οἷον δ O. 9.89
εἰ δὲ O. 11.2
, O. 13.105, P. 3.110ὅσσα δὲ N. 2.17
εἰ δ N. 4.13
, N. 7.11, N. 7.86, N. 7.89, I. 1.41, I. 5.22τὰ δ N. 4.91
οἷοι δ I. 9.6
εἰ δέ τις Pae. 2.31
οἷσι δὲ (Boeckh: γὰρ ἂν codd.) fr. 133. 1.ἐμὲ δὲ O. 1.100
τὶν δὲ O. 5.7
ὔμμιν δὲ O. 13.14
τὺ δὲ P. 2.57
τὶν δὲ P. 4.275
σὲ δ P. 5.14
σεῦ δ N. 1.26
ἐγὼ δὲ N. 3.11
τὺ δ N. 5.41
ἐγὼ δ I. 6.16
τὺ δέ I. 7.31
τὶν δὲ Pae. 3.13
ἐμοὶ δ' Pae. 4.52
ὁ δ O. 7.10
τὰ δ O. 13.101
O. 13.106 ὁδὲ P. 1.8
οἱ δ P. 4.133
τῶν δ P. 4.277
τὸν δὲ P. 9.38
ὁ δὲ P.9.107. “ ταὶδ” P. 9.62τὰ δ N. 9.42
τοὶ δ N. 10.66
, I. 8.45 ἁ δὲ fr. 130. 6.τὸ δὲ O. 1.93
, O. 2.51αἱ δὲ O. 7.30
τὸ δὲ O. 10.55
ὁ δὲ P. 1.35
τὸ δὲ P. 1.99
τὸν δὲ P. 2.40
P. 3.108ἁ δὲ P. 3.114
τὸν δὲ P. 4.184
ὁ δ P. 5.60
τὸ δ P. 5.85
ὁ δὲ P. 9.78
τῶν δ P. 10.19
αἱ δὲ N. 4.2
ὁ δὲ N. 7.67
τὸ δὲ I. 7.47
τὰ]ν δὲ Pae. 1.9
ὁ δὲ Pae. 2.66
τὸ δὲ Pae. 4.32
ἐν δὲ O. 7.5
, O. 7.43ἄτερ δ O. 9.44
ἐν δὲ O. 13.22
, O. 13.40σὺν δ P. 1.51
ἐν δ P. 2.41
ἐκ δ P. 2.46
“ ἐν δὲ” P. 4.88ἐς δ P. 4.188
σὺν δ P. 4.221
ἐν δὲ P. 4.291
σὺν δ P. 9.115
ἐν δ P. 10.71
ἐκ δὲ N. 10.44
ἂν δ fr. 33d. 7, fr. 119. 1. σὺν δ fr. 122. 9. πρὸς δ fr. 123. 6.οὕτω δὲ O. 2.35
ἠυ δὲ O. 5.16
ἄλλοτε δ O. 7.11
ἀπάτερθε δ O. 7.74
μάλα δὲ O. 10.87
νῦν δ O. 13.104
οὕτω δ P. 1.56
εὖ δ P. 1.99
ἁμᾶ δ P. 3.36
τάχα δ P. 4.83
αἶψα δ P. 4.133
ἀκᾷ δ P. 4.156
τάχα δὲ P. 4.171
ἄτερθε δὲ P. 5.96
οὕτω δὲ P. 8.93
“ νῦν δ” P. 9.55οὕτω δ P. 9.117
ταχὺ δ P. 10.51
θαμὰ δ N. 1.22
μάλα δ N. 7.10
ἅμα δ fr. 74. ἔνθεν δὲ fr. 119. 2. ταχέως δ fr. 169. 24.b in enumeration, narration, simm. ὁ δ' ἐμὲ δ κράτει δὲ — O. 1.73—8. ἔργα δὲ ἦν δὲ δαέντι δὲ καὶ φαντὶ δ', ἁλμυροῖς δ, ἀπεόντος δ —. O. 7.52—8. γλαυκοὶ δὲ, οἱ δύο μὲν, αὖθι δ'. εἷς δ ἔννεπε δ — O. 8.37—41. ἔχεν δὲ, μάτρωος δὲ. πόλιν δ'. ἀφίκοντο δὲ. υἱὸν δὲ — O. 9.61—9. τὰ δὲ. σύνδικος δ'. τὸ δὲ. πολλοὶ δὲ. ἄνευ δὲ — O. 9.94—103. τράπε δὲ. πύκτας δ'. θάξαις δὲ. ἄπονον δ. ἀγῶνα δ, πέφνε δ. λόχμαισι δὲ — O. 10.15—30. ἀνὰ δ'. παρκείμενον δὲ. ἐνυπνίῳ δ. τελεῖ δὲ. ἀναβαὶς δ. σὺν δὲ — O. 13.72—87. “δώδεκα δὲ. τουτάκι δ'. φιλίων δ. φάτο δ. γίνωσκε δ. ἂν δ —” P. 4.25—34. ἐσσύμενοι δ'. τῶν δ. πραὺν δ — P. 4.135—6. ἐπεὶ δ'. ἐκ νεφέων δὲ. λαμπραὶ δ. ἀμπνοὰν δ. κάρυξε δ. εἰρεσία δ. σὺν Νότου δ. φοίνισσα δὲ. ἐς δὲ κίνδυνον — P. 4.191—207. πῦρ δὲ. σπασσάμενος δ'. ἴυξεν δ. πρὸς δ. αὐτίκα δ. ἔλπετο δ — P. 4.233—43. ὁ δ'. Μεσσανίου δὲ. χαμαιπετὲς δ. αὐτοῦ μένων δ — P. 6.33—8. κέρδος δὲ. βία δὲ. δμᾶθεν δὲ. ἔπεσε. τελέαν δ — P. 8.13—24. Μοῖσα δ'. παντᾷ δὲ. νόσοι δ. πόνων δὲ. θρασείᾳ δὲ. ἁγεῖτο δ — P. 10.37—45. ἔσταν δ'. λέλογχε δὲ. τέχναι δ. χρὴ δ — N. 1.19—25. ταχὺ δὲ. ἐν χερὶ δ'. ἔστα δὲ. παλίγγλωσσον δέ. γείτονα δ. ὁ δέ — N. 1.51—61. ἐν δ'. Θέτις δὲ. Νεοπτόλεμος δ. Παλίου δὲ. τὰ Δαιδάλου δὲ. ἄλαλκε δὲ. πῦρ δὲ. εἶδεν δ — N. 4.49—66. πρόφρων δὲ. ἐν δὲ. αἱ δὲ. ψεύσταν δὲ. τὸ δ'. τοῖο δ. εὐθὺς δ. ὁ δ — N. 5.22—34. ὁ δ' Μολοσσίᾳ δ. ᾤχετο δὲ. βάρυνθεν δὲ. ἐχρῆν δέ — N. 7.36—44. νεαρὰ δ'. ὄψον δὲ. ἅπτεται δ. χειρόνεσσι δ —. N. 8.20—2. πατρὶ δ — (Heyne: τ codd.) θρέψε δ'. ὁ δ — N. 10.12—3. Ζεὺς δ'. ἅμα δ. χαλεπὰ δ. ταχέως δ — N. 10.71—3. Ζεῦ, μεγάλαι δ'. ζώει δὲ. πλαγίαις δὲ. εὐκλέων δ. ἔστι δὲ. τὰ δὲ. ἀνδρῶν δ — I. 3.4—13. εἷλε δὲ. πέφνεν δὲ, σφετέρας δ — I. 6.31—3. ἐν δὲ, ἄγγελλε δὲ. νῦν δαὖ Πα. 2.. νέφεσσι δ'. περὶ δ. ἐπεὶ δ Πα... ἔλαμψαν δ. τελέσαι δ. ἐφθέγξαντο δ Πα. 12. 1. ῥίμφα δ. ὁ δὲ. ἐμὲ δ — N. 2.19—23. τιμαὶ δὲ. παντὶ δ'. ὁ δὲ. φιλέων δ Παρθ. 1.. πολλὰ δ. τέλος δ. αἰὼν δὲ — fr. 111. 2—5. ἐν δ', παρὰ ναῦν δὲ. κάπρῳ δὲ — fr. 234. 2. connecting imperatives. δίδοι φωνάν, ἀνὰ δἱστία τεῖνον, πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίου φθέγξαι ἑλεῖν — ἀρετάν, προθύροισιν δΑἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα (Wil.: φέρειν codd.) N. 5.51—4.c connecting subordinate clauses.ὅτε σύτο, κράτει δὲ προσέμειξε O. 1.22
φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται, ἐν δὲ θῆκε O. 7.5
ἁνίκ' ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδε δέ μιν (Hermann: τε codd.) O. 9.31 ἔλπομαι μὴ βαλεῖν ἔξω, μακρὰ δὲ ῥίψαις ἀμεύσασθ' ἀντίους *P. 1.45ἀλλ' ἐπεὶ τείχει θέσαν, σέλας δ ἀμφέδραμεν P. 3.39
ὁπόθ' Ἁρμονίαν γᾶμεν βοῶπιν, ὁ δὲ Νηρέος εὐβούλου Θέτιν παῖδα P. 3.92
ὄφρα ἀφέλοιτ' αἰδῶ, ποθεινὰ δ Ἑλλὰς δονέοι P. 4.218
εἰ γάρ τις ἐξερείψειεν αἰσχύνοι δὲ P. 4.264
διαγγέλοισ, ὅτι νίκη ἐκ δὲ Κρόνου Αἰακίδας ἐγέραιρεν N. 5.7
εἰ δὲ μάρνασαι, πάντων δὲ νοεῖς ἀποδάσσασθαι ἴσον N. 10.86
εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον ἄλλοισι δἐμπίπτων γελᾷ I. 1.68
ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων, ἕλον δ Ἀμύκλας I. 7.14
τέρας, ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν, μάκαρες δἐν Ὀλύμπῳ χθονὸς ἄστρον fr. 33c. 5. ἁνίκ' οἴχονται μέριμναι πελάγει δ ἐν πολυχρύσοιο πλούτου πάντες ἴσᾳ νέομεν fr. 124. 6.d connecting parts of sentences.ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί, ἴσαις δ' ἁμέραις O. 2.62
μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν, τῶν δὲ μόχθων ἀμπνοὰν O. 8.7
ἐρέω ταύταν χάριν, τὰν δ' ἔπειτ O. 8.58
Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν παῖς δ ἐν Ἀθάναις O. 9.88
πόλλἄνω, τὰ δαὖ κάτω O. 12.6
οἶκον ἥμερον ἀστοῖς ξένοισι δὲ θεράποντα (v. 1. τε) O. 13.3ἐν Ἀθάναισι τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις, Ἑλλώτια δ ἑπτάκις O. 13.40
Ζηνὸς υἱοὶ τρεῖς δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες P. 4.172
κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος, ἐν δὲ βουλαῖς πρέσβυς P. 4.282
βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα πατρῴαις, τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν ὕπνον ἀναλίσκοισα P. 9.23
“θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον, Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων' Ἀγρέα καὶ Νόμιον, τοῖς δ Ἀρισταῖον καλεῖν” P. 9.65ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον N. 3.49
πεντάκις Ἰσθμοῖ στεφανωσάμενος Νεμέᾳ δὲ τρεῖς N. 6.20
χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον N. 8.37
αἰνέων αἰνητά, μομφὰν δ' ἐπισπείρων ἀλιτροῖς N. 8.39
μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος, προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ I. 4.53
τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται, Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν Πυθέᾳ τε, παγκρατίου I. 5.18
ἄραντο γὰρ νίκας τρεῖς ἀπ' Ἰσθμοῦ τὰς δ ἀπ εὐφύλλου Νεμέας I. 6.61
εἴπερ τριῶν Ἰσθμ(οῖ), Νεμλτ;έγτ;αλτ;ι δγτ;ὲ δυ[οῖν (supp. Lobel e Σ.) fr. 6a. h. ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν, πολίων δ' ἑκατὸν πεδεχεῖν Πα. 4. 37, similarly, connecting subordinate infinitives, O. 13.80, N. 7.46, N. 9.31 νίκαις, αἷς ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς, ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας [] ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. θεῷ δὲ δύνατον ὄρσαι φάος, κελαινεφέι δὲ σκότει καλύψαι fr. 108b. 3. irregularly coordinating:τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ, μῆτιν δ' ἀλώπηξ I. 4.65
e in anaphora.ἴσαις δὲ, ἴσαις δ O. 2.62
ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδεν δὲ (Hermann: τε codd.) O. 9.32πέφνε Κτέατον ἀμύμονα, πέφνε δ' Εὔρυτον O. 10.28
ἔστιν. ἔστιν δ O. 11.2
ἐν δὲ Μοῖσ' ἁδύπνοος, ἐν δ Ἄρης ἀνθεῖ O. 13.22
τίς γὰρ ἀρχὰ, τίς δὲ κίνδυνος P. 4.71
τὺ γὰρ. τὺ δ P. 8.8
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξένων P. 9.108
cf.πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ P. 9.123
—5.Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἶμα, σέο δ' ἀγών N. 3.65
—μαχατὰν αἰνέων Μελέαγρον, αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα I. 7.32
χρὴ δ'. χρὴ δ I. 8.15
κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1
“ἔα, φρήν, κυπάρισσον, ἔα δὲ νομὸν Περιδάιον Pae. 4.51
cf. Πα.. 23. ἐν δὲ. ἐν δὲ. ἐν δ' Δ. 2. 10—15.f introducing parenthesis.ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος τοῦτο πράσσων μὴ κάμοι O. 8.28
ἷκεν δὲ Μιδέαθενστρατὸν ἐλαύνων O. 10.66
ἄγει δὲ χάρις P. 2.17
χόλος δ' οὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός P. 3.11
“ αἰσίαν δ” P. 4.23μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς, ἁγεῖτο δ' Ἀθάνα, ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον P. 10.45
ἐκ δὲ τελευτάσει νιν ἤτοι σάμερον δαίμων, τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν, ἀλλ' ἔσται (Tricl.: γε codd.) P. 12.30ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι N. 2.23
κιρναμένα δ' ἔερσ ἀμφέπει N. 3.78
ἐν Πυθίοισι δὲ δαπέδοις κεῖται N. 7.34
γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ τέταται I. 1.49
χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν I. 4.48
ga introducing question. θανεῖν δ' οἶσιν ἀνάγκα, τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; O. 1.82 εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον; O. 6.4 κέρδει δὲ τί μάλα τοῦτο κερδάλεον τελέθει; P. 2.78 τίς δὲ κίνδυνος; P. 4.71 τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; P. 8.95 “τίς νιν ἀνθρώπων τέκεν; ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλας” P. 9.33 “ κούρας δ' ὁπόθεν γενεὰν ἐξερωτᾷς;” P. 9.43πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός; Pae. 9.13
II following questions.τίς βασιλέα δίδυμον ἐπέθηκ; ἐν δὲ Μοῖσ' ἁδύπνοος O. 13.22
“ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλας ; γεύεται δ ἀλκᾶς” P. 9.35ἔννυχοι πάραγον κοῖται; τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον P. 11.25
III in questions, varied with asyndeton. τίνα θεόν, τίν' ἥρωα, τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2 cf.βασιλεύς, πραὺς ἀστοῖς, οὐ φθονέων ἀγαθοῖς, ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ P. 3.71
h where δέ replaces an expected γάρ. χαλκέοισι δἐν ἔντεσι (ἀντὶ τοῦ γάρ. Σ.) O. 4.22 ἐκ Λυκίας δὲ (ἀντὶ τοῦ γάρ. Σ.) O. 13.60Πυθιάδος δ P. 1.32
ἔστι δὲ P. 3.21
βαρὺ δέ σφιν νεῖκος N. 6.50
φλέγεται δ N. 10.2
ἐκ δὲ N. 11.19
The Σ also comment ἀντὶτοῦ γάρ: O. 2.58, O. 6.3, P. 3.12, but δέ often contains a notion of explanation.i introducing an appositive phrase. ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοιἕκ τ' Ἄργεος, ἔκ τε Θηβᾶν, οἱ δ Ἀρκάδες οἱ δὲ καὶ Πισᾶται O. 9.68
3 apodotic. εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος, νῦν δὲ Θήρων ἅπτεται Ἡρακλέος σταλᾶν (v. 1. γε) O. 3.43 [δ codd.: del. Er. Schmid sec.Σ. P. 11.56
]4 where δέ does not occupy second position in the sentence.I following a vocative.υἱὲ Ταντάλου, σὲ δ O. 1.36
Ἁγησία, τὶν δ O. 6.12
δέσποτα ποντόμεδον, εὐθὺν δὲ πλόον O. 6.103
Τιμόσθενες, ὔμμε δὲ O. 8.15
Ζεῦ τέλεἰ, αἰεὶ δὲ P. 1.67
ὦ μάκαρ υἱὲ Πολυμνάστου, σὲ δ P. 4.59
Ἀλεξιβιάδα, σὲ δ P. 5.45
ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ P. 8.67
Ἄπολλον, γλυκὺ δ P. 10.10
Μοῖσα, τὸ δὲ τεὸν P. 11.41
Ἁγησιδάμου παῖ, σέο δ N. 1.29
ὦ Τιμόδημε, σὲ δ N. 2.14
Θεαρίων, τὶν δ N. 7.58
ὦ μάκαρ, τὶν δ N. 7.95
ὦ Μέγα, τὸ δ N. 8.44
Ζεῦ, μεγάλαι δ I. 3.4
II following a prep.πρὸς εὐάνθεμον δ' ὅτε φυὰν O. 1.67
ἐπ' ἄλλοισι δ ἄλλοι (ἐπ om. codd.: supp. byz.: alia alii) O. 1.113πρὸς Πιτάναν δὲ O. 6.28
περὶ θνατῶν δ O. 6.50
ἀν' ἵπποισι δὲ O. 10.69
ἐκ θεοῦ δ O. 11.10
ἐξ ὀνείρου δ O. 13.66
ἀντὶ δελφίνων δ P. 4.17
ἐν δαιτὸς δὲ μοίρᾳ P. 4.127
ἐξ Ἀπόλλωνος δὲ P. 4.17
b.ἐκ νεφέων δὲ P. 4.197
σὺν Νότου δ' αὔραις P. 4.303
ἐς φᾶσιν δ P. 4.211
ἀνὰ βωλακίας δ P. 4.228
κατὰ λαύρας δ P. 8.86
ἐν χερὶ δ N. 1.52
ἐκ μιᾶς δὲ N. 6.1
σὺν θεοῦ δὲ τύχᾳ N. 6.24
ἐκ πόνων δ N. 9.44
ἐν λόγοις δ N. 11.17
ἐν σχερῷ δ N. 11.39
ἐν Κρίσᾳ δ I. 2.18
σὺν Ὀρσέᾳ δέ I. 4.72
σὺν Χάρισιν δ I. 5.21
ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων I. 8.6
“ ἐν διχομηνίδεσσιν δὲ ἑσπέραις” *I. 8.44σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ I. 9.1
ἐν χρόνῳ δ fr. 33b. ἐν ἔργμασιν δὲ fr. 38.πρὸ πόνων δὲ Pae. 6.90
III following article with adj., part., prep., simm.ὁ μέγας δὲ κίνδυνος O. 1.81
ὁ νικῶν δ O. 1.97
τὸ πόρσω δ O. 3.44
τὸ διδάξασθαι δέ τοι O. 8.59
αἱ δύο δἀμπλακίαι P. 2.30
τὸ πλουτεῖν δὲ P. 2.56
ἐν πάντα δὲ νόμον P. 2.86
ὁ Βάττου δ P. 5.55
τὰ μακρὰ δ N. 4.33
τᾷ Δαιδάλου δὲ (τε coni. Schr.) N. 4.59 ταὐτὰ δὲ *N. 7.104ὁ πονήσαις δὲ I. 1.40
Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δὲ I. 1.58
ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς I. 4.19
τὰν Ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν I. 6.63
τὰ μακρὰ δ' εἴ τις I. 7.43
τῷ παρέοντι δ fr. 43. 4. ὁ ζαμενὴς δ' ὁ χοροιτύπος fr. 156. ἁ Μειδύλου δ fr. 190.IV following two emphatically connected words. φιλεῖ δὲ, μάλα φιλεῖ δὲ (post μάλα distinxerunt codd.: corr. Bergk) O. 2.27 αὐτοῦ μένων δ' ὁ θεῖος ἀνὴρ (post αὐτοῦ distinxerunt codd.: corr. Heyne: δ del. Bergk) P. 6.38 τῶν νῦν δὲ (byz.: τῶν δὲ νῦν codd.) P. 6.43 < οὐ πενθέων δ> (supp. Blass e Plutarcho) Πα... νηλεεῖ νοῷ δ fr. 177e.V for metrical convenience? παῖδ' ἐρατὸν δ Ἀρχεστράτου (δ supp. Mosch.: om. codd.) O. 10.995 beginning fragments, where its value is obscure. fr. 2. 1, fr. 6. a. d, fr. 33a. 3, fr. 44, Πα. 2. 3,, Πα. 7B. 14, Πα. 12., Πα. 13a. 18, Πα. 13c. 5, Πα. 1. 31, 3, Πα. 1., Πα. 2. 1, Πα. 21. 1, Πα. 21. 21, fr. 60a. 3, fr. 81, Δ.. 1, Δ. 4. 46, fr. 74, fr. 108a. 1, b. 1, fr. 110, fr. 121, fr. 124c, fr. 177f, fr. 179, fr. 185, fr. 215. 2, fr. 215b. 4, fr. 219, 227, 233, 236, 237, 260. 2, 5, Θρ.. 2, Θρ. 6. 7, fr. 131a, fr. 135, fr. 153, fr. 166. 1, fr. 169. 49, fr. 177c. -
20 ἐπί
ἐπί (ἐπ, ἐφ; ἔπι following noun governed, P. 5.93, P. 8.89, etc.: following verb in tmesis, O. 3.6, P. 9.124, P. 5.124 coni.: combined with1διά N. 6.48
, I. 4.41, withἐν N. 5.2
)1 prep. c. acc.a to, towardsνίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί O. 3.10
ἄλλα δ' ἐπ ἄλλον ἔβαν ἀγαθῶν O. 8.12
καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον Ἰονίαν τάμνων θάλασσαν Ἀρέθοισαν ἐπὶ κράναν P. 3.69
σὺν Νότου δ' αὔραις ἐπ Ἀξείνου στόμα πεμπόμενοι P. 4.203
ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.54
εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα N. 6.28
Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν N. 10.11
ταχέως δ' ἐπ ἀδελφεοῦ βίαν πάλιν χώρησεν N. 10.73
ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας I. 4.9
ἐπὶ δὲ στρατὸν ἄις[σε fr. 33a.ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου Pae. 6.116
]επὶ βρέφος οὐρανίου Διὸς[ Pae. 20.9
πορευθέντ' ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν fr. 75. 9. τότε βάλλεταὶ τότ' ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ ἴων φόβαὶ fr. 75. 16. ἐπεὶ Γηρυόνα βόας Κυκλώπειον ἐπὶ πρόθυρον Εὐρυσθέος ἔλασεν (v. l. Κυκλωπείων ἐπὶ προθύρων) fr. 169. 7.b over, acrossπέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.48
καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον I. 4.41
ἁλὸς ἐπὶκῦμα βάντες ἦλθον ἄγγελοι Pae. 6.100
πεφόρητο δ' ἐπ Αἰγαῖον θαμά (sc. Ἀστερία) Πα. 7B. 49. πάντ' ἐπ οἶμον *fr. 107a. 6*. τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷ διαστείβων fr. 221. 4.c in the direction of; onσύ τοι χε-ς θών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρὸς P. 6.19
ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες in both directions, on both sides O. 13.57 πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' ἄκοτον ἐπὶ μέτρα (μετρίως Σ.) Pae. 1.3d of purpose, forἦλθε καὶ Γανυμήδης Ζηνὶ τωὔτ' ἐπὶ χρέος O. 1.45
πέμψε δ' Ἑρμᾶς χρυσόραπις διδύμους υἱοὺς ἐπ ἄτρυτον πόνον P. 4.178
Πυθοῖ τε γυμνὸν ἐπὶ στάδιον καταβάντες P. 11.49
ἀναπνέομεν δ' οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα N. 7.5
ἀνὰ δ' αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8
Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη N. 10.49
e against ἐπὶ Θήβας ξίφος ἑλκόμενον (e Σ supp. Lobel) Pae. 8.1032 c. gen.,a uponἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων O. 1.77
ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι P. 4.273
“ θαέομαι σαφὲς δράκοντα ποικίλον αἰθᾶς Ἀλκμᾶν' ἐπ ἀσπίδος νωμῶντα” P. 8.46ἐλινύσοντα ἐργάζεσθαι ἀγάλματ' ἐπ αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ N. 5.1
ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας N. 5.2
λεχέων ἐπ' ἀμβρότων Pae. 6.140
b in the days of, at the time ofτέκεν ἑπτὰ σοφώτατα νοήματ' ἐπὶ προτέρων ἀνδρῶν παραδεξαμένους παῖδας O. 7.72
ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν ἁβρότατος ἔπι μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις P. 8.89
3 c. dat.,a upon, at, on esp. of rivers, springs.πενταετηρίδ' θῆκε ζαθέοις ἐπὶ κρημνοῖς Ἀλφεοῦ O. 3.22
Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.70
δόξαν ἔχω τιν' ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας O. 6.82
ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ' Ἀλφεῷ ἄλσος O. 8.9
δάμασε καὶ κείνους Ἡρακλέης ἐφ' ὁδῷ O. 10.30
ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν O. 13.35
[ τὰ δ' ἐπ ὀφρύι Παρνασσίᾳ ἕξ (v. l. ὑπ) O. 13.106] “ μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ” P. 4.163ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ P. 4.294
πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι δίχα κεῖται θανών P. 5.93
Ἰφιγένεἰ ἐπ' Εὐρίπῳ σφαχθεῖσα τῆλε πάτρας P. 11.22
ὄχθαις ἔπι μηλοβότου ναίεις Ἀκράγαντος ἐύδματον κολώναν P. 12.2
ἔσταν δ' ἐπ αὐλείαις θύραις ἀνδρὸς φιλοξείνου N. 1.19
ὃν Ψαμάθεια τίκτ' ἐπιλτ;γτ; ῥηγμῖνι πόντου N. 5.13
ἐπ' Ἀσωποῦ ῥεέθροις N. 9.9
ἐπ' Εὐρώτα ῥεέθροις I. 5.33
ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων; I. 7.13ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ Pae. 6.7
ὑδάτεσσι δ' ἐπ Ἀσωποῦ Pae. 6.134
]αις ἐπ Ἰσμηνίαι[ς Πα. 7C. a. 7. θεῶν ἐπὶ βωμοῖς (haec verba praebet codd. Plutarchi, non habet pap.) Θρ. 7. 10.b down upon with verb of movement.κελαινῶπιν δ' ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατὶ κατέχευας P. 1.7
“ ἥρως ἐπ' ἀκταῖσιν θορὼν” P. 4.36καί σφιν ἐπὶ γλυκεραῖς εὐναῖς ἐρατὰν βάλεν αἰδῶ P. 9.12
τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα ῥέποντα πρὸς ἀῶ P. 9.24
Ζεὺς δ' ἐπ Ἴδᾳ πυρφόρον πλᾶξε ψολόεντα κεραυνόν N. 10.71
ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ κύνα τρέχειν πυκινώτατον ἑρπετόν i. e. run down beasts fr. 106. 2. ἐπὶ λεπτῷ δενδρέῳ (sc. βαίνειν) fr. 230.c upon, overδόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14
φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις ἐπ Αἰολάδᾳ καὶ γένει εὐτυχίαν τετάσθαι Παρθ. 1. 12. τὰν δ ἐπ αὐχένι στρέφοισαν κάρα (sc. ἔλαφον) *fr. 107a. 6.* [ τοῦτο δόμεν γέρας ἐπὶ Βάττου γένει (codd.: ἔπι Tric.) P. 5.124]d upon, in addition toκλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων, Νεμέᾳ τ ἄλλαν ἐπ ἄλλᾳ O. 7.82
ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλοι δόμεν O. 8.84
κόσμον ἐπὶ στεφάνῳ χρυσέας ἐλαίας ἁδυμελῆ κελαδήσω O. 11.13
πέμπτον ἐπὶ εἴκοσιτοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο N. 6.58
e towards, in the direction ofἐπί τοι Ἀκράγαντι τανύσαις αὐδάσομαι O. 2.90
Ὀρσοτρίαινα δ' ἐπ Ἰσθμῷ ποντίᾳ ἅρμα θοὸν τάνυεν O. 8.49
f in respect, consideration ofαἰὼν πλοῦτόν τε καὶ χάριν ἄγων γνησίαις ἐπ' ἀρεταῖς O. 2.11
Θαλία τε ἐρασίμολπε, ἰδοῖσα τόνδε κῶμον ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα O. 14.16
ὁ δὲ λόγος ταύταις ἐπὶ συντυχίαις δόξαν φέρει P. 1.36
ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸν βαρύνει μάλιστ ἐσλοῖσιν ἐπ ἀλλοτρίοις P. 1.84
καὶ τὸ λοιπὸν ὁμοῖα, Κρονίδαι μάκαρες, διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν P. 5.119
τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν P. 9.89
Μοῖσα δ' οὐκ ἀποδαμεῖ τρόποις ἐπὶ σφετέροισι P. 10.38
ἐφ' ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος I. 1.26
μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς I. 1.47
τίμαθεν ἀμφικτιόνεσσιν ἵππων τ' ὠκυπόδων πολυγνώτοις ἐπὶ νίκαις Παρθ. 2. 45. similarly: θεὸς ἅπαν ἐπὶ ἐλπίδεσσι τέκμαρ ἀνύεται i. e. according to P. 2.49 μή τινα παρὰ ματρὶ μένειν ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι at the cost of P. 4.186 [ ἐπ' ἄλλοισι δ ἄλλοι μέγαλοι (byz.: om. codd.: ἐν add cod. V.) O. 1.113]g in the power ofτὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται. δαίμων δὲ παρίσχει P. 8.76
h frag. ] μιᾷ δ' ἐπὶ θήκᾳ[ fr. 169. 49.4 fragg. “ἐπὶ π[ ] κατερεῖψαι Πα. 8A. 22. ]τράπεζαν θεῶν ἐπ' ἀμβρ[ο Pae. 15.7
ἐφθέγξάμαν ἔπι [ (Hermann: ἐπί codd.) fr. 177f.5 in tmesis. τρίτον ἔπι στέφανον βαλών (Hermann: ἐπὶ codd.) P. 11.14χαίταισι μὲν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι O. 3.6
ἐπὶ ἄγει O. 2.37
ἐπὶ βαίνει O. 7.45
ἐπὶ τεῦξαι O. 8.32
ἐπὶ τίθησι P. 2.9
ἐπὶ ἔκλαγξε P. 4.23
εὔχομαί νιν Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δόμεν γέρας ἔπι Βάττου γένει (Tric.: ἐπιδόμεν intellexit Er. Schmid: ἐπὶ codd.) P. 5.124 “ ἐπὶ ἀγείραις” P. 9.54 δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους (v. ἐπιδικεῖν) P. 9.124ἐπὶ νεῦσαν I. 8.45
ἐπὶ ἔχεαν I. 8.58
ἐπὶ πέμπετε fr. 75. 2. ἐπὶ κεῖται Παρθ. 1. 8.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἔσταν — ἔστᾱν , ἵστημι make to stand aor ind act 3rd pl (doric) ἔστᾱν , ἵστημι make to stand aor ind act 1st sg (doric) ἵστημι make to stand aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕσταν — ἵστημι make to stand plup ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Homeric Greek — is the form of Ancient Greek that was used by Homer in the Iliad and Odyssey. It is an archaic version of Ionic Greek, with admixtures from certain other dialects, such as Aeolic Greek. It later served as the basis of Epic Greek, the language of… … Wikipedia
Nomina sacra — (singular: nomen sacrum) means sacred names in Latin, and can be used to refer to traditions of abbreviated writing of several frequently occurring divine names or titles in early Greek language Holy Scripture. Bruce Metzger s book Manuscripts of … Wikipedia
Nomina Sacra — (au singulier : nomen sacrum) signifie noms sacrés en Latin. Ce terme désiqne les traditions d abréviation pour l écriture de noms de Dieu ou de titres fréquemment utilisés dans l écriture sacrée en grec ancien. Le livre de Bru Metzger… … Wikipédia en Français
Nomina sacra — (au singulier : nomen sacrum) signifie noms sacrés en latin. Cette expression est utilisée pour désigner des traditions selon lesquelles on abrégeait certains noms divins ou sacrés fréquemment utilisés dans l écriture sainte de langue… … Wikipédia en Français
μυρίος — ία, ίο και μύριος, ια, ο (ΑΜ μυρίος, ία, ίον και μύριος, ία, ίον, Α θηλ. και μυρίος και αιολ. τ. μυρίη, Μ και μύριος, ια, ο) 1. (ως αριθμ. επίθ., συν. στον πληθ., προπαροξύνεται κατά τους αρχ. και μτγν. γραμματικούς ως προπαροξύτονο σημαίνει… … Dictionary of Greek
ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι … Dictionary of Greek