Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(πολιτείαι

См. также в других словарях:

  • πολιτεῖαι — πολῑτεῖαι , πολιτεία condition and rights of a citizen fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιτείαι — πολῑτείᾱͅ , πολιτεία condition and rights of a citizen fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιτεία — η, ΝΜΑ, ιων. τ. πολητηΐη, Α [πολιτεύομαι] 1. (στην αρχαιότητα) α) η μορφή τής κρατικής οργάνωσης που υιοθετούν οι πολίτες μιας χώρας, ο τύπος τού πολιτεύματος (α. «ὁμολογοῦνται τρεῑς εἶναι πολιτεῑαι, τυραννίς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία», Αισχίν …   Dictionary of Greek

  • ιδιώτης — ο, θηλ. ιδιώτις (ΑΜ ἰδιώτης, θηλ. ἰδιῶτις) 1. ο απλός πολίτης σε αντιδιαστολή με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα τής τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο αστυνομικός συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», Θουκ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • Δικαίαρχος — (τέλη 4ου αι. π.Χ.). Φιλόσοφος της περιπατητικής σχολής. Καταγόταν από τη Μεσσήνη. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη ζωή του, ενώ από το έργο του σώζονται μόνο λίγα αποσπάσματα. Το σύγγραμμά του Βίος Ελλάδος πρέπει να ήταν η πρώτη ιστορία του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»