Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐκπώματα

См. также в других словарях:

  • ἐκπώματα — ἔκπωμα drinking cup neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀκπώματ' — ἐκπώματα , ἔκπωμα drinking cup neut nom/voc/acc pl ἐκπώματι , ἔκπωμα drinking cup neut dat sg ἐκπώματε , ἔκπωμα drinking cup neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀκπώματα — ἐκπώματα , ἔκπωμα drinking cup neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπώματ' — ἐκπώματα , ἔκπωμα drinking cup neut nom/voc/acc pl ἐκπώματι , ἔκπωμα drinking cup neut dat sg ἐκπώματε , ἔκπωμα drinking cup neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ANATHEMA sim — Iudaeis et antiquis Christianis, sollennis in iureiurando formula; h. e. a Synagoga et Ecclesia exclusus sim: Cuiusmodi anathema sibi imprecari, καταναθεματίζειν, dixêre. Apud Matthaeum c. 26. v. 74. de Petro Dominun abiurante, τότε ἤρξατο… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • THEBAIS — I. THEBAIS insigne Statii opus, totis 12. annis summâ curâ ab eo elaboratum. Nomen autem habet ab argumento, eod quod bellum contineat inter Eteoclem et Polynicem ad Thebas gestum, in quo duo fratres mutuis vulneribus perierunt. Iuvenal. Satyr. 7 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… …   Dictionary of Greek

  • εκπωματοποιός — ο (AM ἐκπωματοποιός) αυτός που κατασκευάζει εκπώματα …   Dictionary of Greek

  • εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… …   Dictionary of Greek

  • μαθαλίς — μαθαλίς, ίδος, ἡ (Α) είδος ποτηριού ή μέτρου («μαθαλίδες ἐκπώματά τινα, οἱ δὲ μέτρα, ὡς κύαθοι», Ησύχ.) …   Dictionary of Greek

  • περιαργυρώ — όω, ΝΜΑ [περιάργυρος] περικαλύπτω κάτι με ελάσματα αργύρου, ασημοδένω («ἐκπώματα ποιεῑν ἐξ αὐτῶν τὰ χείλη περιαργυροῡντας καὶ χρυσοῡντας», Αθήν.) (μσν. διακοσμώ, στολίζω κάτι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»