Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κείμενος

См. также в других словарях:

  • κείμενος — κεῖμαι Aër. perf part mp masc nom sg κεῖμαι Aër. pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Epistula ad Carpianum — Der Epistula ad Carpianum (Brief an Carpian) ist die traditionelle Bezeichnung eines Briefes, den Eusebius an einen Christen namens Carpianus geschrieben hat und der mitunter im Kanon der Evangelien auftaucht. In diesem Text erklärt Eusebius sein …   Deutsch Wikipedia

  • Vollkommen — Vóllkommen, adj. et adv. vollkommener, vollkommner, vollkommenste, ein altes, jetzt nur noch in figürlichem Verstande übliches Wort. Es bedeutete ehedem, 1. * Eigentlich, an den verlangten Ort gekommen, da es denn eigentlich das Mittelwort des… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • OPIFICES — sub Minervae olim patrocinio fuêre: Ovid. Fastor. l. 3. v. 833. Namque Mille Dea est operum. Hinc de illa sic Isidorus: Minervam Gentiles multis ingeniis praedicant: hanc enim primam lanificii usum monstrâsse, hanc etiam telam ordisse et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί …   Dictionary of Greek

  • κείμενα — (Μ) επίρρ. σύμφωνα με τον νόμο («κείμενα καὶ κατά την κρίσιν», Ασσίζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κείμενον, ουδ. τής μτχ. κείμενος τού κεῖμαι] …   Dictionary of Greek

  • μαίευμα — μαίευμα, τὸ (AM) [μαιεύομαι] 1. το βρέφος που γεννήθηκε με τη βοήθεια τής μαίας («σὸν μὲν παιδίον, ἐμὸν δὲ μαίευμα», Πλάτ.) 2. μτφ. καθετί που έρχεται στο φως («ὁ ἐν σωματίοις κείμενος λόγος... ἔστι τοῡ ὑποδεξαμένου κώδικος μαίευμα, σπαργανοῡντος …   Dictionary of Greek

  • ουδέ πω — οὐδέ πω και οὐδέπω (Α) (επίρρ. και σύνδ.) 1. και ούτε ακόμη («οὐ γάρ πω σχεδὸν ἦλθον Ἀχαιίδος οὐδέ πω ἁμῆς γῆς ἀπέβην», Ομ. Οδ.) 2. όχι ακόμη, μέχρι τώρα όχι («ἐν μνήματι..., οὗ οὐκ ἦν οὐδεὶς οὐδέπω κείμενος», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + μόριο πω… …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • υποστρώμνιος — ον, Μ (κατά τον Φώτ.) «ὁ ἐν τῇ στρωμνῇ κείμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στρωμνή «στρώμα, κρεβάτι» + κατάλ. ιος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»