-
1 αιμορραγίας
αἱμορραγίᾱς, αἱμορραγίαhaemorrhage: fem acc plαἱμορραγίᾱς, αἱμορραγίαhaemorrhage: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 αἱμορραγίας
αἱμορραγίᾱς, αἱμορραγίαhaemorrhage: fem acc plαἱμορραγίᾱς, αἱμορραγίαhaemorrhage: fem gen sg (attic doric aeolic) -
3 ανασχετικές
η, όν1) сдерживающий, обуздывающий; останавливающий;φάρμακο ανασχετικέςό της αιμορραγίας — кровеостанавливающее средство;
2) воен, заградительный;ανασχετικέςά πυρά — заградительный огонь
-
4 ἵστημι
ἵστημι (cf. ἱστάω, ἱστάνω),I causal, make to stand, imper.ἵστη Il.21.313
, E.Supp. 1230,καθ-ίστα Il.9.202
: [tense] impf. ἵστην, [dialect] Ep.ἵστασκε Od.19.574
; [ per.] 3pl.ἵσταν B.10.112
: [tense] fut. στήσω, [dialect] Dor.στᾱσῶ Theoc.5.54
: [tense] aor. 1 ἔστησα, [dialect] Ep. [ per.] 3pl. ἔστᾰσαν for ἔστησαν dub. in Od.18.307, 3.182, 8.435, al. (v. ἔστᾰσαν): hence, in late Poets, ἔστᾰσας, ἔστᾰσε, AP9.714,708 (Phil.): [tense] aor. 1 [voice] Med. ἐστησάμην (never intr.), v. infr.A.111.2, 3: [tense] pf.ἕστᾰκα Cerc.3
, ([etym.] καθ-) Hyp.Eux.28, UPZ 112.5 (ii B.C.), ([etym.] περι-) Pl.Ax. 370d, ([etym.] ἀφ-) LXXJe.16.5, ([etym.] παρ-) Phld.Rh. 1.9S., al., ([etym.] συν-) S.E.M.7.109; also ἕστηκα (v. infr.) in trans. sense, ([etym.] δι-) Arist.Vent. 973a18, ([etym.] ἀφ-) v.l. in LXX l.c.; ἑστακεῖα trans. in Test.Epict.1.25.II intr., stand,1 [voice] Act., [tense] aor. 2 ἔστην, [dialect] Ep.στάσκον Il.3.217
; [ per.] 3pl. ἔστησαν, more freq. in Hom. ἔσταν, στάν [ᾰ]; imper. στῆθι, [dialect] Dor.στᾶθι Sapph.29
, Theoc.23.38; subj. στῶ, [dialect] Ep. 2 and [ per.] 3sg. στήῃς, στήῃ (for στῇς, στῇ), Il.17.30, 5.598; [ per.] 1pl. στέωμεν (as disyll.) 22.231,στείομεν 15.297
; opt. σταῖεν, [dialect] Ep. [ per.] 3pl.σταίησαν 17.733
; inf. στῆναι, [dialect] Ep.στήμεναι 17.167
, Od.5.414, [dialect] Dor.στᾶμεν Pi.P.4.2
; part. στάς: [tense] pf. ἕστηκα: [tense] plpf. ἑστήκειν, sts. with strengthd. augm. εἱστήκειν, as E.HF 925, Ar.Av. 513, Th.1.89, etc.; [dialect] Ion. [ per.] 3sg.ἑστήκεε Hdt. 7.152
:—from Hom. downwds. the shorter dual and pl. forms of the [tense] pf. are preferred, ἕστᾰτον, ἕστᾰμεν, ἕστᾰτε, ἑστᾶσι (IG12(8).356 (Thasos, vi B.C.), etc.), in Hdt. ἑστέᾱσι; imper.ἕστᾰθι Aristomen. 5
; subj. ἑστῶ; opt. ἑσταίην; inf. ἑστάναι, [dialect] Ep. ἑστάμεν, ἑστάμεναι ( ἑστηκέναι only late, as Ael.VH3.18); part. ἑστώς ( ἑστηκώς rare in early Gr., Hdt.2.126, Pl.Men. 93d, Lg. 802c, Arist. (infr. B.11.2), Alex.126.16,εἱστηκότα IG12.374.179
), fem. ἑστῶσα (not ἑστυῖα; but συνεστηκυιῶν prob. in Hp.Aër.10), neut. , Tht. 183e, SIG 1234 ([place name] Lycia), etc., ([etym.] καθ-) POxy.68.32 (ii A.D.), ([etym.] ἐν-) PRyl. 98 (a).10 (ii A.D.), ([etym.] παρ-) Ar.Eq. 564 (- ώς freq. v.l. as in Pl. and Ar. ll.cc., preferred by Choerob.in Theod.2.313); gen. ἑστῶτος; [dialect] Ion. ἑστεώς, ἑστεός, ῶτος; [dialect] Ep. ; dat. pl. ἑστηῶσι cj. in Antim.16.5, cf. Call.Dian. 134; Hom. does not use the nom., but has gen. ἑστᾰότος, acc. ἑστᾰότα, nom. pl. ἑστᾰότες, as if from ἑσταώς: so also [tense] plpf. ἑστάτην, ἕστᾰμεν, ἕστᾰτε, ἕστᾰσαν: late [tense] pres. ἑστήκω, formed from [tense] pf., Posidipp. ap. Ath.10.412e: hence, [tense] fut.ἑστήξω Hom. Epigr.15.14
, X.Cyr.6.2.17, Hegesipp.1.25,ἑστήξομαι X.Cyn.10.9
codd.2 [voice] Pass., ἵσταμαι: imper. , , Ar.Ec. 737: [tense] impf. ἱστάμην: [tense] fut.στᾰθήσομαι And.3.34
, Aeschin. 3.103: more freq.στήσομαι Il.20.90
, etc.: [tense] aor.ἐστάθην Od.17.463
, etc.; rarely ἔστην, [dialect] Dor. [ per.] 3sg. (Argos, v B.C.): [tense] pf. ἕσταμαι ([etym.] δι-) v.l. in Pl.Ti. 81d, κατεστέαται v.l. in Hdt.1.196. (From I.-E. sthā-, cf. Skt. sthā- ([tense] aor. á-sthā-t), Lat. stare, etc.; Gr. redupl. [tense] pres. and [tense] pf. fr. si-sthā-, se-sthā-.)A Causal, make to stand, set up,πελέκεας ἑξείης Od.19.574
; ἔγχος μέν ῥ' ἔστησε φέρων πρὸς κίονα he set it against the pillar, 1.127, cf. Il. 15.126; ἱ. ἱστόν set up the loom, or raise the mast (v.ἱστός 1
and 11); κρητῆρας στήσασθαι to have bowls set up, Od.2.431; θεοῖς.. κρητῆρα στήσασθαι in honour of the gods, Il.6.528; στῆσαί τινα ὀρθόν, στ. ὀρθὰν καρδίαν, Pi.P.3.53,96;ὀρθῷ στ. ἐπὶ σφυρῷ Id.I.7(6).13
;ἐς ὀρθὸν ἱ. τινά E.Supp. 1230
; ;ὀρθὸν οὖς ἵστησιν S.El.27
; στῆσαι λόγχας, for battle, Id.Ant. 145(lyr.); esp. raise buildings, statues, trophies, etc.,ἱ. ἀνδριάντα Hdt.2.110
; ;τροπαῖον ἱ. τῶν πολεμίων Isoc.4.150
, cf.IG22.1457.26;τροπαῖον στησάμενοι X.HG2.4.7
; ;τὰ μακρὰ στῆσαι τείχη Th.1.69
; ἱ. τινὰ χαλκοῦν set him up in brass, raise a brazen statue to him, D.13.21, 19.261 (so in [tense] pf., stand,οὗτος ἕστηκε λίθινος Hdt.2.141
:—[voice] Pass.,σφυρήλατος ἐν Ὀλυμπία στάθητι Pl.Phdr. 236b
;σταθῆναι χαλκοῦς Arist.Rh. 1410a33
).II set, place, of things or persons,τρίποδ' ἔστασαν ἐν πυρί Od.8.435
, etc.; , etc.; fix,τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὴν γῆν Philostr.VA1.10
; esp. set men in order or array,πεζοὺς δ' ἐξόπιθε στῆσεν Il.4.298
, cf. 2.525, etc.;στῆσαί τινας τελευταίους X. Cyr.6.3.25
, etc.III bring to a standstill, stay, check,λαὸν δὲ στῆσον Il.6.433
; νέας, ἵππους, ἡμιόνους στῆσαι, Od.3.182, Il.5.755, 24.350; μύλην στῆσαι to stop the mill, Od.20.111; στῆσεν ἄρ' (sc. ἡμιόνους) 7.4; στῆσε δ' ἐν Ἀμνισῷ (sc. νῆα) 19.188;βᾶριν Iamb.Myst.6.5
; στῆσαι τὴν φάλαγγα halt it, X.Cyr.7.1.5;ἵστησι ῥοῦν Pl.Cra. 437b
, etc.; ἵ. τὴν ψυχὴν ἐπὶ τοῖς πράγμασιν ib. 437a; στ. τὰ ὄμματα fix them, of a dying man, Id.Phd. 118; στ. τὸ πρόσωπον compose the countenance, X.Cyr.1.3.9;στήσαντες ἐπὶ τούτων τὴν διήγησιν Plb. 3.2.6
: esp. in Medic.,ἵ. κοιλίαν Dsc.1.20
; τὰς κοιλίας Philotim. ap. Orib.4.10.1;αἱμορραγίας Dsc.1.129
: abs., Arist.HA 605a29:—[voice] Med.,ἱστάμενος τῷ νοσήματι Hp.Ep.19
( Hermes 53.65).2 set on foot, stir up,κονίης.. ἱστᾶσιν ὀμίχλην Il.13.336
;ἵστη δὲ μέγα κῦμα 21.313
;νεφέλην ἔστησε Κρονίων Od.12.405
, cf. Il.5.523; of battle, etc., φυλόπιδα στήσειν stir up strife, Od.11.314;ἔριν στήσαντες 16.292
(so intr. φύλοπις ἕστηκε the fray is on foot, Il.18.172):—also in [voice] Med., στησάμενοι δ' ἐμάχοντο ib. 533, Od.9.54;πολέμους ἵστασθαι Hdt.7.9
.β', 175, 236; soἱστάναι βοήν A.Ch. 885
; ([voice] Pass., θόρυβος ἵσταται βοῆς arises, S.Ph. 1263); also of passions and states of mind, μῆνιν, ἐλπίδα στῆσαι, Id.OT 699, E.IA 788(lyr.).3 set up, appoint,τινὰ βασιλέα Hdt.1.97
; , cf. OC 1041, Ant. 666:—[voice] Med.,ἐστάσαντο τύραννον Alc.37
A;φύλακας στησόμεθα Pl.R. 484d
:—[voice] Pass.,ὁ ὑπὸ Δαρείου σταθεὶς ὕπαρχος Hdt.7.105
, cf. IG 9(1).32.23 (Stiris, ii B.C.).4 establish, institute, χορούς, παννυχίδα, Hdt.3.48, 4.76 (soστήσασθαι ἤθεά τε καὶ νόμους Id.2.35
; ); στῆσαι χορόν, Ὀλυμπιάδα, ἑορτάν, Pi.P.9.114, O.2.3, 10(11).58;κτερίσματα S.El. 433
;χορούς B.10.112
, D.21.51; οὐχ ὑγιῶς ἱστάμενος λόγον setting up a bad argument, Anon.Lond.26.34:—[voice] Pass.,ἀγορὴ ἵσταταί τινι Hdt.6.58
.5 = Lat. statuere, determine,γνῶναι καὶ στῆσαι D.H.8.68
;διαγεινώσκειν καὶ ἱστάναι Not. Arch.4.21
(Aug.):—[voice] Pass.,τὰ ὑπό τινος σταθέντα OGI665.27
(Egypt, i A.D.); τὰ ἑσταμένα Wilcken Chr.167.27 (ii B.C.).6 fix by agreement,ὁ σταθεὶς τόκος PGrenf.1.31.1
(i B.C.), cf. PFlor.14.11 (iv A.D.);τὸ ἑσταμένον ἐνοίκιον BGU253.15
(iii A.D.).IV place in the balance, weigh, Il.19.247, 22.350, 24.232, Ar.V.40; [ ἐκπώματα] Thphr.Char.18.7;ἀριθμοῦντες καὶ μετροῦντες καὶ ἱστάντες X.Cyr.8.2.21
, etc.; ἱστάναι τι πρὸς ἀργύριον weigh a thing against silver, Hdt.2.65; ἀγαθὸς ἱστάναι good at weighing, Pl.Prt. 356b; τὸ ἐγγὺς καὶ τὸ πόρρω στήσας ἐν τῷ ζυγῷ ibid., cf. Lys.10.18; ἐπὶ τὸ ἱστάναι ἐλθεῖν have recourse to the scales, Pl.Euthphr.7c:—[voice] Pass.,ἵστασθαι ἐπὶ ζυγοῦ Arr.Epict.1.29.15
; weighed,IG
11(2).161B113 (Delos, iii B.C.).B [voice] Pass. and intr. tenses of [voice] Act., to be set or placed, stand, Hom. etc., ἀγχοῦ, ἆσσον, Il.2.172, 23.97;ἄντα τινός 17.30
;ἐς μέσσον Od.17.447
;σταθεὶς ἐς μέσον Hdt.3.130
; ἀντίοι ἔσταν, ἐναντίοι ἔστησαν, Il.1.535, Od.10.391: prov. of critical circumstances,ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς Il.10.173
: freq. merely a stronger form of εἶναι, to be in a certain place or state, , etc.; ἑστάτω for ἔστω, S.Aj. 1084; τὰ νῦν ἑστῶτα,= τὰ νῦν, Id.Tr. 1271 (anap.);ἐμοὶ δ' ἄχος ἕστᾱκεν Id.Aj. 200
(lyr.): with Adv., ξυμφορᾶς ἵν' ἕσταμεν, ἵν' ἕστ. χρείας, in what case or need we are, Id.Tr. 1145, OT 1442; ποῦ τύχης ἕστηκεν; Id.Aj. 102; later also ἀδίκως, ὀρθῶς, εὐλαβῶς ἵστασθαι, behave wrongly, etc., Plb.18.3.2, 33.6.3, 18.33.4.2 take up an intellectual attitude,ὡς ἵστασθαι δεῖ περὶ χρημάτων κτήσεως Phld.Oec.p.38J.
; οὐκ ὀρθῶς ἵ. Id.Rh.1.53S.3 in pregnant sense,στῆναι ἐς.. Hdt.9.21
;στ. ἐς δίκην E.IT 962
;στ. παρά τινα Il.24.169
(but οἱ μὴ στάντες παρὰ τὰ δεινά those who did not face the danger, D.H.9.28): c. acc. loci, τί τοῦτ' αἰθερίαν ἕστηκε πέτραν; E.Supp. 987 (lyr.);στῆτε τόνδε τρίβον Id.Or. 1251
:c. acc. cogn., ποίαν μ' ἀνάστασιν δοκεῖς.. στῆναι; S.Ph. 277.II stand still, halt,ἀλλ' ἄγε δὴ στέωμεν Il.11.348
, cf. Od.6.211, 10.97; opp. φεύγω, 6.199, etc.; stand idle, Il.4.243, al.; ἑστάναι to be stationary, opp. κινεῖσθαι, Pl.R. 436c, etc.;κατὰ χώρην ἑστάναι Hdt.4.97
; οὐ μὴν ἐνταῦθ' ἕστηκε τὸ πρᾶγμα does not rest here, D.21.102, cf. 10.36; ἐὰν ἡ κοιλία στῇ if the bowels are constipated, Arist.HA 588a8: c. part.,οὐ στήσεται ἀδικῶν D.10.10
; come to a stop, rest satisfied,ἄν τις ὀρθῶς ἐπιβάλῃ, ἔπειτα σταθῇ Epicur. Fr. 423
;οὐχ ἱστάμενοι Plot.3.1.2
: impers., ἵσταται there is a stop, one comes to a stop, Arist.APr. 43a37, al.;οὐκ ἔστη ἐνταῦθα κακοῖς γενομένοις ἀποθανεῖν Plot.3.2.8
; alsoἵστασθαι μέχρι τοῦ γένους Them.in APo. 55.8
,al.2 metaph., stand firm, X.HG5.2.23;τῇ διανοίᾳ Plb.21.11.3
; of arguments or propositions, hold good, Phld.Rh.1.83, 2.192 S.: part., ἑστηκώς fixed, stable, Arist.GA 776a35, EN 1104a4, Metaph. 1047a15; (Delph., ii B.C.);λογισμὸς ἑστὼς καὶ νουνεχής Plb.3.105.9
;τέχναι οὐκ ἔχουσαι τὸ ἑστηκός, ἀλλὰ τὸ στοχαστικόν Phld.Rh.1.71S.
(so Adv. ἑστηκότως, opp. στοχαστικῶς, ib.70S.), cf. Iamb.Protr.21.κ'; χρεία ἑστηκυῖα καὶ τεταγμένη Plb.6.25.10
; ἑστηκότα θεωρήματα, ἑστηκότες σκοποί, Phld.Rh.1.2S., Po.5.22; of age,ἑστηκυῖα ἡλικία Pl.Lg. 802c
; τιμαὶ ἑστηκυῖαι fixed prices, PTeb.ined.703.177.III to be set up or upright, stand up, rise up,κρημνοὶ ἕστασαν Il.12.55
;ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν 24.359
, cf. A.Th. 564(lyr.), Pl. Ion 535c, etc.;κονίη ἵστατο Il.2.151
;ἵστατο κῦμα 21.240
; of a horse, ἵστασθαι ὀρθός to rear, Hdt.5.111; ἵστασθαι βάθρων from the steps, S.OT 143.2 to be set up, erected, or built,στήλη, ἥ τ' ἐπὶ τύμβῳ ἑστήκῃ Il.17.435
;ἕστακε τροπαῖον A. Th. 954
(lyr.); , etc.; v. supr. A.11.3 generally, arise, begin,ἵστατο νεῖκος Il.13.333
; cf. A. 111.2.4 in marking Time, ἔαρος νέον ἱσταμένοιο when spring is not long begun, Od.19.519; ἕβδομος ἑστήκει μείς the seventh month was begun, Il. 19.117; τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ' ἱσταμένοιο as one month ends and the next begins, Od.14.162, cf. Hes.Op. 780; later μὴν ἱστάμενος, μεσῶν, φθίνων, first in Hdt.6.57, 106, cf. And.1.121, Aeschin.3.67;σχεδὸν ἤδη μεσημβρία ἵσταται Pl.Phdr. 242a
.
См. также в других словарях:
αἱμορραγίας — αἱμορραγίᾱς , αἱμορραγία haemorrhage fem acc pl αἱμορραγίᾱς , αἱμορραγία haemorrhage fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιμόσταση — Το σύνολο των μηχανισμών με τους οποίους ο οργανισμός του ανθρώπου προστατεύεται από την επικίνδυνη για τη ζωή του απώλεια αίματος και διατηρεί σε ρευστή κατάσταση το κυκλοφορούμενο αίμα. Κάθε εκτροπή της ισορροπίας του αιμοστατικού μηχανισμού… … Dictionary of Greek
ίσχαιμος — η, ο (ΑΜ ἴσχαιμος, ον) αυτός που προκαλεί αναστολή τής κυκλοφορίας τού αίματος («ἴσχαιμος περίδεσις» η πρόχειρη κατάπαυση τής αιμορραγίας από κάποιο τραύμα, Θεόφρ.) αρχ. 1. (για φάρμακα) ο στυπτικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἴσχαιμος ρίζα φυτού που… … Dictionary of Greek
αιμάτωμα — Η συλλογή αίματος μέσα σε μια μη προσχηματισμένη κοιλότητα των ιστών. Οφείλεται στην έκχυση μεγάλης ποσότητας αίματος από ένα αγγείο. Τα περισσότερα α. απορροφούνται αυτόματα. Χειρουργικά πρέπει να αντιμετωπίζονται μόνο όσα είναι επικίνδυνα λόγω… … Dictionary of Greek
αιματέμεση — Η αποβολή αίματος από το στόμα με εμετό. Αποτελεί συνήθως εκδήλωση αιμορραγίας του οισοφάγου, του στομάχου ή του δωδεκαδάκτυλου. Η α. παρατηρείται και στα βρέφη. * * * η Ιατρ. η αποβολή αίματος από το στόμα με τη μορφή εμέτου. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
αιμορραγία — Η έξοδος του αίματος από τα αγγεία που το περιέχουν. Μπορεί να οφείλεται σε τραυματικές βλάβες ή σε παθήσεις που προκαλούν αλλοίωση στα τοιχώματα των αγγείων. Μερικές φορές η τοπική αιτία παραμένει άγνωστη, γιατί το αγγείο που έχει θιγεί… … Dictionary of Greek
αιμοστατικός — ή, ό (Α αἱμοστατικός, ή, ὸν) Ιατρ. κάθε μέσο ή ενέργεια που εφαρμόζεται για το σταμάτημα μιας αιμορραγίας, π.χ. αιμοστατικά φάρμακα, αιμοστατικές λαβίδες, αιμοστατική επίδεση (βλ. αιμόσταση). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + στατικὸς < στατὸς < ἵστημι … Dictionary of Greek
αμηνόρροια — Η έλλειψη εμμήνων. Υπάρχουν δύο μορφές α.· η μία όταν τα έμμηνα δεν εμφανίζονται ποτέ και η άλλη όταν, ενώ πρώτα ήταν κανονικά, ξαφνικά δεν εμφανίζονται πλέον, από αιτίες που σχετίζονται με τη μήτρα, τις ωοθήκες, τον θυρεοειδή, τα επινεφρίδια,… … Dictionary of Greek
απολίνωση — Το δέσιμο αιμοφόρου αγγείου με σκοπό τη διακοπή της ροής του αίματος. Η α. γίνεται σε περιπτώσεις αιμορραγίας, για τη θεραπεία ανευρυσμάτων και για την αναίμακτη διαίρεση τμημάτων των ιστών. Το νήμα που χρησιμοποιείται συνήθως για την περίδεση… … Dictionary of Greek
απολακτισμός — ἀπολακτισμός, ο (AM) μσν. περιφρόνηση, παράβαση (του όρκου) αρχ. 1. το διώξιμο με κλοτσιές 2. ιατρ. είδος αιμορραγίας … Dictionary of Greek
αποπληξία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από απότομη απώλεια της συνείδησης (εγκεφαλικό ίκτους), της κινητικότητας και της αισθητικότητας και οφείλεται συνήθως σε εγκεφαλική αιμορραγία, μπορεί όμως να προκληθεί και από θρόμβωση ή εμβολή αιμοφόρου αγγείου του… … Dictionary of Greek