Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ῶτος

См. также в других словарях:

  • Ὦτος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ωτός — (I) ΝΜΑ κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας, που παράγονται από ουσιαστικά (πρβλ. αγκαθ ωτός, δαντελ ωτός, δικτυ ωτός, διχαλ ωτός, κλαδ ωτός, κροκ ωτός, οδοντ ωτός κ.ά.) (II) Ν κατάληξη επιθέτων τής Νέας Ελληνικής που… …   Dictionary of Greek

  • ώτος — Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της Ιφιμέδειας. * * * ο / ὦτος, ΝΑ, και ὠτός Α νεοελλ. ζωολ. γένος γλαυκόμορφων πτηνών, στο οποίο ανήκει μεταξύ άλλων και ο κν. γνωστός γκιόνης αρχ. 1. το πουλί μπούφος («ὁ δ ὦτος,… …   Dictionary of Greek

  • ωτός — Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της Ιφιμέδειας. * * * ὁ, Α βλ. ώτος …   Dictionary of Greek

  • ὠτός — οὖς Cultes Egyptiens neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὦτος — ἆ̱τος , ἄατος insatiate masc/fem nom sg ἄτος , ἆτος insatiate masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελ(λ)ωτός — ή, ό, Ν [σελ(λ)ώνω] (για άλογο) αυτός στον οποίο έχει προσδεθεί σέλα («το σελλωτό σπαθάτο τής Αραπιάς... φρουμάζει», Μαλακ.) …   Dictionary of Greek

  • σκιρ(ρ)ωτός — ή, ό, Ν βλ. σκυρωτός …   Dictionary of Greek

  • παρθενόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει παρθενικό, λεπτό, ωραίο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + χρως, ωτός «χρώμα»] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α ποικιλόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + χρως (< χρως, ωτός «χρώμα»), πρβλ. πολύ χρως] …   Dictionary of Greek

  • πολυέρως — ωτος, ὁ, Α 1. αυτός που αγαπά πολύ 2. αυτός που έχει πολλούς έρωτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἔρως, ωτος (πρβλ. φίλ ερως)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»