-
1 τρόχασμα
A course, running, App.Anth.6.193 (pl.): also [suff] τροχ-ασμός, ὁ, Hippiatr.42 (pl.), Hsch. s.v. ὑπὸ δρόμον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρόχασμα
-
2 τροχαστής
A one who works a water-wheel, PKlein.Form.1197 (vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχαστής
-
3 τροχαστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχαστικός
-
4 τροχάω
τροχ-άω, [dialect] Ep. form of τροχάζω, Arat. 1105, APl.4.275 (Posidipp.), Anacreont.29.6, etc.; of the stars,A revolve, Arat.227. -
5 τροχειλέα
A v. τροχιλεία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχειλέα
-
6 τροχελλέα
A v. τροχιλεία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχελλέα
-
7 τροχεός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχεός
-
8 τροχερός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχερός
-
9 τροχεύομαι
τροχ-εύομαι, = Lat.A rotor, Dosith.p.432K.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχεύομαι
-
10 τροχεῖον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχεῖον
-
11 τροχή
-
12 τρόχιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρόχιμος
-
13 τρόχιον
τρόχ-ιον, τό, Dim. of τροχός, IG42(1).102.292 (Epid., iv B. C.), 22.1548.4, 1550.4, Hero Aut.10.2, Spir.1.16; cf. τροχεῖον,A rotella, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρόχιον
-
14 τροχιός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχιός
-
15 τρόχις
τρόχ-ις, ὁ, -
16 τροχώδης
τροχ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχώδης
-
17 τρόχωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρόχωσις
-
18 τροχωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχωτός
-
19 δοάσσατο
A it seemed, in phrase ὧδε δέ (or ὣς ἄρα) οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι so it seemed to him to be best, Il.13.458, Od.5.474, al.; also ὡς ἄν τοι πλήμνη γε δοάσσεται ([dialect] Ep. for δοάσσηται) ἄκρον ἱκέσθαι till the nave appear even to graze, Il.23.339.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δοάσσατο
-
20 τροχός
A wheel, Il.6.42, 23.394, etc.;γῆ ἐπημαξευμένη τροχοῖσιν S.Ant. 252
; ἐν πτερόεντι τ... κυλινδόμενον, of Ixion, Pi.P.2.22; τροχοὺς μιμεῖσθαι to imitate wheels, of one who bends back so as to form a wheel, X.Smp.2.22, 7.3: metaph. of fortune,πότμος ἐν.. θεοῦ τροχῷ κυκλεῖται S.Fr. 871
; alsoμανίας τροχῷ E. Pirith.Oxy.2078
Fr.1.14.2 potter's wheel, Il.18.600; τροχῷ ἐλαθεὶς [ λύχνος] (cf. τροχήλατος) Ar.Ec.4;τροχοῦ ῥύμαισι τευκτὸν.. κύτος Antiph.52.2
, cf. Pl.R. 420e.3 wheel of a stage-machine, Ar.Fr. 188; also of a water-wheel,ὁ τ. τῆς μηχανῆς POxy.1292.13
(i A. D.);τ. καὶ μηχανή PSI9.1072.9
(iii A. D.).4 wheel of torture, Anacr.21.9;ἐπὶ τοῦ τ. στρεβλοῦσθαι Ar.Pl. 875
, Lys. 846, D.29.40; ;ἐπὶ τὸν τ. ἀναβῆναι Antipho 5.40
;ἀναβιβάζειν τινὰ ἐπὶ τὸν τ. And.1.43
;ἐν τῷ τ. ἐνδεδεμένον Plu.2.509c
; τῷ τ. προσηλοῦν [ 'Ιξίονα] ib.19e, cf. Luc. DDeor.6.5.II child's hoop, Antyll. ap. Orib.6.26.5, S.E.P.1.106.III round cake, κηροῖο, στέατος τ., Od.12.173, 21.178; τ. ἡλίου the sun's disk, Ar.Th.17 (v. infr. B); coil of a serpent, Orph.L. 136.IV θαλάττης γῆς τε τ. circles or zones of land and sea, Pl.Criti. 113d, cf. 115c, 116a, 117c sq., Plu.Luc.39.V circuit of a wall or fortification,Κυκλώπιος τ. S.Fr. 227
, cf. Sch.A Pl.Lg. 681a (v. facsim. fol. 175v).2 ring for passing a rope through, on board ship, ib.94.IX a fish or sea-monster (Lat. rota, Plin. HN9.8), Ael.NA13.20.X metaph.,ὁ τ. τῆς γενέσεως Ep.Jac.3.6
;ὁ τῆς εἱμαρμένης τε καὶ γενέσεως τ. Simp.in Cael.377.14
.B τρόχος, ὁ, circular race, Hp.Vict.2.63, 3.68, Insomn.89; μὴ πολλοὺς τ. ἁμιλλητῆρας ἡλίου not many racing courses of the sun, i.e. not many days (codd. τροχούς wheels), S.Ant. 1065;παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι E.Med.46
.II an animal, Herodor.58J. ( Trypho ap.Ammon. Diff.p.131 V. distd. the two senses as above.)------------------------------------τροχ-ός [(B)], όν,
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… … Dictionary of Greek
Υλεύς — έως, ὁ, Α όνομα σκύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + επίθημα εύς (πρβλ. τροχ εύς)] … Dictionary of Greek
ζυγάδην — (Α) επίρρ. κατά ζεύγη, ζευγαρωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + κατάλ. άδην, πρβλ. δρομ άδην, τροχ άδην] … Dictionary of Greek
κιρκήλατος — κιρκήλατος, ον (Α) αυτός που καταδιώκεται από τον κίρκο («κιρκηλάτου ἀηδόνος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κίρκος + ήλατος (< ἐλαύνω «οδηγώ, διώκω»), πρβλ. ιππ ήλατος, τροχ ήλατος. Το η λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
κλαδίσκος — ο (Α κλαδίσκος) μικρός κλάδος, κλαδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι) + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. τροχ ίσκος, υπαλληλίσκος)] … Dictionary of Greek
κραδαλός — κραδαλός, ή, όν (Α) αυτός που κραδαίνεται εύκολα, ευκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη με σημ. «το άκρο τού κλαδιού (που σείεται)» + επίθημα αλό ς (πρβλ. ομ αλός, τροχ αλός)] … Dictionary of Greek
κρικηλασία — η (Α κρικηλασία) είδος παιδικού παιχνιδιού, το τσέρκι, το στεφάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίκος + ηλασία (< ηλάτης < ἐλαύνω. Το η τού τ. οφείλεται στον νόμο τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. κωπ ηλασία, τροχ ηλασία)] … Dictionary of Greek
κρυφάδην — και κρυφάδις και βοιωτ. τ. κρουφάδαν (Α) επίρρ. κρυφά, μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύφα + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. νομ άδην, τροχ άδην)] … Dictionary of Greek
κωπήλατος — η, ο (Α κωπήλατος, ον) νεοελλ. αυτός που κινείται με κουπιά («κωπήλατο σκάφος») αρχ. αυτός που μοιάζει με κουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ ήλατος, τροχ ήλατος. Το η λόγω τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
λοχάδην — (Α) επίρρ. δόλια, προδοτικά, με ενέδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «ενέδρα, παγίδα» + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. νομ άδην, τροχ άδην)] … Dictionary of Greek
λυκήλατος — λυκήλατος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) το χέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + ήλατος (< ἐλατός < ἐλαύνω), πρβλ. θε ήλατος, τροχ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek