Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τροχ-ός

См. также в других словарях:

  • τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… …   Dictionary of Greek

  • Υλεύς — έως, ὁ, Α όνομα σκύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + επίθημα εύς (πρβλ. τροχ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • ζυγάδην — (Α) επίρρ. κατά ζεύγη, ζευγαρωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + κατάλ. άδην, πρβλ. δρομ άδην, τροχ άδην] …   Dictionary of Greek

  • κιρκήλατος — κιρκήλατος, ον (Α) αυτός που καταδιώκεται από τον κίρκο («κιρκηλάτου ἀηδόνος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κίρκος + ήλατος (< ἐλαύνω «οδηγώ, διώκω»), πρβλ. ιππ ήλατος, τροχ ήλατος. Το η λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • κλαδίσκος — ο (Α κλαδίσκος) μικρός κλάδος, κλαδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι) + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. τροχ ίσκος, υπαλληλίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • κραδαλός — κραδαλός, ή, όν (Α) αυτός που κραδαίνεται εύκολα, ευκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη με σημ. «το άκρο τού κλαδιού (που σείεται)» + επίθημα αλό ς (πρβλ. ομ αλός, τροχ αλός)] …   Dictionary of Greek

  • κρικηλασία — η (Α κρικηλασία) είδος παιδικού παιχνιδιού, το τσέρκι, το στεφάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίκος + ηλασία (< ηλάτης < ἐλαύνω. Το η τού τ. οφείλεται στον νόμο τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. κωπ ηλασία, τροχ ηλασία)] …   Dictionary of Greek

  • κρυφάδην — και κρυφάδις και βοιωτ. τ. κρουφάδαν (Α) επίρρ. κρυφά, μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύφα + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. νομ άδην, τροχ άδην)] …   Dictionary of Greek

  • κωπήλατος — η, ο (Α κωπήλατος, ον) νεοελλ. αυτός που κινείται με κουπιά («κωπήλατο σκάφος») αρχ. αυτός που μοιάζει με κουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ ήλατος, τροχ ήλατος. Το η λόγω τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • λοχάδην — (Α) επίρρ. δόλια, προδοτικά, με ενέδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «ενέδρα, παγίδα» + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. νομ άδην, τροχ άδην)] …   Dictionary of Greek

  • λυκήλατος — λυκήλατος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) το χέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + ήλατος (< ἐλατός < ἐλαύνω), πρβλ. θε ήλατος, τροχ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»