Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

καταβεβλημένως

См. также в других словарях:

  • καταβεβλημένως — (Α) επίρρ. με πολύ περιφρονητικό τρόπο, περιφρονημένα, με καταφρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταβεβλημένος μτχ. παθ. παρακμ. τού καταβάλλω)] …   Dictionary of Greek

  • καταβεβλημένως — καταβάλλω throw down perf part mp masc acc pl (epic doric) καταβεβλημένως contemptibly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»