-
1 τροχήλατος
τροχήλατοςwheel-drawn: masc /fem nom sg -
2 τροχήλατος
τροχήλ-ᾰτος, ον,5 metaph., hurried along like a wheel or chariot, E.HF 122 (lyr.); τ. μανία whirling madness, Id.IT82.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχήλατος
-
3 τροχήλατον
τροχήλατοςwheel-drawn: masc /fem acc sgτροχήλατοςwheel-drawn: neut nom /voc /acc sg -
4 τροχηλάτοιο
τροχήλατοςwheel-drawn: masc /fem /neut gen sg (epic) -
5 τροχηλάτοις
τροχήλατοςwheel-drawn: masc /fem /neut dat pl -
6 τροχηλάτου
τροχήλατοςwheel-drawn: masc /fem /neut gen sgτροχηλάτηςcharioteer: masc gen sg -
7 τροχηλάτους
τροχήλατοςwheel-drawn: masc /fem acc pl -
8 τροχηλάτων
τροχήλατοςwheel-drawn: masc /fem /neut gen pl -
9 τρίοδος
A = τριοδία, a meeting of three roads, Thgn.911, Pi.P. 11.38 (where the pl. [cj.] is used for the sg., cf. Mosch.1.2, Epigr.Gr. 841 ([place name] Thrace), IG3.1418.2); , cf. E.Supp. 1212, Pherecr.130.3 (anap., pl.), Ar.Fr. 204 (pl.), Pl.Grg. 524a, etc.2[Ἑκάτη] ναίουσ' ἱερὰς τ. S.Fr. 535
(anap.);ἁ θεὸς ἐν τριόδοισι Theoc.2.36
; the τρίοδοι were frequented by fortune-tellers and loungers, Thphr.Char.16.5,14, Aristid.Or.22 (19).10;φαρμακοπώλης ἐκτριόδου Gal.9.823
;ἐκτῆς τ. ἰατροί Id.10.786
: hence οἷα ἐκ τριόδου, i. e. vulgar, Luc.Hist.Conscr.16, etc.;λοιδορίαι ἐξ ἐργαστηρίων καὶ τριόδων D.C. 46.4
; of certain women,τρίοδοί τινες.. ἐγένοντο Clearch.25
( τριοδίτιδες cj. Lobeck).3 prov. also of persons in doubt, ἐν τριόδῳ δ' ἕστηκα Thgn.l.c.;στὰς.., καθάπερ ἐν τ. γενόμενος Pl.Lg. 799c
;ἐν τ. εἰμί Zen.3.78
, etc.4 a measure in Egypt,μέτρῳ τῷ καλουμένῳ BGU920.21
(ii A. D.).5 the 'trivium', Simp.in Cael.131.28.6 metaph., τὰς συμφωνούσας ἁρμονίας τ. Ion Eleg.3.2.II perh. = τετραοδία, Chrysipp. ap. S.E.P.1.69 (cf. Stoic.2.206).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίοδος
-
10 τροχός
A wheel, Il.6.42, 23.394, etc.;γῆ ἐπημαξευμένη τροχοῖσιν S.Ant. 252
; ἐν πτερόεντι τ... κυλινδόμενον, of Ixion, Pi.P.2.22; τροχοὺς μιμεῖσθαι to imitate wheels, of one who bends back so as to form a wheel, X.Smp.2.22, 7.3: metaph. of fortune,πότμος ἐν.. θεοῦ τροχῷ κυκλεῖται S.Fr. 871
; alsoμανίας τροχῷ E. Pirith.Oxy.2078
Fr.1.14.2 potter's wheel, Il.18.600; τροχῷ ἐλαθεὶς [ λύχνος] (cf. τροχήλατος) Ar.Ec.4;τροχοῦ ῥύμαισι τευκτὸν.. κύτος Antiph.52.2
, cf. Pl.R. 420e.3 wheel of a stage-machine, Ar.Fr. 188; also of a water-wheel,ὁ τ. τῆς μηχανῆς POxy.1292.13
(i A. D.);τ. καὶ μηχανή PSI9.1072.9
(iii A. D.).4 wheel of torture, Anacr.21.9;ἐπὶ τοῦ τ. στρεβλοῦσθαι Ar.Pl. 875
, Lys. 846, D.29.40; ;ἐπὶ τὸν τ. ἀναβῆναι Antipho 5.40
;ἀναβιβάζειν τινὰ ἐπὶ τὸν τ. And.1.43
;ἐν τῷ τ. ἐνδεδεμένον Plu.2.509c
; τῷ τ. προσηλοῦν [ 'Ιξίονα] ib.19e, cf. Luc. DDeor.6.5.II child's hoop, Antyll. ap. Orib.6.26.5, S.E.P.1.106.III round cake, κηροῖο, στέατος τ., Od.12.173, 21.178; τ. ἡλίου the sun's disk, Ar.Th.17 (v. infr. B); coil of a serpent, Orph.L. 136.IV θαλάττης γῆς τε τ. circles or zones of land and sea, Pl.Criti. 113d, cf. 115c, 116a, 117c sq., Plu.Luc.39.V circuit of a wall or fortification,Κυκλώπιος τ. S.Fr. 227
, cf. Sch.A Pl.Lg. 681a (v. facsim. fol. 175v).2 ring for passing a rope through, on board ship, ib.94.IX a fish or sea-monster (Lat. rota, Plin. HN9.8), Ael.NA13.20.X metaph.,ὁ τ. τῆς γενέσεως Ep.Jac.3.6
;ὁ τῆς εἱμαρμένης τε καὶ γενέσεως τ. Simp.in Cael.377.14
.B τρόχος, ὁ, circular race, Hp.Vict.2.63, 3.68, Insomn.89; μὴ πολλοὺς τ. ἁμιλλητῆρας ἡλίου not many racing courses of the sun, i.e. not many days (codd. τροχούς wheels), S.Ant. 1065;παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι E.Med.46
.II an animal, Herodor.58J. ( Trypho ap.Ammon. Diff.p.131 V. distd. the two senses as above.)------------------------------------τροχ-ός [(B)], όν,
См. также в других словарях:
τροχήλατος — wheel drawn masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχήλατος — η, ο / τροχήλατος, ον, ΝΑ αυτός που κινείται με τροχούς (α. «τροχήλατο όχημα» β. «οὐκ ἀμφὶ σκηναῑς τροχηλάτοισιν ὄπιθεν ἑπόμενοι», Αισχύλ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τροχήλατο α) παλαιότερος τύπος ατμοπλοίου που δεν τό κινούσαν έλικες, όπως τα… … Dictionary of Greek
τροχήλατος — η, ο 1. που κινείται με τροχούς, τροχοφόρος: Τροχήλατο όχημα. 2. το ουδ. ως ουσ., τροχήλατο, α. είδος παλιότερου ατμόπλοιου που κινούνταν με τροχούς. β. μικρό τετράτροχο σιδηροδρομικό όχημα, ντρεζίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροχήλατον — τροχήλατος wheel drawn masc/fem acc sg τροχήλατος wheel drawn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχηλάτοιο — τροχήλατος wheel drawn masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχηλάτοις — τροχήλατος wheel drawn masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχηλάτου — τροχήλατος wheel drawn masc/fem/neut gen sg τροχηλάτης charioteer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχηλάτους — τροχήλατος wheel drawn masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχηλάτων — τροχήλατος wheel drawn masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… … Dictionary of Greek
τρίοδος — Ηλεκτρονική λυχνία με 3 ηλεκτρόδια, η οποία ενισχύει ασθενή σήματα εναλλασσόμενου ρεύματος ή παράγει ηλεκτρεγερτικές δυνάμεις εναλλασσόμενου ρεύματος υψηλής συχνότητας (έως 1.000 MHz). Με τον όρο τ. εννοούμε συνήθως μια λυχνία κενού· αν στο… … Dictionary of Greek