Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τροχήλατος

См. также в других словарях:

  • τροχήλατος — wheel drawn masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχήλατος — η, ο / τροχήλατος, ον, ΝΑ αυτός που κινείται με τροχούς (α. «τροχήλατο όχημα» β. «οὐκ ἀμφὶ σκηναῑς τροχηλάτοισιν ὄπιθεν ἑπόμενοι», Αισχύλ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τροχήλατο α) παλαιότερος τύπος ατμοπλοίου που δεν τό κινούσαν έλικες, όπως τα… …   Dictionary of Greek

  • τροχήλατος — η, ο 1. που κινείται με τροχούς, τροχοφόρος: Τροχήλατο όχημα. 2. το ουδ. ως ουσ., τροχήλατο, α. είδος παλιότερου ατμόπλοιου που κινούνταν με τροχούς. β. μικρό τετράτροχο σιδηροδρομικό όχημα, ντρεζίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροχήλατον — τροχήλατος wheel drawn masc/fem acc sg τροχήλατος wheel drawn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχηλάτοιο — τροχήλατος wheel drawn masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχηλάτοις — τροχήλατος wheel drawn masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχηλάτου — τροχήλατος wheel drawn masc/fem/neut gen sg τροχηλάτης charioteer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχηλάτους — τροχήλατος wheel drawn masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχηλάτων — τροχήλατος wheel drawn masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… …   Dictionary of Greek

  • τρίοδος — Ηλεκτρονική λυχνία με 3 ηλεκτρόδια, η οποία ενισχύει ασθενή σήματα εναλλασσόμενου ρεύματος ή παράγει ηλεκτρεγερτικές δυνάμεις εναλλασσόμενου ρεύματος υψηλής συχνότητας (έως 1.000 MHz). Με τον όρο τ. εννοούμε συνήθως μια λυχνία κενού· αν στο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»