Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀδικίαν

См. также в других словарях:

  • ἀδικίαν — ἀδικίᾱν , ἀδικία wrongdoing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • неправьда — НЕПРАВЬД|А (325), Ы с. 1.Неправда, ложь; обман: Не гл҃и на брата неправь‹ды› (ψεῦδος) Изб 1076, 158 об.; възлюбилъ ѥси зълобѹ паче бл҃гостынѣ неправьдѹ неже глаголаати правьдѹ. СкБГ XII, 15а; городъ пожгоша весь. за Новгородьскую неправду. ѡже на …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • обида — ОБИД|А1 (175), Ы с. 1.Несправедливость, зло, насилие: Богатыи обидѹ сътворивъ и самъ прогнѣваѥть сѧ: ѹбогыи же обидимъ и самъ примолить сѧ. (ἠδίκησεν) Изб 1076, 150; небрезѣте братие и г҃ьѥ небрезѣте. кѹю обидѹ сътворихъ братѹ моѥмѹ и вамъ братиѥ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • XENIUS — Iuppiter sic dictus, quasi Hospitalis. Virg. l. 1. Aen. v. 735. Iuper, hospitibus nam te dare iura loquuntur. Meminit eius Suidas in voce Ξένιος ζεὺς. Julius Pollux Onomast. l. 1. c. 1. num. 23. Plut. l. de Exilio, Ξενίου Διος πολλαὶ τιμαὶ καὶ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… …   Dictionary of Greek

  • ράδιος — και ῥαίδιος και ῥάδιος, ία, ον, και επικ. και ιων. τ. ῥηΐδιος και ῥῄδιος, ίη, ον, Α 1. εύκολος, ιδίως αυτός που γίνεται ή τελείται εύκολα («τάφρος... οὔτε περῆσαι ῥηιδίη», Ομ. Ιλ.) 2. προσφυής, κατάλληλος («ῥᾴδια... ἤθεα», Ευρ.) 3. απερίσκεπτος,… …   Dictionary of Greek

  • ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… …   Dictionary of Greek

  • σφαγέας — ο / σφαγεύς, έως, ΝΜΑ αυτός που σφάζει, σφάχτης νεοελλ. αυτός που έχει ως επάγγελμα τη σφαγή τών ζώων τα οποία προορίζονται για κατανάλωση μσν. ως επίθ. φονικός («ἐὰν τις χεῑρα ἐκτείνῃ σφαγέα, εἰς ἀδικίαν ἀποβήσεται αὐτῷ», Αχμ. Ονειροκρ.) αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • τιμώ — (I) έω, Α (δωρ. τ.) βλ. τιμώ. (II) όω, Α τιμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τῖμος*, ποιητ. τ. (πρβλ. ἀτιμῶ, όω)]. τιμῶ, άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιμῶ, έω, Α [τιμή] 1. απονέμω τιμή σε κάποιον, εκδηλώνω σεβασμό και εκτίμηση (α. «τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν… …   Dictionary of Greek

  • χαρίζομαι — ΝΜΑ [χάρις] 1. κάνω χάρη σε κάποιον, τόν ευνοώ (α. «μην τού χαριστείς σε καμία περίπτωση» β. «ποίησε χαριζόμενος Διί», Θέογν.) 2. (γενικά) συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω, συναινώ (α. «δεν χαρίζεται εύκολα» β. «δίεμαι μὲν χαρίσασθαι, δίεμαι δ ἀντία… …   Dictionary of Greek

  • the more laws, the more thieves and bandits — Attributed to Lao Tzu (c 604 c 531 BC): The more laws and orders are made prominent, The more thieves and bandits there will be (Tao te Ching lvii. in Wing Tsit Chan (ed.) Source Book in Chinese Philosophy (1963), 166. Cf. ARCESILAUS (3rd cent.… …   Proverbs new dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»