Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὄφλειν

См. также в других словарях:

  • ὀφλεῖν — ὀφλέω become a debtor pres inf act (attic epic doric) ὀφλισκάνω become a debtor aor inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐφλεῖν — ὀφλεῖν , ὀφλέω become a debtor pres inf act (attic epic doric) ὀφλεῖν , ὀφλισκάνω become a debtor aor inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • APOLLONIDES — Nicenus, Commentarium scripsit, de male obita Demosthenis tegatione. Meminit Ammonius libello de Similibus et differentibus vocibus, in Ὄφλειν. Etiam Apollonidae huius περὶ παροιμιῶν librum, citat Steph. in Τέρινα. At simpliciter Apollonides in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δίαιτα — Ονομασία των συνελεύσεων ορισμένων γερμανικών λαών (Φράγκων, Λογγοβάρδων κλπ.) και αργότερα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι οποίες λάμβαναν τις σοβαρότερες αποφάσεις για τη ζωή του κράτους (πόλεμος, ειρήνη, νόμοι, εκλογή βασιλιάδων κλπ.).… …   Dictionary of Greek

  • δειλία — η (AM δειλία) [δειλός] έλλειψη θάρρους, ατολμία αρχ. φρ. «δειλίην ὀφλεῑν», «ἔνοχος δειλίας» το να κατηγορείται κάποιος για ανανδρία …   Dictionary of Greek

  • ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»