Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὄφλων

См. также в других словарях:

  • ὀφλῶν — ὀφλέω become a debtor pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφλών — ὀφλισκάνω become a debtor aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφλισκάνω — ὀφλισκάνω και κατά το λεξ. Σούδα, ὀφλίσκω και, κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ., ὀφλάνω, ενώ αμφβλ. είναι ο τ. όφλῶ, έω (Α) 1. (για άνθρωπο που καταδικάστηκε σε πληρωμή προστίμου) υποχρεώνομαι να πληρώσω, χρωστώ, οφείλω («πλείστην ζημίαν ὀφλισκάνει»,… …   Dictionary of Greek

  • προσαποτίνω — Α πληρώνω κάτι ακόμη («ὁ δὲ ὄφλων τὴν δίκην... προσαποτισάτω μισθόν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποτίνω «πληρώνω, αποδίδω κάτι που οφείλεται»] …   Dictionary of Greek

  • ρύσιον — και δωρ. τ. ῥύτιον, τὸ, Α [ῥυτός (ΙΙ)] 1. αυτό που αρπάζεται και σύρεται με τη βία και, ειδικότερα: α) το λάφυρο, η λεία («ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκην τοῡ ῥυσίου θ ἥμαρτε», Αισχύλ.) β) αυτό που λαμβάνεται ή κρατείται ως εγγύηση, το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»