Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀγκ-ών

См. также в других словарях:

  • αγκ- — Γλωσσ. ρίζα, που προέρχεται από την ινδοευρωπαϊκή *ank (= κάμπτω, κλίνω), με πολλά παράγωγα, τόσο στην ελληνική όσο και στις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, στα οποία προσδίδει τη σημασία τού κυρτού, τού καμπύλου. Η ρίζα αυτή εμφανίζει επίσης… …   Dictionary of Greek

  • όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου …   Dictionary of Greek

  • μυελός — ο (ΑΜ μυελός) φρ. «μέχρι μυελού οστέων» σε μεγάλο βαθμό, καθ ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων») νεοελλ. φρ. α) «νωτιαίος μυελός ανατ. το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον… …   Dictionary of Greek

  • Cronos — Pour les articles homonymes, voir Cronos (homonymie) et Kronos.  Ne doit pas être confondu avec Chronos …   Wikipédia en Français

  • Cronos (dieu) — Cronos Pour les articles homonymes, voir Cronos (homonymie).  Pour l’article homophone, voir Chronos …   Wikipédia en Français

  • Änkel (1), der — 1. * Der Änkel, des s, plur. ut nom. sing. ein Wort, welches in verschiedenen Mundarten Ober und Niederdeutschlandes angetroffen wird, die Biegung des Fußes an den Knorren zu bezeichnen, wofür man im Hochdeutschen der Knöchel sagt. Es ist von… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • -υλ(λ)ος — κατάληξη τής Αρχαίας Ελληνικής, που αποτελεί επαυξημένη μορφή (με απόσπαση τού φωνήεντος υ από θ. με χαρακτήρα υ , πρβλ. δριμύς: δριμ ύ λος, ἡδύς: ἡδ ύ λος) τού επιθήματος λο (< ΙΕ * lο ), πρβλ. και τις κατάλ. ηλος*, ιλος (πρβλ. οργ ίλος, ποικ …   Dictionary of Greek

  • άγκος — ἄγκος, το (Α) οτιδήποτε είναι καμπύλο ή κοίλο και συνεκδοχικά ορεινή κοιλάδα, φαράγγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < από ρίζα ἀγκ , όπως και το ἀγκύλος*] …   Dictionary of Greek

  • άγκυρα — Προσάρτημα πλοίου και κάθε πλωτού μέσου, με δύο βραχίονες που καταλήγουν σε πτερύγια. Δένεται στη μια άκρη αλυσίδας ή σχοινιού και πιάνει στον βυθό, όπου αφήνεται να πέσει, συγκρατώντας έτσι το πλωτό μέσο, στο οποίο προσδένεται η άλλη άκρη της… …   Dictionary of Greek

  • αγκάλη — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 206 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νηλέως. * * * η (Α ἀγκάλη) 1. ο χώρος εν είδει κόλπου, που σχηματίζεται ανάμεσα στο στήθος τού ανθρώπου και στα χέρια του,… …   Dictionary of Greek

  • αγκή — ἀγκή, η (Α) δοτ. πληθ. κατά μεταπλασμό ἀγκάσιν) η αγκάλη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα ἀγκ . που απαντά σε λέξεις όπως ἀγκάλη, ἀγκύλος, ἄγκυρα. ἀγκών) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»