Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πυγ-μάχος

См. также в других словарях:

  • ιθυμάχος — ἰθυμάχος, ον (Α) 1. αυτός που μάχεται δίκαια και τίμια 2. αυτός που μάχεται σε ανοιχτό πεδίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο μάχος, πυγ μάχος] …   Dictionary of Greek

  • ιππομάχος — (3ος αι. π.Χ.). Πολιτικός της Μιλήτου. Όταν γύρισε με τη βοήθεια των Σελευκιδών από την εξορία, όπου τον είχε στείλει ο τύραννος της Μιλήτου, Τίμαρχος, ο Ι. έδιωξε τον τελευταίο. Στη συνέχεια ο Ι. κατέλαβε σημαντική θέση, επειδή τον τίμησαν ως… …   Dictionary of Greek

  • ροπαλομάχος — ὁ, Α αυτός που πολεμούσε με το ρόπαλο, ο οπλισμένος με ρόπαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόπαλον + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. πυγ μάχος] …   Dictionary of Greek

  • peuk̂- and peuĝ- —     peuk̂ and peuĝ     English meaning: to stick; to punch     Deutsche Übersetzung: ‘stechen”, also “boxen” (“with vorgestrecktem Knöchel of Withtelfingers”)     Material: 1. peuk ̂ : Gk. *πεῦκος n. “cusp, peak, sting, prick” in Gk. περι πευκές …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»