Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνακ

См. также в других словарях:

  • АНАК — •Άνακ, см. Аnас …   Реальный словарь классических древностей

  • ανακώς — ἀνακῶς επίρρ. (Α) 1. επιμελώς, με φροντίδα 2. φρ. «ἀνακῶς ἔχω τινός», φροντίζω για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ἀνακῶς απαντά πάντα σε φράσεις τού τ. ἀνακῶς ἔχειν τινός. Ο τ. δημιουργήθηκε είτε από θ. ἀνακ (ἄναξ «αυτός που επαγρυπνά για κάτι»), άποψη …   Dictionary of Greek

  • θεϊκάτα — (Μ) επίρρ. όπως αρέσει στον θεό, θεάρεστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. θεϊκά (< θεϊκός) κατά τα επιρρ. σε ατα, πρβλ. ανάκ ατα, σταρ άτα] …   Dictionary of Greek

  • χαριτώσιος — ον, Α χαρίεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + σπάνιο επίθημα ώσιος (πρβλ. ἀνακ ώσιος, ἐτ ώσιος)] …   Dictionary of Greek

  • Αλ Χαριτζί, Ιούδα Μπεν Σολομόν — (Judah Ben Solomon Al Harizi, Τολέδο 1170 – 1230 μ.Χ.). Ισπανοεβραίος ποιητής. Πέρασε τη ζωή του ταξιδεύοντας (Ισπανία, Ευρώπη, Αίγυπτο, Περσία) και από τα ταξίδια αυτά αποκόμισε πολύτιμη πείρα και, συγχρόνως, υλικό για τα έργα του. Διακρίθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος ο Φωτιστής — (257 – 332). Πατριάρχης Μεγάλης Αρμενίας. Ήταν γιος του Ανάκ, ανώτατου αξιωματούχου της Μεγάλης Αρμενίας και δολοφόνου (με την υποκίνηση των Περσών) του βασιλιά της Αρμενίας Κουσαρό. Πριν ανακηρυχθεί πατριάρχης Μεγάλης Αρμενίας, σπούδασε στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»