Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ῥέμφος

См. также в других словарях:

  • ῥέμφος — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρέμφος — τὸ, Α (αιολ. τ.) βλ. ράμφος …   Dictionary of Greek

  • ῥέμφει — ῥέμφος neut nom/voc/acc dual (attic epic) ῥέμφεϊ , ῥέμφος neut dat sg (epic ionic) ῥέμφος neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ράμφος — Τυπική προέκταση του κεφαλιού των πουλιών, με γνάθους χωρίς δόντια και καλυμμένες από μια κεράτινη θήκη, λιγότερο ή περισσότερο σκληρή, που λέγεται ραμφοθήκη. To ρ. χρησιμεύει για τη σύλληψη και τον θρυμματισμό της τροφής και για άμυνα·… …   Dictionary of Greek

  • u̯er-3: B. u̯er-b- and u̯er-bh- (*su̯erkʷ-) —     u̯er 3: B. u̯er b and u̯er bh (*su̯erkʷ )     English meaning: to turn, bend     Deutsche Übersetzung: “drehen, biegen”     Material: Gk. ῥάμνος “a kind of briar, Rhamnus paliurus L.” (*ῥαβ νος, *u̯r̥b nos), ῥάβδος “rod, Gerte, staff”, Eol.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»