Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀγκαλίς

См. также в других словарях:

  • αγκαλίς — ἀγκαλίς ίδος, η (Α) βλ. αγκαλίδα …   Dictionary of Greek

  • ἀγκαλίς — ἀγκάλη bent arm fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • Ancient Macedonian language — For the unrelated modern Slavic language, see Macedonian language. language name=Ancient Macedonian region=Macedon ( extinct language ) extinct=absorbed by Attic Greek in the 4th century BC familycolor=Indo European fam2= possibly Greek… …   Wikipedia

  • Antiguo idioma macedonio — Este artículo trata del idioma usado en la antigüedad. Para el idioma eslavo moderno, no relacionado, véase idioma macedonio y para su antepasado, véase Antiguo eslavo eclesiástico. Antiguo macedonio ? Hablado en Reino de Macedonia Región Sureste …   Wikipedia Español

  • Древний македонский язык — Древнемакедонский язык Страны: Древняя Македония Вымер: к III веку до н.э. вытеснен древнегреческим языком Классификация Категория: Языки Евразии Индоевропейская се …   Википедия

  • αγκάλη — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 206 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νηλέως. * * * η (Α ἀγκάλη) 1. ο χώρος εν είδει κόλπου, που σχηματίζεται ανάμεσα στο στήθος τού ανθρώπου και στα χέρια του,… …   Dictionary of Greek

  • αγκαλίδα — η (Α ἀγκαλίς) [ἀγκάλη] δέσμη ή σωρός πραγμάτων, σε ποσότητα αρκετή να γεμίσει μια αγκαλιά αρχ. αἱ ἀγκαλίδες η αγκαλιά …   Dictionary of Greek

  • αγκαλιδαγωγός — ἀγκαλιδαγωγός, όν (Α) (για ζώα) αυτός που μεταφέρει αγκαλίδες, δεμάτια ή φορτίο γενικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκαλίς + ἀγωγός] …   Dictionary of Greek

  • αγκαλιδηφόρος — ἀγκαλιδηφόρος, ον (AM) (για ανθρώπους) αυτός που μεταφέρει δεμάτια (πρβλ. για ζώα, ἀγκαλιδαγωγός*). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκαλίδη, παράλληλος τύπος τής λ. ἀγκαλίς + φόρος < φέρω] …   Dictionary of Greek

  • αγκαλιδοπώλης — ἀγκαλιδοπώλης, ο (Μ) αυτός που πουλάει αγκαλίδες, δεμάτια με ξύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκαλίς + πώλης < πωλῶ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»