-
1 χῶρος
χῶρος [(A)], ὁ,A like χώρα 1, a definite space, piece of ground, place,χῶρον μὲν πρῶτον διεμέτρεον Il.3.315
; διαμετρητῷ ἐνὶ χώρῳ ib. 344; νεκύων διεφαίνετο χῶρος a space clear of the dead, i. e. not filled by them, 8.491; χ. ὑλήεις, ἐρῆμος, οἰοπόλος, ψαμαθώδης, Od.14.2, Il.10.520, 13.473, h.Merc.75; [full] πίων Hes.Op. 390; εὐαής ib. 599;καταστύφελος Id.Th. 806
;ἀσυνήθης Emp.118
; region, ἀτερπὴς χ., of the lower world, Od.11.94, cf. Emp.121; soεὐσεβῶν χ. Lycurg.96
, Pl.Ax. 371c, cf. IG12(7).115.20 ([place name] Amorgos);χ. ἀσεβῶν Pl.Ax. 371e
, Luc.Nec.12; ὁ περίγειος χ. the region of this world,τὸν π. καταλελοιπότες χῶρον μετεωροπολεῖν ἐγνώκασιν Ph.1.196
;δένδρε' ἔθαλλεν χ. Pi.O.3.23
: pl., Hdt.2.178;Βρόμιος δ' ἔχει τὸν χ. A.Eu.24
;θηρῶν οὓς ὅδ' ἔχει χῶρος S.Ph. 1148
(lyr.); ;πόδες δέ οἱ οὐχ ἑνὶ χώρῳ Call.Del. 192
.II land, country, Hdt.4.30; ὁ Λιβυκὸς χ. v. l. in Id.2.19;τοῦ Ἀταρνέος ἐστὶ χ. Id.1.160
;τῆς Ἀραβίης 2.75
: pl., lands,τῶν Θηβαίων ἔκειρε τοὺς χ. Id.9.15
, cf. S.OT 1126: metaph.,τὸ γὰρ νεάζον ἐν τοιοῖσδε βόσκεται χ. Id.Tr. 145
; χ... οὗτος (leg. αὑτός)ἀνθρώπου φρενῶν Id.Fr. 910
.2 landed property, estate, Axiop.5, X.Cyr.7.4.6.3 the country, opp. the town,ἐν τῷ χ. καὶ ἐν τῷ ἄστει Id.Oec.5.4
, cf. 11.18;σπείρω τ' ἄρουραν.. Βερέκυντα χ. A.Fr. 158
.4 country town, IG12(9).189.26 (Eretria, iv B. C., pl.);ὁ χ. ὁ Μοττιανῶν κτλ. LW1745
([place name] Gergis).—Rare in pure [dialect] Att. Prose (Th.2.20, 7.78, f.l. in Antipho 3.2.8), but common in X.------------------------------------χῶρος [(B)], ὁ,A north-west wind, Lat. corus, Act.Ap.27.12. -
2 Χώρος
-
3 Χῶρος
-
4 χώρος
-
5 χῶρος
-
6 χῶρος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χῶρος
-
7 χῶρος
1I. χῶρος, οῦ, ὁ(Hom.+; ins, pap; 4 Macc 18:23 πατέρων χῶρος; SibOr 1, 51; Philo, Aet. M. 33; Jos., Bell. 5, 402; Just., D. 5, 3; Mel., P. 50, 360 εἰς τοὺς χώρους τῶν ἐπιθυμιῶν) an undefined area or location, place μέγιστος a very large place ApcPt 5:15. εὐσεβῶν (Lycurg., Or. §96 p. 160; Socrat., Ep. 27, 1; Ps.-Pla., Ax. 13 p. 371c; Ps.-Plut., Mor. 120b; Just., D. 5, 3; Eranos 13, 1913 p. 87: ins 9, 8.—Also χ. ἀσεβῶν: Ps.-Pla., Ax. 13, 371e; Lucian, Necyom. 12, Ver. Hist. 2, 23; Philo, Cher. 2, Fuga 131) 1 Cl 50:3.—DELG.2II. χῶρος, οῦ, ὁ (the northwest wind; cp. the equation of Ἰάπυξ [the NW, or NNW, wind] w. Chorus [=corus, caurus] in IGR I, 177=IG XIV, 1308, s. Hemer, Acts 140f [prob. mariners’ patois]) northwest Ac 27:12. -
8 χῶρος
(-ος, -ον.)1 ground, place, landἀλλ' οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν χῶρος O. 3.23
ἑὸν ἐρημώσαισα χῶρον (sc. δρῦς) P. 4.269Εὐρίπου τε συνέτεινε χῶρον Pae. 9.49
ὀδμὰ δ' ἐρατὸν κατὰ χῶρον κίδναται Θρ. 7. 8. -
9 χώρος
1) room2) spaceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > χώρος
-
10 χώρα
A = χῶρος, space or room in which a thing is, defined as partly occupied space, distd. fr. κενόν and τόπος, Zeno Stoic. 1.26 (cf.2.163), S.E.P.3.124;ποταγορεύοντι τὰν ὕλαν τόπον καὶ χώραν Ti.Locr.94b
(inὁ τόπος τῆς χ. Pl.Lg. 705c
χώρα = country (cf. 11.1); so );οὐδέ τι πολλὴ χώρη μεσσηγύς Il.23.521
;νόμισμα.. χώρας μεγάλης δέοιτ' ἄν X.Lac.7.5
; χώραν τινὶ καταλιπεῖν leave room for it, Plu.2.123f, etc.2 generally, place, spot, στρέψεσθ' ἐκ χώρης ὅθι .. Il.6.516, cf. Od.16.352;ὀλίγῃ ἐνὶ χ. Il. 17.394
; χώραν ἐκ χώρας μεταβάλλειν move from place to place, Pl.Tht. 181c; field in a ceiling, IG42(1).103.193, 106ii139 (Epid., iv B. C.); ἡ πρώτη χ. the first field (on the chest of Cypselus), Paus.5.17.6; socket or cavity of a joint, Hp.Art.79, 80; of the eye, IG42(1).121.76 (Epid., iv B. C.); as euphemism for the genital organs, Hippiatr. 33,71.3 the position, proper place of a person or thing,ἐνὶ χώρῃ ἕζεται Il.23.349
: esp. a soldier's post, Ἄρης οὐκ ἔνι χώρα is not at his post (or perh. in the land, cf. Ar.Lys. 524) A.Ag.78 (anap.); χώραν λιπεῖν, προλείπειν, Th.4.126, 2.87; μισθοφορεῖν κεναῖς χ. draw pay for unfilled vacancies, Aeschin.3.146;ἐπιγράψαι αὐτῷ τὴν χ. UPZ14.88
(ii B. C.): later τὴν χ. τινὸς ἀποπληρῶσαι, ποιῆσαι, fill a person's place, POxy.136.15(vi A. D.), PMasp.32.11 (vi A. D.): χώραν λαβεῖν take a position, find one's place, ἕως ἂν χώραν λάβῃ [τὰ πράγματα] till they are brought into position, into order, X.Cyr.4.5.37; ; οὐκ ἂν ἔχοι χώραν νοήσεως ἡντινοῦν τὸ ἀγαθόν the Good cannot have any possibility of thinking, Plot.5.6.6; σοὶ ἀστρονομεῖν χ. your province is astronomy, Philostr. VA5.15;ἐν τοῖς ἀτέχνοις χώραν ἔχει τὸ αὐτόματον Eun.Hist.p.225D.
: freq. in the phrase ὥρα καὶ χ., time and place,ἐν ὁποία ἀξία φυτευθῆναι καὶ ὥρὰ καὶ χώρᾳ Pl.Hipparch. 225c
;ἐν ἄλλῃ καὶ χώρῃ Hp.Hum. 14
; πρὸς ὥρας καὶ χώρας καὶ διαίτας ib.16, Aph.3.3;ἥ τε τοῦ ἔτους ὥρα καὶ χ. καὶ φύσις τοῦ θεραπευομένου σώματος Gal.18(2).399
, cf. Alex. Trall.1.10, Steph.in Hp.1.161, 180 D. b. in metric, position of a foot in a verse,τὸ δακτυλικὸν δέχεται δακτύλους καὶ σπονδείους κατὰ πᾶσαν χ. Heph.7.1
, cf. 8.1;αἱ περιτταὶ χ. Id.5.1
,6.1.4 metaph., station, place, position, ἐν χώρᾳ τινὸς εἶναι to be in his position, be counted the same as he is, ἐν ἀνδραπόδων or μισθοφόρου χώρᾳ εἶναι to be in the position of slaves or mercenaries, to pass or rank as such, X.An.5.6.13, Cyr.2.1.18; ἐν οὐδεμιᾷ χ. εἶναι to have no place or rank, be in no esteem, Id.An.5.7.28;οὗ μέλλει χώρην μηδεμίαν θέμεναι Thgn.152
;τούτων τοι χώρη.. ὀλίγη τελέθει Id.822
;τὰς μεγίστας χ. ἔχειν Plb.1.43.1
.5 in senses 3 and 4 freq. with a Prep., ἐκ χώρας ὁρμᾶν, opp. πορευόμενος μάχεσθαι, X.An.3.4.33; εἰς τὰς ἑαυτῶν χ. πάρεισι are at their posts, Id.Cyr.1.2.4, cf. Theoc. 15.57;εἰς τὰς τῶν λοχαγῶν χ. καταστήσεσθαι X.Cyr.2.1.23
; ἐν χώρᾳ in one's place, at one's post,ἐν ταῖς χ. γενέσθαι Id.An.4.8.15
; ἐν χώρᾳ πίπτειν, ἀποθνῄσκειν, die at one's post, Id.HG4.2.20, 8.39; ἐπὶ χώρας ἕσσαι set it in its place, Pi.P.4.273; also μένειν ἐπὶ χώρας, = μένειν κατὰ χώραν, remain in force, OGI90.16 (Rosetta, ii B. C.), BGU183.9 (i A. D.); κατὰ χώρην εἶναι be in one's place, Hdt.4.135; [φόροι] κατὰ χώρην διατελέουσι ἔχοντες Id.6.42
, cf. Ar.Pl. 367, Ra. 793;κατὰ χ. μένειν Hdt.7.95
, 8.108, Ar.Eq. 1354, Th.4.26; ἤλπιζον.. οὐ μενεῖν κατὰ χ. τὰ πράγματα ib.76;μένει τὸ ὅρκιον κατὰ χ.
as it was, undisturbed,Hdt.
4.201; ἐᾶν κατὰ χ. τὴν πόλιν leave in its place, leave as it was, X.HG6.5.6, cf. Hdt.1.17;κατὰ χώραν μένειν τοὺς ἄλλους [νόμους] ἐᾶν D.24.5
; κατὰ χ. ἀπιέναι retire in their old order, X. An.6.4.11.II land, viz.,1 a land, country,ἅς τινας ἵκεο χώρας ἀνθρώπων Od.8.573
;ἡ χ. ἡ Ἀττική Hdt.9.13
;ἐμπορεύεσθαι εἰς τὴν χ. IG12.57.21
, cf. 63.22, al.: freq. in Trag.,Ἑλλάδα χώραν A.Pers. 271
(lyr.);Εὐβοῖδα χ. S.Tr.74
, etc.; territory, ὁ τύραννος ἢ πόλεων ἢ χ. πολλῆς [ἐπιθυμεῖ] X.Hier.4.7: pl., OGI54.11 (Adule, iii B. C.), etc.2 landed estate, X.Cyr.8.4.28, 8.6.4. b. country town,τοὺς κήρυκας διαπέμψαντες ἐς τὰς χ. Schwyzer688
B8 (Chios, v B. C.).3 the country, opp. to the town,ἡ πόλις καὶ ἡ χ. Lycurg. 1
;τὰ ἐκ τῆς χώρας Th.2.5
, X.Mem.3.6.11; ὁ ἐκ τῆς χ. γιγνόμενος σῖτος ib.13;οἱ ἐν τῇ χ. ἐργάται Id.Hier.10.5
; ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι, opp. ἐν ἄστει, Decr. ap. D.18.37; ἁ κοινὰ χ. (of two cities) IG42(1).77.2 (Epid., ii B. C.): esp. of Egypt as opp. Alexandria, OGI56.5 (Canopus, iii B. C.), PHib.1.27.167 (iii B. C.), etc. (but in PTeb.5.98 (ii B. C.) ἐν τῇ Ἀλεξα (νδρέων) χ. means 'in Alexandria'); ἡ ἄνω χ. καὶ ἡ κάτω, Upper and Lower Egypt, OGI90.46 (Rosetta, ii B. C.), cf. Wilcken Chr.109.9 (iii B. C.).— χῶρος is another form: in signf. 11 χώρα alone is used in [dialect] Att.; whereas in signf. 1 χῶρος is common, exc. in the special sense of one's proper place or post ( χῶρος and χώρα perh. cogn. with χῆρος, χῆτος). -
11 Χώρω
Χώ̱ρω, Χῶροςa definite space: masc nom /voc /acc dualΧώ̱ρω, Χῶροςa definite space: masc gen sg (doric aeolic)——————Χώ̱ρῳ, Χῶροςa definite space: masc dat sg -
12 χώρω
χώ̱ρω, χῶροςa definite space: masc nom /voc /acc dualχώ̱ρω, χῶροςa definite space: masc gen sg (doric aeolic)——————χώ̱ρῳ, χῶροςa definite space: masc dat sg -
13 καθαρός
κᾰθᾰρ-ός, ά, όν, [dialect] Dor. [full] καθαρός Tab.Heracl.1.103, Orph.Fr. 32c.1, [dialect] Aeol. [pref] κόθ- Alc.Supp.7.3; cf. ἀνακαθαίρω, κάθαρσις:1 physically clean, spotless (not in Il.),εἵματα Od.6.61
, Archil.12, cf. E.Cyc.35, 562, etc.; of persons, cleanly,κ. περὶ ἐσθῆτα Arist.VV 1250b28
, cf.Rh. 1416a23 (nisi leg. καθάριος).2 clear of admixture, clear, pure, esp. of water, ;κ. ὕδατα E. Hipp. 209
(anap.);ὕδωρ κ. ζῶν LXXNu.5.17
; (anap.);κ. καὶ διαφανῆ ὑδάτια Pl.Phdr. 229b
;οὖρον Hp.Epid.1.3
; ; κ. φάος, φέγγος, Pi.P.6.14, 9.90;πνεῦμα κ. οὐρανοῦ E.Hel. 867
;κ. ἄρτος Hdt.2.40
; of white bread, Wilcken Chr. 30i17 (iii/ii B.C.), LXXJu.10.5, Gal.6.482, 19.137; ἄλευρον κ. Diocl.Fr.139; χρυσίον, ἀργύριον -ώτατον, Hdt.4.166, cf. Theoc.15.36, Ph.1.190, etc.;σῖτος X.Oec.18.8
;σῖτος κ. ἀπὸ πάντων PHib.1.84
(a).6 (iv/iii B.C.): freq. of grain, winnowed,πυρὸς κ. ἄδολος POxy.1124.11
(i A.D.), cf. PTeb.93.36 (ii B.C.), etc.; of metals, etc.,σίδηρος Sammelb.4481.13
(v A.D.), etc.; ἀρωμάτων, καθαρῶν, λαχάνων, dub. sens. in PLond.2.429.6 (iv A.D.);ἄκρατος καὶ κ. νοῦς X.Cyr.8.7.30
; ; ; of feelings, unmixed,μῖσος τῆς ἀλλοτρίας φύσεως Pl.Mx. 245d
, cf. Thgn.89; serene, (lyr.).3 clear of objects, free, ἐν καθαρῷ (sc. τόπῳ ) in an open space,ἐν κ., ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο χῶρος Il.8.491
;ἐν κ., ὅθι κύματ' ἐπ' ἠϊόνος κλύζεσκον 23.61
, cf. Ph.2.535 ([comp] Sup.); πάξαις Ἄλτιν ἐν κ. in a clearing, Pi.O.10 (11).45; ἐν κ. βῆναι to leave the way clear, S.OC 1575 (lyr.); ἐν τῷ κ. οἰκεῖν live in the clear sunshine, Pl.R. 520d; διὰ καθαροῦ ῥέειν, of a river whose course is clear and open, Hdt.1.202: with Subst., κελεύθῳ ἐν κ. Pi.O.6.23; χῶρος κ. Hdt.1.132;ἐν κ. λειμῶνι Theoc.26.5
; ἐν ἡλίῳ κ. in the open sun, opp. σκιά, Pl.Phdr. 239c; ὥς σφι τὸ ἐμποδὼν ἐγεγόνεε κ. was cleared away, Hdt.7.183; κ. ποιεῖσθαι τὰς ἀρκυστασίας set up the nets in open ground, X.Cyn.6.6; freq. of land, free from weeds, etc., παραδώσω τὸν κλῆρον κ. ἀπὸ θρύου καλάμου ἀγρώστεως κτλ. PTeb.105.59 (ii B.C.);παραδώσω τὰς ἀρούρας κ. ὡς ἔλαβον BGU1018.25
(iii A.D.): c. gen., γλῶσσα καθαρὴ τῶν σημηΐων clear of the marks, Hdt.2.38; καθαρὸν τῶν προβόλων, of a fort, Arr.An.2.21.7; of documents, free from mistakes, POxy.1277.13 (iii A.D.); χειρόγραφον κ. ἀπὸ ἐπιγραφῆς καὶ ἀλείφαδος free from interlineation and erasure, PLond.2.178.13 (ii A.D.).b metaph., free, clear of debt, liability, etc.,κ. ἀπὸ δημοσίων καὶ παντὸς εἴδους BGU197.14
(i A.D.); κ. ἀπό τε ὀφειλῆς καὶ ὑποθήκης καὶ παντὸς διεγγυήματος ib.112.11 (i A.D.);γῆ κ. ἀπὸ γεωργίας βασιλικῆς POxy. 633
(ii A.D.); καθαρὰ ποιῆσαι to give a discharge, PAvrom. 1 A22; in moral sense, free from pollution, καθαρῷ θανάτῳ an honourable death, Od.22.462;θάνατον οὐ κ., τὸν δι' ἀγχόνης Ph.2.491
;ψυχαὶ ἀρηΐφατοι καθαρώτεραι ἢ ἐνὶ νούσοις Heraclit.136
; freq. free from guilt or defilement, pure, (anap.);καθαρὸς χεῖρας Hdt.1.35
, Antipho5.11, And.1.95;κ. παρέχειν τινὰ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχήν Pl.Cra. 405b
; ἔρχομαι ἐκ κοθαρῶν κοθαρά OrphFr.32c.1,al.; of ceremonial purity, καθαρὰ καὶ ἁγνή εἰμι ἀπό τε τῶν ἄλλων τῶν οὐ καθαρευόντων καὶ ἀπ' ἀνδρὸς συνουσίας Jusj. ap. D.59.78, cf. UPZ78.28 (ii B.C.), LXXNu.8.7,al.; (ii B.C.); esp. of persons purified after pollution, ἱκέτης προσῆλθες κ. A.Eu. 474, cf. S.OC 548, etc.; also of things, βωμοί, θύματα, δόμος, μέλαθρα, A.Supp. 654 (lyr.), E. IT 1163, 1231 (troch.), 693: c. gen., clear of or from..,κ. ἐγκλημάτων Antipho 2.4.11
; ἀδικίας, κακῶν, Pl.R. 496d, Cra. 404a;ὁ τῶν κακῶν κ. τόπος Id.Tht. 177a
;κ. τὰς χεῖρας φόνου Id.Lg. 864e
;Κόρινθον.. ἀποδεῖξαι τῶν μιαιφόνων καθαράν X.HG4.4.6
;κ. εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος πάντων Act.Ap.20.26
, cf. D.C.37.24;κ. ἀπὸ ὅρκου LXXGe.24.8
; ceremonially pure, of food,ὄσπριον Hdt.2.37
; of victims, LXXGe.7.2,al., PGen.32.9 (ii A.D.), etc.; κ. ἡμέραι, opp. ἀποφράδες, Pl.Lg. 800d.4 of birth, pure, genuine,σπέρμα θεοῦ Pi.P.3.15
; πόλις E. Ion 673; τῶν Ἀθηναίων ὅπερ ἐστράτευε καθαρὸν ἐξῆλθε, i.e. were citizens of pure blood, Th.5.8; οἱ τῷ γένει μὴ κ. Arist.Ath.13.5; κ. ἀστοί Sch.Ar.Ach. 506; καθαρόν a real, genuine saying, Ar.V. 1015; κ. Τίμων a Timon pure and simple, Id.Av. 1549;κ. δοῦλος Antiph.9
(glossed by ἀπηκριβωμένος, AB105); ζημία κ., of a person, Alciphro 3.21.5 of language, pure, ὀνόματα, λέξις, D.H.Comp.1, 3;διάλεκτος Id.Dem.5
; so of writers, [Λυσίας] κ. τὴν ἑρμηνείαν Id.Lys.2
; [Ξενοφῶν] κ. τοῖς ὀνόμασι Id.Pomp.4
; also, clear, simple, σεμνὸς καὶ κ. Jul.Or.2.77a.b Gramm., preceded by a vowel, pure, D.T. 635.10, 639.5, Hdn.Gr.2.930, al.; containing a 'pure' syllable, ib. 928.6 without blemish, sound, ὁ κ. στρατός, τὸ κ. τοῦ στρατοῦ, the sound portion of the army, Hdt.1.211,4.135; v. supr. 4.7 clear, exact, ἂν κ. ὦσιν αἱ ψῆφοι if the accounts are exactly balanced, D.18.227 (sed cf.καθαιρέω 11.5
).II Adv. purely,ἁγνῶς καὶ καθαρῶς h.Ap. 121
, Hes.Op. 337: [comp] Comp.- ωτέρως Porph.Abst.2.44
.2 of birth,κ. γεγονέναι Hdt.1.147
;αἱ κ. Ἑλληνίδες Sor.1.112
, cf.Luc.Rh. Pr.24.3 with clean hands, honestly, σὺν δίκῃ.. καὶ κ. Thgn.198; δικαίως καὶ κ. D.9.62;κ. τε καὶ μετρίως τὸν βίον διεξελθεῖν Pl.Phd. 108c
.4 clearly, plainly, , cf. E.Rh.35 (anap.);λέξις κ. καὶ ἀκριβῶς ἔχουσα Isoc.5.4
;κ. γνῶναι Ar.V. 1045
, Pl.Phd. 66e; εἴσεσθαι ibid.;καθαρώτατα ἀποδεῖξαι Id.Cra. 426b
.5 of language, purely, correctly,- ώτερον διαλέγεσθαι Plu.2.1116e
, cf. Luc.Im.15.6 entirely, Ar.Av. 591;κ. τις ὢν ἀόργητος Phld.Ir.p.71
W.;κ. ἐς ἐφήβους τελεῖν D.C.36.25
, cf. Cod.Just.1.4.34.9: [comp] Sup. - ώτατα in its purest form, Phld.Piet.66.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαρός
-
14 ἐρύκω
ἐρύκω [pron. full] [ῡ], Il.24.658, Hdt.4.125, S.Tr. 121 (lyr.), etc., rare in Prose, X.An.3.1.25, Plb.Fr.45; [dialect] Ep.inf.Aἐρῡκέμεν Il.11.48
: [tense] fut.ἐρύξω Od.7.315
, al. (not later): [tense] aor. 1 (anap.), ([etym.] ἀπ-) X.An.5.8.25 ; [dialect] Ep.ἔρυξα Il.3.113
, Od.17.515, etc.: [dialect] Ep. [tense] aor. 2ἠρύκᾰκον Il.5.321
, 20.458,ἐρύκᾰκον 11.352
, etc., inf.ἐρῡκᾰκέειν 5.262
, Od.11.105:—[voice] Med., Il.12.285:—[voice] Pass., v. infr. 11: cf. ἐρυκάνω, -ανάω : (perh. akin to ἐρύω b):—keep in, curb, restrain,ἵππους Il.11.48
, etc.; λαὸν ἐρυκάκετε keep them back (from flight or fighting), 6.80, cf. 24.658 ; but λαὸν ἔρυκε kept them in their place, 23.258 ; αἰθὴρ ὄμβρον ἐρύκει forces it back, Emp. 100.18 ; θυμὸν ἐρυκακέειν to curb desire, Od.11.105 ; πολύστονον ἐρύκεν (inf.)ὕβρτν B.16.41
; ἕτερος δέ με θυμὸς ἔρυκεν another mind checked me (opp. ἀνῆκεν), Od.9.302 ; ἐρυκέμεν εὐρύοπαΖῆν to restrain him, Il.8.206 ; γυίων πίστιν ἐ., i.e. to mistrust, Emp.4.13 ;ἔρυκέ μιν ἔνδοθεν αἰδώς A.R.3.652
: c.gen., μηδέ μ' ἔρυκε μάχης keep me not from fight, Il.18.126 ;ἀλλά τις θεῶν.. Ἅιδα σφε δόμων ἐρύκει S.Tr. 121
;μηδέ σ' Ἔρις ἀπ' ἔργου θυμὸν ἐρύκοι Hes.Op.28
: c. inf. praes., hinder from doing, Pi.N. 4.33 ; [tense] aor., E.HF 317 ; [tense] fut.,ἄλλον ἀναστήσεσθαι ἐρύξω A.R.1.346
: c.acc. et inf., ;ἐ. τἆλλα ἰχθύδια μὴ διαρπάσωσι.. Arist.HA 621a24
.2 abs., hinder,ἐρύκακε γὰρ τρυφάλεια Il.11.352
; ἐρυκέμεν to stay [their flight], 21.7.3 hold in check, keep off the enemy,εἴ κεν ἐρύξομεν ἀντιάσαντες Il.15.297
, cf. Od.22.138 ; soτὰ δ' οὐ μένος ἁμὸν ἐρύξει Il.8.178
;ἐ. τοὺς ἐπιόντας Hdt.4.125
, cf. 5.15, etc.4 detain a guest, , cf. Od.17.408, al.; also, detain by force, confine,[πόντος] πολέας ἀέκοντας ἐρύκει Il.21.59
, cf. Od.1.14, 7.315, etc.; ἔρυξον ἐνὶ μεγάροισι γυναῖκας keep them close, 19.16 ; of the dead,ἦ μιν ἐρύξει γῆ φυσίζοος ἥ τε κατὰ κρατερόν περ ἐρύκει Il.21.62
;σφωε δόλος καὶ δεσμὸς ἐρύξει Od.8.317
;ὅσσ' ἔτι Νεῖκος ἔρυκε Emp.35.9
:— [voice] Med., κῦμα δέ μιν (sc. χιόνα)..ἐρύκεται Il.12.285
.5 ward off, θεοῦ δ' ἠρύκακε δῶρα (sc. ἄκοντα) 21.594 ;ἅ κέν τοι λιμὸν ἐρύκοι Od.5.166
;κακόν, τό οἱ οὔ τις ἐρύκακεν Il.15.450
;ἐ. ψευδέων ἐνιπάν Pi.O. 10(11).5
;τὰ μὴ καλὰ νόσφιν ἐ. Theoc.7.127
;ἀπ' ἐμαυτοῦ τὰ κακά X. An.3.1.25
;τὸν πόλεμον ἀπὸ τῆς Μακεδονίας Plb.Fr.45
.II [voice] Pass., to be held back, detained,δήθ' ἐνὶ νήσῳ ἐρύκεαι Od.4.373
, cf. 17.17.2 abs., hold back, keep back, μή μοι ἐρύκεσθον, says the driver to his horses, Il. 23.443.4 ἀνέδην ὅδε χῶρος ἐρύκεται this place is remissly guarded, i.e. is free or open to all, S.Ph. 1153 (lyr., dub.l.). -
15 εὐσεβής
εὐσεβής, ές (s. prec. entry; Theognis, Pind. et al.; ins, pap, LXX) pert. to being profoundly reverent or respectful, devout, godly, pious, reverent in our lit. only of one’s relation to God (Pla., Euthyphr. 5c, Phlb. 39e; X., Apol. 19, Mem. 4, 6, 4; 4, 8, 11; Epict. 2, 17, 31; Lucian, De Calumn. 14; SIG 821c, 3; 1052, 5 μύσται καὶ ἐπόπται εὐ.; LXX; En; EpArist 233; Philo, Leg. All. 3, 209 al.; Jos., Ant. 9, 236; Ar. [Milne 76, 36]; Just.; Mel., HE 4, 26, 10) στρατιώτης εὐ. Ac 10:7. W. φοβούμενος τ. θεόν vs. 2. πεποίθησις devout confidence 1 Cl 2:3.—Subst. ὁ. εὐ. godly or devout pers. (X., Mem. 4, 6, 2, Cyr. 8, 1, 25; Diod S 1, 92, 5 οἱ εὐσεβεῖς; SEG VIII, 550, 4 [I B.C.] pl.= devotees of Isis; Sir 12:4; 39:27; Pr 13:19; Eccl 3:16 v.l.; En 102:4; 103:3; PsSol 13:5; TestLevi 16:2; Just., A I, 2, 1 τοὺς κατὰ ἀλήθειαν εὐ.) 2 Pt 2:9; 2 Cl 19:4. χῶρος εὐσεβῶν a place among the godly (s. χῶρος I) 1 Cl 50:3; τὸ εὐ. (contrast τὸ κερδαλέον) piety (Soph., Oed. Col. 1127 al.; Epict. 1, 29, 52; Philo, Agr. 128; Jos., Ant. 12, 43; Just., D. 98, 1) 2 Cl 20:4. The moral dimension is indicated by the subsequent ref. to an ‘unjust spirit’.—BEaston, Pastoral Epistles, ’47, 218. S. also ὅσιος, end.—M-M. TW. -
16 Χώρε
-
17 Χῶρε
-
18 Χώροι
-
19 Χῶροι
-
20 Χώρον
См. также в других словарях:
Χῶρος — a definite space masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χῶρος — a definite space masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… … Dictionary of Greek
χώρος — ο 1. έκταση που πιάνει κάτι είτε κατά τις δύο είτε κατά τις τρεις διαστάσεις του: Μετρούν το χώρο των αιθουσών του σχολείου. 2. ελεύθερη έκταση. 3. το απέραντο διάστημα, το άπειρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αινύρων χώρος — Τοποθεσία της Θάσου κατά την αρχαιότητα, στην ανατολική παραλία της, απέναντι από τη Σαμοθράκη. Κοντά σε αυτήν λειτουργούσαν μεταλλεία χρυσού, που κατά την παράδοση τα ανακάλυψαν οι Φοίνικες και τα οποία αναφέρει ο Ηρόδοτος. Σώζονται μερικά… … Dictionary of Greek
εργαστήριο — Χώρος με κατάλληλο εξοπλισμό για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών ή διαδικασιών (με την έννοια αυτή ε. είναι και μια μικρή βιοτεχνία)· ειδικότερα, χώρος που εξοπλίζεται με τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση πειραμάτων στα πεδία της… … Dictionary of Greek
πρόδομος — Χώρος στα σπίτια των αρχαίων, η πρώτη αίθουσα στην οποία έμπαινε ο επισκέπτης που ερχόταν από την αυλή. Oνομάζεται και προθάλαμος. Π. είχαν συνήθως τα σπίτια των Αθηναίων και Ρωμαίων που ήταν εύποροι. Ο π. αντιστοιχεί προς τον σύγχρονο διάδρομο,… … Dictionary of Greek
στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… … Dictionary of Greek
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek
ιερό — Χώρος στον οποίο, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες, κάποια θεότητα εκδήλωνε την παρουσία της και δεχόταν εκεί τη λατρεία των πιστών. Η έννοια του ι. ήταν επίσης γνωστή και σε άλλους λαούς. Στην αρχαία ελληνική θρησκεία αποτελούσε εξέλιξη του… … Dictionary of Greek
παλαίστρα — Χώρος όπου υπήρχαν οι απαραίτητες εγκαταστάσεις για τα αγωνίσματα πάλης. H αρχαία ελληνική π., που συχνά αποτελούσε τμήμα του γυμνασίου (γυμναστηρίου), απαρτιζόταν από ένα περιστύλιο που περιέκλειε έναν τετράγωνο ή ορθογώνιο αμμοστρωμένο χώρο,… … Dictionary of Greek