-
1 χῶρος
χῶρος, ὁ, 1) Raum, Platz, Stelle, Gegend, Ort; oft bei Hom. u. Folgdn; χῶρον μὲν πρῶτον διεμέτρεον Il. 3, 315; ὅτε δή ῥ' ἐς χῶρον ἕνα ξυνιόντες ἵκοντο 4, 446; ὀλίγος δ' ἔτι χῶρος ἐρύκει 20, 161; χῶρος ἐρῆμος, οἰόπολος, 10, 520. 13, 473; Raum, Platz, Zwischenraum, 8, 491. 10, 199, wie D. Hal. 8, 67; πίων, εὐαής, καταστάφυλος, Hes. O. 392. 601 Th. 806, u. sonst; Pind. Ol. 3, 27 P. 4, 209; Tragg., Βρόμιος ἔχει τὸν χῶρον Aesch. Eum. 24; ϑηρῶν οὓς ὅδ' ἔχει χῶρος Soph. Phil. 1133; das Gebiet einer Stadt, Her. 1, 160; und so auch im plur., 9, 15; wie bei den Att. nur χώρα gebraucht wird; – ἐν βραχεῖ χώρῳ ποιήσας τὴν ὅλην δύναμιν Pol. 11, 1,3. – 2) Ackerland, Landgut, Xen. Cyr. 7, 4,6. – (ΧΆΩ, χανδάνω sind als Stamm anzusehen.)
-
2 χῶρος
-
3 πρός-χωρος
-
4 πρός-χωρος [2]
-
5 περί-χωρος
περί-χωρος, um den Ort, die Gegend herum, benachbart; Plut. Cat. mai. 25; Ael. H. A. 10, 46; N. T.; oft ἡ π., Matth. 3, 5 Luc. 4, 14.
-
6 πλατύ-χωρος
πλατύ-χωρος, von breitem Platze, Raume, Schol. Od. 6, 4 u. a. Sp.
-
7 πλησιό-χωρος
πλησιό-χωρος, der Gegend nahe, angränzend, αἱ πλησιόχωροι πόλεις, Thuc. 4, 79; bei Her. stets von Personen, wie πλησίος, der Nachbar, 3, 89. 4, 30. 33. 102. 6, 108; auch τινί, 3, 97; τὸν σεαυτοῦ πλ., Ar. Vesp. 393; Plat. Legg. V, 737 c; bei Xen. Cyr. 4, 5, 35 v. l. für πρόςχωρος; ἡ πλ., sc. χώρα, Pol. b. Strab. 3, 2, 7.
-
8 πολύ-χωρος
πολύ-χωρος, vielfassend, viel in sich aufnehmend, Ἅιδης, Luc. de luct. 2 u. a. Sp.
-
9 πληθό-χωρος
πληθό-χωρος, Viel fassend, Phot. lex.
-
10 στενό-χωρος
στενό-χωρος, von engem Raume oder Platze, Hippocr.
-
11 σύγ-χωρος
σύγ-χωρος, angränzend, Sp.
-
12 τρί-χωρος
-
13 φιλό-χωρος
φιλό-χωρος, einen Ort liebend, sich gern an einem Orte aufhaltend, verweilend, Greg. Naz. u. a. Sp.
-
14 εὐρύ-χωρος
εὐρύ-χωρος, von weitem Raum od. Umfang, geräumig, πόλις, πεδίον u. ä., Arist. H. A. 10, 5 u. Sp., wie D. Sic. 19, 84; LXX. oft.
-
15 εὔ-χωρος
-
16 μεσό-χωρος
μεσό-χωρος, mitten im Lande, Sp.
-
17 μικρό-χωρος
μικρό-χωρος, mit kleinem Lande, Strab.
-
18 λυπρό-χωρος
λυπρό-χωρος, = λυπρόγαιος, Strab. IX, 427.
-
19 ἀλλοτριό-χωρος
ἀλλοτριό-χωρος, aus fremdem Lande, Ioseph.
-
20 ὁμό-χωρος
ὁμό-χωρος, aus gleichem Lande, Landsmann, D. Cass. – Auch angrenzend, benachbart?
См. также в других словарях:
Χῶρος — a definite space masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χῶρος — a definite space masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… … Dictionary of Greek
χώρος — ο 1. έκταση που πιάνει κάτι είτε κατά τις δύο είτε κατά τις τρεις διαστάσεις του: Μετρούν το χώρο των αιθουσών του σχολείου. 2. ελεύθερη έκταση. 3. το απέραντο διάστημα, το άπειρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αινύρων χώρος — Τοποθεσία της Θάσου κατά την αρχαιότητα, στην ανατολική παραλία της, απέναντι από τη Σαμοθράκη. Κοντά σε αυτήν λειτουργούσαν μεταλλεία χρυσού, που κατά την παράδοση τα ανακάλυψαν οι Φοίνικες και τα οποία αναφέρει ο Ηρόδοτος. Σώζονται μερικά… … Dictionary of Greek
εργαστήριο — Χώρος με κατάλληλο εξοπλισμό για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών ή διαδικασιών (με την έννοια αυτή ε. είναι και μια μικρή βιοτεχνία)· ειδικότερα, χώρος που εξοπλίζεται με τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση πειραμάτων στα πεδία της… … Dictionary of Greek
πρόδομος — Χώρος στα σπίτια των αρχαίων, η πρώτη αίθουσα στην οποία έμπαινε ο επισκέπτης που ερχόταν από την αυλή. Oνομάζεται και προθάλαμος. Π. είχαν συνήθως τα σπίτια των Αθηναίων και Ρωμαίων που ήταν εύποροι. Ο π. αντιστοιχεί προς τον σύγχρονο διάδρομο,… … Dictionary of Greek
στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… … Dictionary of Greek
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek
ιερό — Χώρος στον οποίο, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες, κάποια θεότητα εκδήλωνε την παρουσία της και δεχόταν εκεί τη λατρεία των πιστών. Η έννοια του ι. ήταν επίσης γνωστή και σε άλλους λαούς. Στην αρχαία ελληνική θρησκεία αποτελούσε εξέλιξη του… … Dictionary of Greek
παλαίστρα — Χώρος όπου υπήρχαν οι απαραίτητες εγκαταστάσεις για τα αγωνίσματα πάλης. H αρχαία ελληνική π., που συχνά αποτελούσε τμήμα του γυμνασίου (γυμναστηρίου), απαρτιζόταν από ένα περιστύλιο που περιέκλειε έναν τετράγωνο ή ορθογώνιο αμμοστρωμένο χώρο,… … Dictionary of Greek