-
1 Ακόντα
-
2 Ἀκόντα
-
3 Ακοντα
-
4 Ἄκοντα
-
5 άκοντα
ἄκωνinvoluntary: masc acc sgἄ̱κοντα, ἀέκωνinvoluntary: neut nom /voc /acc pl (attic)ἄ̱κοντα, ἀέκωνinvoluntary: masc acc sg (attic) -
6 ἄκοντα
ἄκωνinvoluntary: masc acc sgἄ̱κοντα, ἀέκωνinvoluntary: neut nom /voc /acc pl (attic)ἄ̱κοντα, ἀέκωνinvoluntary: masc acc sg (attic) -
7 Ακονθ'
Ἄκοντα, Ἀκόντηςmasc voc sgἌκοντα, Ἀκόντηςmasc nom sg (epic)Ἄκονται, Ἀκόντηςmasc nom /voc pl -
8 Ἄκονθ'
Ἄκοντα, Ἀκόντηςmasc voc sgἌκοντα, Ἀκόντηςmasc nom sg (epic)Ἄκονται, Ἀκόντηςmasc nom /voc pl -
9 Ακοντ'
Ἄκοντα, Ἀκόντηςmasc voc sgἌκοντα, Ἀκόντηςmasc nom sg (epic)Ἄκονται, Ἀκόντηςmasc nom /voc pl -
10 Ἄκοντ'
Ἄκοντα, Ἀκόντηςmasc voc sgἌκοντα, Ἀκόντηςmasc nom sg (epic)Ἄκονται, Ἀκόντηςmasc nom /voc pl -
11 ἑκών
ἑκών, ἑκοῦσα, ἑκόν: (Aϝέκ- IG9(1).334.12
([dialect] Locr.), GDI 5131b ([place name] Crete), cf. γεκαθά; cf. Skt. váśmi 'wish'):— readily, Od.4.649, etc.; freq. contrasted withἄκων, ἑ. ἀέκοντί γε θυμῷ Il.4.43
;οὐ γάρ τίς με βίῃ γε ἑ. ἀέκοντα δίηται 7.197
; ;πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν S.Ant. 276
;ἑκόντα μήτ' ἄκοντα Id.Ph. 771
;βίᾳ τε κοὐχ ἑκών Id.OC 935
; ἑ. παρ' ἑκόντος λαμβάνειν, i.e. by mutual consent, D.21.44;τὴν φύσιν ἑκοῦσαν καὶ οὐ παθοῦσαν τὰ δέοντα ποιεῖν Gal.19.171
.2 wittingly, purposely,ἑκὼν δ' ἡμάρτανε φωτός Il.10.372
, etc.;σφόδρ' ἑκὼν.. ἀγνοεῖν προσποιούμενος D.29.13
.3 in [dialect] Att. Prose (cf. Phryn.241), ἑ. εἶναι as far as depends on one's will, as far as concerns one, with a neg., Hdt. 7.104, 8.116, Pl.Ap. 37a, al.; also in oblique cases,ὑπὸ σοῦ ἑκόντος εἶναι Id.Grg. 499c
; or in a sentence implying a neg., θαυμάζοιμεν ἂν εἰ.. τις ἑκὼν εἶναι (fort. delendum).. ἀφικνεῖται; Id.Lg. 646b: once affirm.,ἑκὼν εἶναι.. οἴχετο Hdt.7.164
.II rarely of things,κακὰ ἑ. κοὐκ ἄκοντα S.OT 1230
. -
12 άκονθ'
ἄκοντα, ἄκωνinvoluntary: masc acc sgἄκοντι, ἄκωνinvoluntary: masc dat sgἄκοντε, ἄκωνinvoluntary: masc nom /voc /acc dualἄ̱κοντα, ἀέκωνinvoluntary: neut nom /voc /acc pl (attic)ἄ̱κοντα, ἀέκωνinvoluntary: masc acc sg (attic)ἄ̱κοντι, ἀέκωνinvoluntary: masc /neut dat sg (attic)ἄ̱κοντε, ἀέκωνinvoluntary: masc /neut nom /voc /acc dual (attic) -
13 ἄκονθ'
ἄκοντα, ἄκωνinvoluntary: masc acc sgἄκοντι, ἄκωνinvoluntary: masc dat sgἄκοντε, ἄκωνinvoluntary: masc nom /voc /acc dualἄ̱κοντα, ἀέκωνinvoluntary: neut nom /voc /acc pl (attic)ἄ̱κοντα, ἀέκωνinvoluntary: masc acc sg (attic)ἄ̱κοντι, ἀέκωνinvoluntary: masc /neut dat sg (attic)ἄ̱κοντε, ἀέκωνinvoluntary: masc /neut nom /voc /acc dual (attic) -
14 άκοντ'
ἄκοντα, ἄκωνinvoluntary: masc acc sgἄκοντι, ἄκωνinvoluntary: masc dat sgἄκοντε, ἄκωνinvoluntary: masc nom /voc /acc dualἄ̱κοντα, ἀέκωνinvoluntary: neut nom /voc /acc pl (attic)ἄ̱κοντα, ἀέκωνinvoluntary: masc acc sg (attic)ἄ̱κοντι, ἀέκωνinvoluntary: masc /neut dat sg (attic)ἄ̱κοντε, ἀέκωνinvoluntary: masc /neut nom /voc /acc dual (attic) -
15 ἄκοντ'
ἄκοντα, ἄκωνinvoluntary: masc acc sgἄκοντι, ἄκωνinvoluntary: masc dat sgἄκοντε, ἄκωνinvoluntary: masc nom /voc /acc dualἄ̱κοντα, ἀέκωνinvoluntary: neut nom /voc /acc pl (attic)ἄ̱κοντα, ἀέκωνinvoluntary: masc acc sg (attic)ἄ̱κοντι, ἀέκωνinvoluntary: masc /neut dat sg (attic)ἄ̱κοντε, ἀέκωνinvoluntary: masc /neut nom /voc /acc dual (attic) -
16 ἄκων
1 javelin, shaft.a lit.ἄκοντι Φράστωρ ἔλασε σκοπόν O. 10.71
“ οὐ πρέπει νῷν χαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιντιμὰν δάσασθαι” P. 4.148 ἀκόντεσσίν τε χαλκέοις φασγάνῳ τε μαρναμένα (sc. Κυράνα) P. 9.20χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων N. 3.45
ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν N. 7.71
ἐφορμαθεὶς δ' ἄῤ ἄκοντι θοῷ, ἤλασε Λυγκέος ἐν πλευραῖσι χαλκόν N. 10.69
b met. of poetry. cf. N. 7.71ἐμὲ δ' εὐθὺν ἀκόντων ἱέντα ῥόμβον O. 13.93
ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω P. 1.44
μάτηρ ἀκόντων fr. 6b. b. -
17 ἄνεμος
ᾰνεμος (-ος, -ον; -ων, -οις, -ους)1 windἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις O. 11.1
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων P. 3.105
βασιλεὺς ἀνέμων Βορέας P. 4.181
ὠκυπόρους κυμάτων ῥιπὰς ἀνέμους τ' ἐκάλει P. 4.195
βαρυγδούπων ἀνέμων στίχες P. 4.210
μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον P. 5.120
τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι P. 6.12
“ ψάμαθοι κύμασιν ῥιπαῖς τ' ἀνέμων κλονέονται” P. 9.48ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν P. 11.39
χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων ἴσα τ' ἀνέμοις (Mosch.: ἴσον τ' ἀνέμοισιν codd.) N. 3.45θαλασσίαις ἀνέμων ῥιπαῖσι πεμφθεὶς ὑπὸ Τροίαν N. 3.59
σοφοὶ δὲ μέλλοντα τριταῖον ἄνεμον ἔμαθον N. 7.17
παντοδαπῶν ἀνέμων ῥιπαῖσιν fr. 33d. 2.οὐδ' ἀνέμους ἔ[λ]α[θ]εν οὐδὲ τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον Pae. 6.110
]ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ Pae. 8.64
ὠκείας τ ἀνέμων ῥιπάς *fr. 140c. 2*. -
18 βραχυσίδαρος
1 with short bladeβραχυσίδαρον ἄκοντα N. 3.45
-
19 θαμινά
1 oftenἀκέρδεια λέλογχεν θαμινὰ κακαγόρους O. 1.53
χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων N. 3.44
Λατοίδαν θαμινὰ Δελφῶν κόραι Pae. 6.16
-
20 ἴσος
1ϝίσος N. 11.41
, N. 7.5, N. 10.86, I. 6.32) equal, alikea ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί, ἴσαις δ' ἁμέραις (Mommsen: ἴσαις δ' ἐν codd.: ἴσα δ' ἐν byz.: ἴσον ἐν Boeckh) O. 2.61 “ χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσον” O. 4.25 τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν i. e. equally distributed O. 8.53 δελφῖνι καὶ τάχος δἰ ἅλμας ἶσόν κ' εἴποιμι Μελησίαν ( καὶ Schr.: κεν codd.: ἶσον vett.: ἴσον Tricl., edd. vulg.: κ supp. Wil., om. codd.) N. 6.65 δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον i. e. equally rich N. 11.41τὸν βουβόταν οὔρεϊ ἴσον Ἀλκυονῆ I. 6.32
bI n. s. pro subs., equal share “ πάντων δὲ νοεῖς ἀποδάσσασθαι ἴσον” N. 10.86II n. pl. pro subs. ἀναπνέομεν δ' οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα for a like purpose N. 7.5c pro adv.,II f. dat. s., equally πάντες ἴσᾳ νέομεν ψευδῆ πρὸς ἀκτάν (Hermann: ἴσα codd.: ἴσον Schr.) fr. 124. 7.III n. pl., c. dat., like χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων ἴσα τ' ἀνέμοις (Mosch.: ἴσον τ codd.: ἴσον Er. Schmid) N. 3.45
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἀκόντα — Ἀκόντᾱ , Ἀκόντης masc nom/voc/acc dual Ἀκόντᾱ , Ἀκόντης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄκοντα — Ἀκόντης masc voc sg Ἀκόντης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκοντα — ἄκων involuntary masc acc sg ἄ̱κοντα , ἀέκων involuntary neut nom/voc/acc pl (attic) ἄ̱κοντα , ἀέκων involuntary masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄκονθ' — Ἄκοντα , Ἀκόντης masc voc sg Ἄκοντα , Ἀκόντης masc nom sg (epic) Ἄκονται , Ἀκόντης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄκοντ' — Ἄκοντα , Ἀκόντης masc voc sg Ἄκοντα , Ἀκόντης masc nom sg (epic) Ἄκονται , Ἀκόντης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκονθ' — ἄκοντα , ἄκων involuntary masc acc sg ἄκοντι , ἄκων involuntary masc dat sg ἄκοντε , ἄκων involuntary masc nom/voc/acc dual ἄ̱κοντα , ἀέκων involuntary neut nom/voc/acc pl (attic) ἄ̱κοντα , ἀέκων involuntary masc acc sg (attic) ἄ̱κοντι , ἀέκων… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκοντ' — ἄκοντα , ἄκων involuntary masc acc sg ἄκοντι , ἄκων involuntary masc dat sg ἄκοντε , ἄκων involuntary masc nom/voc/acc dual ἄ̱κοντα , ἀέκων involuntary neut nom/voc/acc pl (attic) ἄ̱κοντα , ἀέκων involuntary masc acc sg (attic) ἄ̱κοντι , ἀέκων… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГИМНАСИЙ — • Gymnasium, γυμνάσιον. Гимнастика (γυμναστική) одно из самых своеобразных учреждений греческой жизни; уже в гомеровские времена гимнастика процветала и всегда поощрялась и восхвалялась. Имея целью удовлетворять чувству прекрасного и… … Реальный словарь классических древностей
CERVUS — I. CERVUS Hebr. Gap desc: Hebrew αἰὰλ, vulgarinomine; Graecis ἔλαφος; quae ambo saepe in feminino etiam de cervo mare occurrunt. Ut cum dicit hilosophus in Mirabil. Τὰς εν Η᾿πείρῳ ἐλάφους κατορύττειν τὸ δεξιὸν κερας; in cervino enim genere soli… … Hofmann J. Lexicon universale
JACULATIO — inter Vett. exercitamenta, vide supra Gymnastica, ubi quamvis ῥίψιν, proiectionem, hoc nomine venisse diximus. In specie Iaculum, Graece ἀκόντιον, inter 5. certaminum genera, in Ludis olim Gymnicis obita, quae hoc μονόςτιχον complectitur, Α῞λμα,… … Hofmann J. Lexicon universale
PENTATHLUM — Latine Quinqvertium, celebre olim apud Graecos exercitationis genus fuit, imo potius in omnibus quinque certaminum generibus victricem peritiam denotavit. Iul. Pollux l. 3. c. 3. πένταθλος ὁ πέντε ἀγωνιζόμενος, Pentarhlus (sive Quinqvertio, ita… … Hofmann J. Lexicon universale