-
81 πολύχωρος
πολύ-χωρος, ονII π. ἀριθμοί large, 'round' numbers, Vett. Val.274.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύχωρος
-
82 προαλής
προᾰλής,ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαλής
-
83 στυγερωπός
στῠγερ-ωπός, όνGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυγερωπός
-
84 συνάπας
A = σύμπας, strengthd. for πᾶς, πᾶσα, πᾶν, all together, mostly in pl., with or without Art., Hdt.1.98, 134, 178, 5.49, 9.29;αἱ συνάπασαι ἐπιστῆμαι Pl.Phlb. 13e
, etc.II in sg., with collective Nouns,τὸ σ. στράτευμα Hdt.7.187
; especially of countries, Αἰγύπτῳ τῇ ς. Id.2.39, cf. 9.45; ὁ χῶρος ὁ ς. Id.2.112; μουσικὴ ς. the whole range of.., Pl.Sph. 224a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνάπας
-
85 τετράχωρος
τετρά-χωρος, ον,A with four divisions, Dsc.1.101.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετράχωρος
-
86 χαραδρόομαι
A to be broken into clefts by mountain-streams, to be full of gullies,χώρη κεχαραδρωμένη Hdt.2.25
;ὡς ἂν χαραδρωθείη ὁ χῶρος Id.7.176
: metaph., οἱ πόροι χαραδροῦνται the pores are widened into large channels, Hp.Flat.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαραδρόομαι
-
87 χωρέω
Aχωρήσω Il.16.629
, Hdt.5.89, 8.68.β, Hp.Nat.Puer.18, and in later Prose, as D.H.4.9, Luc.DDeor. 20.15, etc.; [dialect] Att. only in Th.1.82 (exc. in compds.,ἀνα-χωρήσω Id.7.72
,ἀπο- X.Eq.Mag.6.2
,προ- Th.3.4
,προς- Id.2.2
,συγ- Id.1.140
, etc.); elsewh. in Trag. and [dialect] Att. always in med. form, χωρήσομαι, A.Th. 476, S.El. 404, Th.2.20, etc., and freq. in compds.: [tense] aor. ἐχώρησα, [dialect] Ep. χώρησα, Il.15.655, h.Cer. 430, Th.4.120, etc.: [tense] pf.κεχώρηκα Hdt.1.120
, 122, Th.1.122, Hp.Acut.19, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut. χωρηθήσομαι ([etym.] συγ-) Plb.15.17.5: [tense] aor. ἐχωρήθην ([etym.] συν-) X.HG 3.2.31, D.38.4: [tense] pf. κεχώρηται ([etym.] παρα-) D.H.11.52, ([etym.] συγ-) Pl. Phlb. 15a: ([etym.] χῶρος):—make room for another, give way, withdraw,ἐχώρησαν πάλιν αὖτις Il.17.533
; γαῖα ἔνερθε χώρησεν the earth gave way from beneath, i. e. opened, h.Cer. l.c.; χ. πρύμναν, = κρούεσθαι πρύμναν, put back, retire, E.Andr. 1120; begone!A.
Eu. 196, cf. E.Or. 1678, Med. 820, etc.—The uncom pounded word does not occur in Od. and only [tense] fut. and [tense] aor. in Il.—Construction:1 c. gen. rei vel loci,χώρησεν τυτθὺν ἐπάλξιος Il.12.406
;νεῶν ἐχώρησαν 15.655
;νεκροῦ χωρήσουσι 16.629
; alsoνηῶν ἄπο.. ἐχώρησαν προτὶ Ἴλιον 13.724
; ;ἔξω τῶνδε δωμάτων χωρεῖτε A.Eu. 180
; ;ἐκ προαστίου S.El. 1432
.2 c. dat. pers., give way to one, make way for him, retire before him,οὐδ' ἂν Ἀχιλλῆϊ χωρήσειεν Il.13.324
, cf. 17.101.II after Hom., go forward, advance,τὸ πῦρ.. πρόσω κεχώρηκεν Call.
in PSI11.1216.34; simply, go or come, Hdt.1.10, etc.; go on one's journey, travel, S.OT 750;χ. ἐπ' ἀδελφεοῦ βίαν Pi.N.10.73
, etc.; ; χ. πρὸς ἔργον come to action, S.Aj. 116, Ar.Ra. 884; χ. πρὸς ἧπαρ go to one's heart, S.Aj. 938; χωρῶν ἀπείλει νῦν go and threaten, Id.OC 1038;διὰ φόνου χ. E.Andr. 176
; τὰ τοξεύματα ἐχώρει διὰ τῶν ἀσπίδων, of weapons, X.An.4.2.28; τὸ ὕδωρ κατὰ τὰς τάφρους ἐχώρει it went off by.., Id.Cyr.7.5.16;ἄνω ποταμῶν χωροῦσι παγαί E.Med. 410
(lyr.), cf. X.HG2.4.10; χώρει κάτω go downwards, i.e. beginning from the upper parts of the body, A.Pr.74;διὰ στόμα χωροῦντα.. ἀφρόν E.Med. 1174
; χ. κύκλῳ [ὁ ποταυός] Pl.Phd. 113b; ὁμόσε χ. τισί to join battle, Th.6.101, Ar.Lys. 451, cf.ὁμόσε 1.2
;χ. ὁμόσε τοῖς λόγοις E.Or. 921
;χ. δειπνήσων Ar.Fr. 272
;πρὸς τὸ ἱερὸν χωρῆσαι δρόμῳ Th.1.134
;χωροῖς ἂν εἴσω S.El. 1491
, Ph. 674;χώρει, ξέν', ἔξω Id.OC 824
: of Time, νὺξ ἐχώρει the night was passing, near an end, A.Pers. 384;βιοστερὴς χ.
wander about,S.
OC 747: Medic., of excretions,τὰ χωρέοντα μὴ τῷ πλήθει τεκμαίρεσθαι, ἀλλ' ὡς ἂν χωρέῃ οἷα δεῖ Hp.Aph.1.23
; also of the menses, Id.Mul.1.2: c. acc. loci, .2 go forward, make progress,τοὔργον οὐ χωρεῖ πρόσω A.Dict.
in PSI11.1209.16; (lyr.); χωρεῖ.. τὸ πρᾶγμα ib. 509;τόκοι χωροῦσιν Id.Nu.18
;χωρεῖ τὸ κακόν Id.V. 1483
, Nu. 907 (both anap.).3 come to an issue, turn out in a certain manner, παρὰ σμικρὰ.. κεχώρηκε have come to little, of the event of oracles, Hdt.1.120;εὐτυχέως χ. Id.3.39
; κακῶς χ. turn out ill, Pl.Lg. 684e;δόξα δ' ἐχώρει δίχα E.Hec. 117
(anap.), cf. Hel. 759: freq. abs., advance, succeed, Hdt.3.42, 5.89;πάντα διὰ πράξεων καὶ.. ἀγώνων κεχωρηκότα.. Ῥωμαίοις Onos.Praef.8
;τὰ πράγματα χωρεῖ κατὰ λόγον Plb. 28.17.12
;ὁ λόγος ὁ ἐμὸς οὐ χωρεῖ ἐν ὑμῖν Ev.Jo.8.37
(unless in signf. 111. infr.); also, to be possible,οὐ γάρ οἱ χωρεῖ περιβαλεῖν κτλ. Ael. VH1.3
(sed leg. ἐγχωρεῖ).4 to be spread abroad, ἡ φάτις κεχώρηκε a report spread, Hdt.1.122; διὰ πάντων οὕτως ἐχώρει τίς ἕψεται;" X.Cyr.3.3.62;κλαυθμὸς διὰ πάντων ἐχώρει Plu.Rom.19
; ὄνομα δόξῃ διὰ πάντων ἀνθρώπων κεχωρηκός a name spread abroad, ib.1.5 of money, to be spent,τὰς μὲν δαπάνας χωρεῖν ἐντελεῖς ἐκ τῶν οἴκων, τὰ δὲ ἔργα μὴ τελείσθαι λυσιτελούντως πρὸς τὴν δαπάνην X.Oec.20.21
; B 6 ([place name] Sparta), cf. 1432.4 (Messene, i B. C./i A. D.).III trans., have room for a thing, hold, contain, freq. of measures,κρητὴρ χωρέων ἀμφορέας ἑξακοσίους Hdt.1.51
, cf. 192, 4.61, Ar.Nu. 1238, Pl.Smp. 214a;οὐκ ἐχώρησεν αὐτοὺς ἡ πόλις Th.2.17
, cf. D.21.200, Aeschin.3.164, E.Hipp. 941; ;ποτήρια.. οὐχὶ χωροῦντ' οὐδὲ κόγχην Pherecr. 143.3
(troch.);κοτύλας χ. δέκα Men.Kol.Fr.2
, cf. Diph.96, etc.; χωρήσατε ἡμᾶς take us into your hearis! 2 Ep.Cor.7.2; find room for..,Ev.Matt.
19.11 (so perh. intr., Ev.Jo.8.37, v. supr. 11.3); to be capable of,τὸ Κάτωνος φρόνημα Plu.Cat.Mi.64
: c. inf., to be capable of doing, οὐ χωρεῖ μεγάλην διδαχὴν ἀδίδακτος ἀκούειν (v. l. for ἀκουή) Ps.-Phoc.89;δωρεὰν ὅσην οὐκ ἐχωρήσατε αἰτεῖσθαι IG7.2713.11
(Acraeph., Oratio Neronis). -
88 χωρίον
1 place, spot, district, very freq. in Prose from Hdt. down wards, e.g. 2.8,10,29, Th.2.54; also in Com., as Ar.Nu. 209, etc.; never in Trag.: ἐκ τοῦ αὐτοῦ χ. from the same spot, Hdt.1.11; χ. ἔρημον, χ. χαλεπὰ καὶ πετρώδη, Th.4.9;χ. ἱππάσιμα X.Cyr.1.4.14
: pl., sites,οἰκίσαι χωρία Th.1.12
.3 landed property, estate, Th.1.106, Pl.Lg. 844b, Lys.7.4, IG12.325.10; used with ἀγρός, X.HG2.4.1, etc.4 place of business, office, D.45.33.5 space, room, Th.1.63, etc.; esp. in Geom., space enclosed by lines, area, figure, Pl.Men. 82b sq., Ar.Nu. 152, Euc.Dat.55, Papp.240.17: esp. rectangle, Archim.Con.Sph.2, al.6 passage in a book, Hdt.2.117 (unless interpol.), Luc.Hist.Conscr.12, Ath.15.672a, Simp.inCael.126.4.b subject, Th.1.97: pl., topics, Lycurg.31.7 Medic., part of the body, Hp.Fract.2, cf. Aph. 1.21 (pl.); τὸ χ. τὸ ἐπὶ τοῦ ἥπατος periphr. for the gall-bladder, Id.Morb.4.36. -
89 χωρίτης
A countryman, rustic, boor, S.Fr.21, X.HG3.2.31, AP7.657 (Leon.), Muson. Fr.11p.60H.:—fem. [suff] χωρ-ῖτις, -ιδος, a country girl, Luc.DDeor.20.13.2 one dwelling in a place or country, inhabitant, A.Eu. 1035 (lyr.);χ. δράκων Id.Fr. 123
, cf. S.Fr. 226.3 inhabitant of a country town (χῶρος 11.4
), οἱ χ. οἱ Ζελειτῶν, opp. οἱ κωμῆται οἱ Συκηνῶν, LW 1534 ([place name] Smyrna).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χωρίτης
-
90 ψαμαθώδης
ψᾰμᾰθ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψαμαθώδης
-
91 ἀκανθώδης
ἀκανθ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκανθώδης
-
92 ἀλλοτριόχωρος
ἀλλοτριό-χωρος, ον,A of strange land, J.AJ3.12.3, 8.7.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλοτριόχωρος
-
93 ἀμφιπέριξ
ἀμφιπέριξ, Adv.A all around,ὁ ἀ. χῶρος Hp.Mul.2.175
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφιπέριξ
-
94 ἀναμετρέω
A measure back again, re-measure the road, retrace one's steps,ὄφρ'.. ἀναμετρήσαιμι Χάρυβδιν Od.12.428
;ἀ. σαυτὸν ἀπιών
measure yourself off!Ar.
Av. 1020; πόνοισι πόνους ἀ., i. e. undergo a succession of labours, IG3.1374.2 enumerate, Hp.Ep.27:—in [voice] Med., recapitulate, E.Or.14.2 measure carefully,ἀ. ὅσῳ ἐλάσσων ὁ χῶρος γέγονε Hdt.2.109
;ἀ. τὸ ὅλον Arist.Ph. 221a3
; τινί τι one thing by another, Pl.R. 531a:—also in [voice] Med.,ἀ. γῆν Ar.Nu. 203
; ἀνεμετρησάμην φρένας τὰς σάς took the measure of.., E. Ion 1271; :—[voice] Pass.,ἀ. τινί
to be measured by,Pl.
Ti. 39d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναμετρέω
-
95 ἀνόστητος
ἀνόστ-ητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνόστητος
-
96 ἀπειθής
ἀπειθής, ές,A disobedient, S.Fr.45;ἀ. τοῖς νόμοις Pl.Lg. 936b
; of ships, τοῖς κυβερνήταις ἀπειθεστέρας τὰς ναῦς παρεῖχον less obedient to them, Th.2.84, cf. D.C.50.29 ([comp] Comp.), Orph.A. 247;στράτευμα X.Eq. 3.6
; of horses, Id.Eq.Mag.1.3; ἀπειθέα τεύχειν work disobedience, Call.Dian.66. Adv.ἀπειθῶς, ἔχειν πρός τινα Pl.R. 391b
.b unbelieving, Nonn.D.8.306.2 of things, inflexible, rigid,κέντρον Ael. NA1.55
; ;ὀδόντες ἀ.
unyielding,Opp.
C.2.511; χῶρος ἀ. impracticable, of Hades, Hermesian. 7.3;δίκη ἀ. Νεμέσεως IG4.444
.II [voice] Act., not persuasive, incredible,μῦθος Thgn.1235
; uninviting,πρὸς τὴν γεῦσιν Hices.
ap. Ath.3.87b, c;τὴν γεῦσιν Id.323a
; of places, difficult of access, Ael.Fr. 120.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπειθής
-
97 ἀποδείκνυμι
ἀποδείκ-νῡμι (and [suff] ἀποδεικ-ύω X.Smp.8.20, Plb.7.14.3), [dialect] Ion. [suff] ἀποδεικ-δέκνῦμι GDI5653b14 (Chios, v B. C.), [tense] fut. -δείξω, [dialect] Ion. - δέξω:—A point away from other objects at one, and so:I point out, display, make known, whether by deed or word,σφι γνώμας Hdt.1.171
,al.;τάφους καὶ συγγένειαν Th.1.26
;ἦθος τὸ πρόσθε τοκήων A.Ag. 727
;ἀρετήν Hyp.Epit.29
;τὰ τῆς τεχνης ἐξευρήματα Hp.Praec.9
; proclaim, τὴν ἡμέρην GDI l. c.;—[voice] Pass.,τῶν οῠρων ἀποδεχθέντων SIG134b22
(Milet., iv B. C.).2 bring forward, produce,μαρτύρια τούτων Hdt.5.45
;πολλοὺς παῖδας Id.1.136
, cf. S.OT 1405, Isoc.19.6, X.Cyr. 1.2.5;ἐπόχους 8.1.35
;ἀ. τρόπαια And.1.147
;χρήματα πλεῖστ' ἀ. ἐν τῷ κοινῷ Ar.Eq. 774
;μορφὴν ἑτέραν E.Fr.839.14
(v.l. ἐπέδειξεν): c. part., ὑγιέα τινὰ ἐόντα ἀ. produce him safe and sound, Hdt.3.130, cf. 134.5 appoint, assign,τέμενος ἀ. τινί Hdt.5.67
, 89;βωμόν τινι Id.7.178
;ἓν βουλευτήριον Th.2.15
; γῆς ὅρους ib.72; τὴν τρίτην ἀ. ἐκκλησίαν to fix, prescribe it, D.24.25:—[voice] Pass.,τοῖσί ἐστι χῶρος ἀποδεδεγμένος Hdt.1.153
; .b c. inf., κώμας ὅθεν ἀπέδειξαν οἱ ἡγεμόνες λαμβάνειν τὰ ἐπιτήδεια whence they appointed that they should receive.., X.An.2.3.14:—[voice] Pass., τοῖσι ἀποδεδέχθαι.. ἕλκειν (impers.) it had been appointed them to draw, Hdt.2.124.6 show by argument, prove, demonstrate, Ar.Nu. 1334, Arist.AP0.75b37, etc.;ἀ. σαφεῖς τὰς ἀποδείξεις And.2.3
;ἀ. ὡς.. Ar.V. 548
, Pl.R. 472d; ὅτι .. Id.Prt. 323c, etc.; πότερον.. ἢ .. Id.Alc.1.114b: c. dupl. acc., prove one so and so, , etc.;τοιούτους τινάς Hp.Decent.4
: folld. by part.,ἀ. λόγῳ.. οὐδὲν μετεόν Hdt.5.94
; ἀ. τινὰ λέγοντα οὐδέν make it evident that.., 7.17, cf. 2.133.II show forth a person or thing as so and so, hence:1 appoint, proclaim, create,ἀ. τινὰ στρατηγόν X.An.1.1.2
, al.: c. inf.,στρατηγὸν εῖναι Hdt.5.25
; ἀ. τούτους τὴν πόλιν νέμειν ib.29;ἑαυτὸν ὅτι ἐστὶ θεός 2 Ep.Thess.2.4
:—[voice] Pass., to be so created, Hdt.1.124, 162; ;ἀπεδέχθη εῖναι ἵππαρχος 7.154
;αὐτοκράτωρ ἀποδέδεικται POxy.1021.7
(i A. D.); ὕπατος ἀποδεδειγμένος, = Lat. consul designatus, OGI379.5 ([place name] Tiflis), etc.2 make, render, mostly with an Adj., ἀ. τινὰς μοχθηροτάτους make them finished rascals, Ar.Ra. 1011;ἀ. κρατίστους τοὺς λόχους X.Cyr.2.1.23
;γοργότερον ἀ. τὸν ἵππον Id.Eq.1.10
;ζῷον ἀγριώτερον Pl.Grg. 516b
: with a Subst.,γέλωτα ἀ. τινά Id.Tht. 166a
, cf. Phd. 72c: c. part., ;ἀ. τινὰς ἀλλοτρίους ὄντας Pl.Smp. 179c
:—[voice] Pass., πολέμιοι ἀποδεδειγμένοι declared enemies, X.An.7.1.26, cf. D.23.200.3 represent as,ἀ. παῖδα πατρὸς ἑωυτῶν ἕκαστον ἐόντα Hdt.2.143
, cf. Lys.32.17:— [voice] Pass., is represented, considered as..,Hdt.
1.136; οὐδὲ.. οὗτοι ἐν τοῖσι ἄλλοισι θεοῖσι ἀποδεδέχαται have not been considered, admitted among.., 2.43:—these two last examples may be pass. usages of ἀποδέχομαι.4 c. inf., ordain a thing or person to be, X.Oec.7.30,Lac.10.7.B [voice] Med., show forth, exhibit something of one's own, ἀποδέξασθαι τὴν γνώμην deliver one's opinion, Hdt.1.170, 207, cf. Th.1.87; alsoἀ. μεγάλα ἔργα Hdt.1.59
, al.; ἀξιαπηγητότατα ib.16; οὐδὲν λαμπρὸν ἔργον ib. 174; ἀ. ἀρετάς display high qualities, Pi.N.6.49 (cf. supr. A. 1.2);πνεύματα εἰς ἄλληλα στάσιν.. ἀποδεικνύμενα A.Pr. 1088
; of buildings and the like ,μνημόσυνα ἀ. Hdt.2.101
;χώματα ἀξιοθέητα 1.184
; οὐδεμίαν στρατηΐην ἀ. not to have any military service to show, 2.111:—[voice] Pass., ἔργα μεγάλα καὶ θαυμαστὰ.. ἀποδεχθέντα Id. Prooem., cf. 9.27.2 [voice] Med. in act. sense, ἀποδεδειγμένοι ἦσαν ὅτι had declared that.., X.An.5.2.9.C [voice] Pass., v. supr. 1.5, 11.1,2,3: [tense] aor. ἀπεδείχθην is always [voice] Pass., as Hdt.7.154; and so mostly [tense] pf. ἀποδέδειγμαι, 1.136, Antipho 2.4.10, X.An.7.1.26; but the part. of the latter is sts. [voice] Act., v. supr. B.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποδείκνυμι
-
98 ἀπόκρημνος
ἀπό-κρημνος, ον,A sheer, precipitous,ὄρος ἄβατον καὶ ἀ. Hdt.7.176
, cf.3.111;χῶρος ἀ. Id.8.53
, cf. Th.4.31, etc.: [comp] Sup., Diog.Ep.37.4: metaph. of an advocate's case, full of difficulties,πάντα ἀ. ὁρῶ D.25.76
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόκρημνος
-
99 ἀποτάσσω
A set apart, assign specially,χώραν τινί Pl.Tht. 153e
; detach soldiers, Plb.6.35.3, etc., cf. POxy.475.27 (ii A. D.):— [voice] Pass., ἀποτεταγμένη ἀρχή distinct office, Arist.Pol. 1322a26; (ii B. C.): generally, to be fixed, appointed,χῶρος Plu.2.120b
; ear-mark,ἀργύριον εἰς δημοθοινίαν -τεταγμένον IG12(7).515.91
([place name] Amorgos), cf. BCH46.397 ([place name] Mylasa).IV Med, ἀποτάσσομαί τινι bid adieu to a person, part from them, Ev.Luc.9.61, Act.Ap.18.21, Ev.Marc.6.46, J.AJ11.8.6, BGU 884 ii 14(ii/iii A. D.), Aesop.64, Lib.Decl.45.28; have done with, get rid of a person, POxy.298.31 (i A. D.);ἀ. τῷ βίῳ
commit suicide,Cat.Cod.Astr.
8 (<*>). 136.17: also c. dat. rei, renounce, give up,τοῖς ἑαυτοῦ ὑπάρχουσιν Ev.Luc.14.33
;τροφῇ J.AJ11.6.8
; ταῖς μίξεσι, of the Vestals, Sor.1.32;πάθεσι Ph.1.116
, cf. Iamb.VP3.13, Phryn.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποτάσσω
-
100 ἀπρόσχωρος
ἀπρόσ-χωρος, ον,A arrogant, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπρόσχωρος
См. также в других словарях:
Χῶρος — a definite space masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χῶρος — a definite space masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… … Dictionary of Greek
χώρος — ο 1. έκταση που πιάνει κάτι είτε κατά τις δύο είτε κατά τις τρεις διαστάσεις του: Μετρούν το χώρο των αιθουσών του σχολείου. 2. ελεύθερη έκταση. 3. το απέραντο διάστημα, το άπειρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αινύρων χώρος — Τοποθεσία της Θάσου κατά την αρχαιότητα, στην ανατολική παραλία της, απέναντι από τη Σαμοθράκη. Κοντά σε αυτήν λειτουργούσαν μεταλλεία χρυσού, που κατά την παράδοση τα ανακάλυψαν οι Φοίνικες και τα οποία αναφέρει ο Ηρόδοτος. Σώζονται μερικά… … Dictionary of Greek
εργαστήριο — Χώρος με κατάλληλο εξοπλισμό για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών ή διαδικασιών (με την έννοια αυτή ε. είναι και μια μικρή βιοτεχνία)· ειδικότερα, χώρος που εξοπλίζεται με τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση πειραμάτων στα πεδία της… … Dictionary of Greek
πρόδομος — Χώρος στα σπίτια των αρχαίων, η πρώτη αίθουσα στην οποία έμπαινε ο επισκέπτης που ερχόταν από την αυλή. Oνομάζεται και προθάλαμος. Π. είχαν συνήθως τα σπίτια των Αθηναίων και Ρωμαίων που ήταν εύποροι. Ο π. αντιστοιχεί προς τον σύγχρονο διάδρομο,… … Dictionary of Greek
στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… … Dictionary of Greek
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek
ιερό — Χώρος στον οποίο, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες, κάποια θεότητα εκδήλωνε την παρουσία της και δεχόταν εκεί τη λατρεία των πιστών. Η έννοια του ι. ήταν επίσης γνωστή και σε άλλους λαούς. Στην αρχαία ελληνική θρησκεία αποτελούσε εξέλιξη του… … Dictionary of Greek
παλαίστρα — Χώρος όπου υπήρχαν οι απαραίτητες εγκαταστάσεις για τα αγωνίσματα πάλης. H αρχαία ελληνική π., που συχνά αποτελούσε τμήμα του γυμνασίου (γυμναστηρίου), απαρτιζόταν από ένα περιστύλιο που περιέκλειε έναν τετράγωνο ή ορθογώνιο αμμοστρωμένο χώρο,… … Dictionary of Greek