Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χέῤῥας

См. также в других словарях:

  • χέρρας — χείρ b. fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ACERRAE — antiquissima Campaniae urbs, non longe a Neapoli, quam Clanius amnis praeterfluit, cuius frequens inundatio ipsam pene exhausit. Virg. l. 2. Georg. v. 225. Vacuis Clanius non aequus Acerris. Silius Ital. l. 8. Clanio comtemptae semper Acerrae.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • χέρνιψ — ιβος, ἡ, Α 1. το νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από το φαγητό (α. «χέρνιβα δ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα... νίψασθαι», Ομ. Οδ. β. «τὸ δὲ κατὰ τῶν χειρῶν διδόμενον ὕδωρ χέρνιβα», Σχόλ. Ιλ.) 2. ιερό νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από… …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»