Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δί-δῠμος

См. также в других словарях:

  • εφτάδυμος — η, ο αυτός που γεννήθηκε μαζί με άλλα έξι αδέλφια. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα * + δυμος αναλογικά προς το δι δυμος* (πρβλ. τρί δυμος)] …   Dictionary of Greek

  • δίδυμος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Κύπρο και μαρτύρησε μαζί με τους επίσης Κύπριους Νεμέσιο και Ποτάμιο. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Φεβρουαρίου. * * * η, ο (AM δίδυμος, η, ον και δίδυμος, ον) 1. αυτός που γεννήθηκε με έναν… …   Dictionary of Greek

  • ετερόδυμος — ο τέρας διφυές που φέρει στην μπροστινή επιφάνεια τού σώματός του κεφάλι και θώρακα δεύτερου ατελούς πλάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterodymus < hetero (πρβλ. ετερο *) + dymus (< δύμος, πρβλ. δί δυμος)] …   Dictionary of Greek

  • πεντάδυμος — η, ο 1. αυτός που γεννήθηκε μαζί με τέσσερα άλλα παιδιά στην ίδια γέννα από την ίδια μητέρα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πεντάδυμα πέντε αδέλφια που γεννήθηκαν σε μία γέννα από μία μάννα («τα πεντάδυμα τού Καναδά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + δυμος …   Dictionary of Greek

  • πολύδυμος — η, ο, Ν φρ. «πολύδυμη κύηση» ιατρ. η κυοφορία περισσότερων από ένα εμβρύων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δυμος (< θ. τού δύ ο + επίθημα μος, βλ. λ. δίδυμος), πρβλ. τρί δυμος] …   Dictionary of Greek

  • τετράδυμος — η, ο / τετράδυμος, ον, Α αυτός που γεννήθηκε μαζί με τρεις άλλους συγχρόνως και από την ίδια μητέρα, καθένας από τους τέσσερεις αδελφούς που γεννήθηκαν στην ίδια γέννα νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το τετράδυμο ανατ. τα τέσσερα υποστρόγγυλα επάρματα …   Dictionary of Greek

  • τρίδυμος — η, ο / τρίδυμος, ον, ΝΑ 1. αυτός που γεννήθηκε μαζί με δύο άλλους κατά τον ίδιο τοκετό 2. τριπλός 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τρίδυμα τρία παιδιά που γεννήθηκαν μαζί κατά τον ίδιο τοκετό νεοελλ. 1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι τρίδυμοι τα τρίδυμα …   Dictionary of Greek

  • πολυδυμίτης — ο, Ν (ορυκτ.) θειούχο ορυκτό τού νικελίου που είναι μέλος τής σειράς τού λινναιίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polydymite < poly (< πολυ *) + dym (< δί δυμος) + κατάλ. ite (πρβλ. ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • Anadidymus — Ana|di̱dymus [↑ana... u. gr. διδυμος = doppelt; zusammengewachsen; Zwilling] m; , ...mi: Zwillingsmißgeburt mit zusammengewachsenen unteren Körperhälften …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • Epididymis — Epi|di̱dymis [zu ↑epi... u. gr. διδυμος = doppelt; (Mehrz.: ) die Hoden] w; , ...didymi̱den (rein fachspr.: ...didy̲mides): Nebenhoden, aus dem obersten Teil der Urniere entstandenes, dem Hoden anliegendes männliches Geschlechtsorgan, das als… …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • Katadidymus — Kata|di̱dymus [↑kata... u. gr. διδυμος = doppelt; Zwilling] m; , ...mi: Doppelmißbildung mit Verdoppelung des Kopfendes und mit zum Unterkörper hin stetig schwächer werdender Ausprägung der Verdoppelung …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»