-
1 μιστυλαομαι
v. l. μυστῑλάομαι (только praes., impf. и pf. μεμυστίλημαι)1) выдалбливать2) ( о жидком блюде) есть выдолбленным куском хлеба, черпать хлебом как ложкой(τοῦ ἰχθυηροῦ ζωμοῦ Luc.)
μ. ἐπ΄ ὀλιγίστοις ἀλφίτοις Arph. — хлебать (суп) с очень небольшим количеством хлеба3) перен. черпать, загребать, т.е. воровать(ἀμφοῖν χειροῖν τῶν δημοσίων Arph.)
-
2 μιστῡλάομαι
μιστῡλάομαι, vielleicht richtiger μυστῑλάομαι (vgl. μιστύλλω), mit einem ausgehöhlten Stücke Brot Suppe essen; διὰ μιστύλης ἀρύεσϑαι, od. nach Schol. Ar. Plut. 627 (ὦ πλεῖστα Θησείοις μεμυστιλημένοι – ἐπ' ὀλιγίστοις) τοῖς κοίλοις ἄρτοις ζωμοὺς καὶ ἀϑάρας ἀρύεσϑαι; komisch sagt Ar. Equ. 824 ἀμφοῖν χειροῖν μυστιλᾶται τῶν δημοσίων, mit beiden Händen aus der Staatskasse löffeln.
-
3 μιστυλάομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μιστυλάομαι
-
4 μιστῡλάομαι
μιστῡλάομαι, mit einem ausgehöhlten Stücke Brot Suppe essen; ἀμφοῖν χειροῖν μυστιλᾶται τῶν δημοσίων, mit beiden Händen aus der Staatskasse löffeln -
5 μυστιλάομαι
μυστιλάομαι, μυστίλη, μυστίλλω, s. μιστυλάομαι, μιστύλη, μιστύλλω.
-
6 μιστύλη
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μιστύλη
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский