-
1 Πτέρα
Πτέρᾱ, Πτέρηςmasc nom /voc /acc dualΠτέρηςmasc voc sgΠτέρᾱ, Πτέρηςmasc voc sg (attic)Πτέρᾱ, Πτέρηςmasc gen sg (doric aeolic)Πτέρηςmasc nom sg (epic) -
2 πτερά
πτερόνfeathers: neut nom /voc /acc pl -
3 Πτέρ'
Πτέρα, Πτέρηςmasc voc sgΠτέρα, Πτέρηςmasc nom sg (epic)Πτέραι, Πτέρηςmasc nom /voc plΠτέρᾱͅ, Πτέρηςmasc dat sg (attic doric aeolic) -
4 πτερόν
A feathers, Od.15.527, Hdt.2.73, etc.: in sg., feather, E.Rh. 618, Ar.Ach. 584, 1105; πτεροῦ σῦριγξ quill, Hp.Fist.6;τὰ ὦτα πτερῷ κνωμένοις Luc.Salt.2
;ἀντὶ τριχῶν πτερὰ φύειν Pl.Ti. 91d
(cf. Ar.Av. 106);ἡ τῶν π. ἀποβολή Pl.Phdr. 246d
: prov., πόνου δ' ἴδοις ἂν οὐδαμοῦ ταὐτὸν π. misery is of varied plumage, i.e. manifold, A.Supp. 329; τοῖς αὑτῶν π. ἁλίσκεσθαι to be shot with an arrow feathered from one's own plumes, 'hoist with one's own petard', Id.Fr. 139; ἀλλοτρίοις π. ἀγάλλεσθαι pride oneself on 'borrowed plumes', Luc.Pro Merc.Cond.4; κείρευ πτερά 'have your wings clipped', Call.Epigr.47.8.2 = πτέρυξ, bird's wing, freq. in pl., wings, Il.11.454, Od.2.151, etc. (sg., A.Fr.304.4);οἶμον αἰθέρος ψαίρει πτεροῖς Id.Pr. 396
; Παλλάδος ὑπὸ πτεροῖς ὄντας, metaph. from chickens under the hen's wings, Id.Eu. 1001 (lyr.);τὰ τέκν' ἔχων ὑπὸ πτεροῖς E.Heracl.10
, etc.: as an emblem of speed,ὡσεὶ π. ἠὲ νόημα Od.7.36
;πόδα τιθεὶς ἴσον πτεροῖς E.IT32
; δοκεῖτε πηδᾶν τἀδικήματ' εἰς θεοὺς πτεροῖσι; Id.Fr. 506; also τῷ δ' εὖτε πτερὰ γίγνετο he got as it were wings, i.e. spirit, courage, Il.19.386; νωμᾷ δ' ἐν οἰωνοῖσι τοὐκείνης (sc. Ἀφροδίτης) πτερόν, ἐν θηρσίν, ἐν βροτοῖσιν, ἐν θεοῖς her uplifting influence, S.Fr.941.11.III anything like wings or feathers: as1 oars,ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται Od.11.125
;νηὸς πτερά Hes.Op. 628
(unless sails, cf.πτίλον 111.2
); ὅπῃ νεὼς στείλαιμ' ἂν οὔριον π. E.Hel. 147;σκάφος ἀΐσσον πτεροῖσι Id.Tr. 1086
(lyr.): hence conversely, of birds,πτεροῖς ἐρέσσει Id.IT 289
; πτερῶν εἰρεσίᾳ, of Hermes, Luc.Tim.40.2 ἀέθλων πτερά, i.e. the crown of victory, which lifts the victor to heaven, Pi.O.14.24, cf.P.9.125.3 sg., wings of the wind, dub. in S.Fr.23.3.5 π. ἱέρακος a hawk's wing, worn by the ἱερογραμματεύς in Egypt, D.S.1.87.7 ploughshare, Lyc. 1072.9 πτερὰ Θετταλικά were the fluttering corners of a χλαμύς (v.πτέρυξ 11.4
), Poll. 7.46. -
5 πυκνός
πυκνός [(A)], ή, όν, poet. also [full] πῠκῐνός, ή, όν, both forms in [dialect] Ep. (v. infr.) and Lyr., Pi.O.13.52 ([comp] Sup.), B.Fr.1; [dialect] Aeol. [full] πύκνος Sapph.1.11, Alc.Supp.14.9 ( πύκινος is dub. l. Id.82); Trag. [full] πυκνός, exc. S. in lyr., Aj. 1208, Ph. 854; πυκινός once in Com., Eub.38 (s.v.l.): [dialect] Lacon. [comp] Sup. πουκότατος is corrupt in Simm.26.17:—A close, compact.I of a thing with reference to the close union of its parts, close, firm, solid,πυκινὸς θώρηξ Il.15.529
;χλαῖναν πυκνὴν καὶ μεγάλην Od.14.521
;πυκινὸν νέφος Il.5.751
; πυκινὸν λέχος well-stuffed, firm bed, 9.621, Od.7.340;πυκνὸν καὶ μαλακόν Il.14.349
;Ἁρμονίης πυκινῷ κρυφῷ Emp.27.3
;σπάρτα πυκνὰ ἐστραμμένα X.An.4.7.15
;π. δέμας Parm. 8.59
; of a sponge, Hp.Ulc.2;π. ὀστοῦν Pl.Ti. 75b
, cf. Hp.VM22; [ σάρκες] Pl.Ti. 74e; χρυσοῦ πυκνότερον ib. 59b;ἔβενος Thphr.HP1.5.5
;πλεύμων Plu.2.698b
; χωρία ib.650d;πυκινὴν νάπαις Ἄζιλιν Call. Ap.89
; [ὁ ἐλαιὼν] πυκνός ἐστι τοῖς φυτοῖς overgrown with plants, PFay.113.8 (i/ii A.D.);ξοῒς χαρακτὴ π. IG7.3073.104
(Lebad., ii B.C.); of a woman, thick-set, stocky, Sor.1.34.2 narrow, constricted,οὐ διέρχεται.. ἀρκέουσα ἰκμάς.., πυκνῆς τῆς ὁδοῦ ἐούσης Hp.Mul.1.73
;πυκνοὺς ἔχουσι τοὺς πόρους τοῦ σώματος Alex.Aphr.Pr.1.6
.II of the parts of a thing, close-packed, crowded,πυκιναὶ κίνυντο φάλαγγες Il.4.281
; , etc.;πυκινὸν λόχον εἷσαν 4.392
, etc.(v. infr. 111.1);πυκνὰ καρήατα λαῶν 11.309
;πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν 13.133
, cf. Od.5.480;σταυροῖσιν πυκινοῖσι Il.24.453
;σταυροὺς.. πυκνοὺς καὶ θαμέας Od.14.12
; of thick plumage,πυκινὰ πτερά 5.53
;πτερὰ πυκνά Il.11.454
, 23.879; but πύκνα πτέρα fast-beating wings, Sapph.1.11 (and so perh. Hom. ll. cc.); freq. of thick foliage, ὕλη, λόχμη, θάμνοι, ὄζοι, ῥωπήϊα, δρυμά, πέταλα, Il.18.320, Od.19.439, 5.471, Il.21.245, Od.14.473, 10.150, 19.520;π. νέφεα Hes.Op. 553
; πυκινοῖσι λίθοισι with close-laid stones, Il.16.212; πυκινοῖσι.. βελέεσσι with a thick shower of darts, 11.576;πυκνῆσιν λιθάδεσσιν Od.14.36
;τοξεύματα πολλὰ καὶ π. Hdt.7.218
; πυκνοῖς ὄσσοις δεδορκώς, of Argus, A.Pr. 678; πεπλεκτανημέναι π. δράκουσιν, of the Furies, Id.Ch. 1050; of thick-falling rain, snow, etc.,πυκνῆς ἀκοῦσαι ψακάδος S.Fr. 636
;πυκιναῖς δρόσοις Id.Aj. 1208
(lyr.);πυκνῇ νιφάδι E.Andr. 1129
; π. ῥόος a dense current, Emp.100.14;π. θρίξ X.Cyn.4.6
;π. τρίχες Pl.Prt. 321a
; [ δένδρεα] Hdt.4.22, cf. X.An.4.8.2;τὰ μὲν π... τὰ δὲ μανὰ κατὰ τὴν φυτείαν Thphr.HP1.8.2
.b in Tactics, in close order, opp. ἀραιός, Ascl.Tact.4.1 ([comp] Sup.), Arr.Tact.11.1 ([comp] Comp.).2 of a repeated action, frequent, numerous,πυκνοὺς θεοπρόπους ἴαλλε A.Pr. 658
;τῶν π. φιλημάτων Id.Fr. 135
;ὀδύναι πυκνόταται Hp.VM22
;πυκινῶν κρεγμῶν ἀκροαζομένα Epich.109
(anap.);π. ὁδοὺς ἐλθόντα E.Tr. 235
; π. βαίνων ἤλυσιν, of a blind man, Id.Ph. 844; ἐν πυκνῷ θεοῦ τροχῷ κυκλεῖται on the oft-revolving wheel, S.Fr.871.1; Aër.13; πνεῦμα πυκνότερον quicker breathing, Id.Acut.16;π. σφυγμὸς ἢ μανός Plu.2.136f
; continuous, constant,φῶς Corp.Herm. 16.10
;ἐρωτήμασι πυκνοῖς χρώμενοι Th.7.44
;ἡ.. εἰωθυῖά μοι μαντικὴ.. πάνυ πυκνὴ ἦν Pl.Ap. 40a
;ἐπιθυμίαι π. τε καὶ σφοδραί Id.R. 573e
;τὰς ἐντεύξεις π. ποιεῖσθαι Isoc.1.20
: c. inf., πυκνοτέραν εἰσαφικνεῖσθαι πᾶσιν ἀνθρώποις ποιεῖν τὴν πόλιν more frequently visited by.., X.Vect.5.1 codd.III of artificial union, well put together, compact, strong, πυκινὸς δόμος, χηλός, θύραι, θάλαμος, κευθμῶνες (v. infr. B. 111.1), Il.10.267, Od.13.68, Il.14.167, Od.23.229, 10.283;ἀσπὶς ῥινοῖσιν πυκινή Il.13.804
;π. δῶμα Xenoph.17
: hence, close, concealed,πυκινὸς δόλος Il.6.187
; and so perhaps π. λόχος, v. supr. 11.1.2 in Music, πυκνόν, τό, part of the tetrachord in which the intervals are small, defined asτὸ ἐκ δύο διαστημάτων συνεστηκὸς ἃ συντεθέντα ἔλαττον διάστημα περιέξει τοῦ λειπομένου διαστήματος ἐν τῷ διὰ τεσσάρων Aristox.Harm. p.24M.
, cf. Plu.2.1135b, etc.IV generally, strong of its kind, sore, excessive,ἄτη Il.24.480
;μελεδῶναι Od.19.516
;ἄχος Il.16.599
.V metaph. of the mind, shrewd, wise,πυκιναὶ φρένες 14.294
, cf. Alc.Supp.14.9, B. l.c.;νόος Il.15.461
;μήδεα 3.208
;βουλή 2.55
;ἐφετμή 18.216
;μῦθοι Od.3.23
;ἔπος Il.11.788
; θυμός, βουλαί, Pi.P.4.73, I.7(6).8;φρήν E.IA67
; μήτιδι πυκνῇ Orac. ap. Hdt.7.141, cf. IG3.1320: in Prose,πυκνὴ διάνοια Pl.R. 568a
; τὸ π. terseness of expression, D.H.Th.24.2 of persons, sagacious, shrewd, crafty, cunning,Σίσυφος πυκνότατος παλάμαις Pi.O.13.52
;κύων πυκινώτατον ἑρπετόν Id.Fr. 106
; πυκινοί the wise, S.Ph. 854 (lyr.);πυκνότατον κίναδος Ar.Av. 430
(lyr.); .B Adv. πυκινῶς, and after Hom. πυκνῶς, θύραι or σανίδες πυκινῶς ἀραρυῖαι close or fast shut, Il.9.475, Od.2.344, etc.2 sorely (v. supr. A. IV),πυκινῶς ἀκαχήμενος Il.19.312
, cf. Od.19.95, al.; constantly,ὅταν π. διᾴττωσι X.Cyn.6.22
.3 sagaciously, shrewdly,π. ὑποθήσομαι Od.1.279
, cf. Il.21.293;πυκνῶς ἀνευρεῖν Ar.Th. 438
(lyr., s.v.l.).II neut. sg. and pl., πυκνόν, πυκνά, πυκινόν, πυκινά as Adv., esp. in the sense much, often, πήρην πυκνὰ ῥωγαλέην a much torn wallet, a wallet full of holes, Od.13.438, 17.198;πυκινόν περ ἀχεύων 11.88
;τέττιξ.. καταχεύετ' ἀοιδὴν πυκνόν Hes.Op. 584
: in Prose,πυκνὰ ἐκπίπτει ὦμος Hp.Art.2
;πυκνὰ ἀποβλέπειν Pl.R. 501b
;πυκνὰ στρέφεσθαι X.An.6.1.8
;πυκνὸν ἀναπνεῖν Arist.Rh. 1357b19
; πυκνότερον ἰέναι, παρέρχεσθαι, Pl.R. 328d, D.41.24;πυκνότερα ἐπάγειν Pl.Cra. 420d
. Adv.- οτέρως Lesb.Gramm.23
, PLond.5.1929(iv A.D.): [comp] Sup.πυκνότατα X.Eq.11.11
.2 πυκινὰ φρονεῖν (v. supr. A.V) Od.9.445.III poet. Adv. [full] πύκα [[pron. full] ?πυκνόςX?πυκνόςX], thickly, solidly,θαλάμου πύκα ποιητοῖο 1.436
;π. π. δόμοιο 22.455
;σάκεος π. π. Il.18
. 608;Λυκίων π. θωρηκτάων 12.317
, cf. 15.689, 739;πύλαι π. στιβαρῶς ἀραρυῖαι 12.454
.2 θάλαμος πύκ' ἐβάλλετο with thick-falling darts, 9.588.------------------------------------ -
6 μικρόπτερα
A f.l. for μικρὰ πτερά, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μικρόπτερα
-
7 φύω
φύω, Il.6.148, etc.; [dialect] Aeol. [full] φυίω fort. leg. in Alc.97: [tense] impf. ἔφυον, [dialect] Ep.[ per.] 3sg.Aφύεν Il.14.347
: [tense] fut. φύσω [ῡ] 1.235, S.OT 438: [tense] aor.ἔφῡσα Od.10.393
, etc.:—[voice] Pass. and [voice] Med., 9.109, Pi.O.4.28, etc.: [tense] fut. , Hp.Mochl.42, Pl.Lg. 831a, etc.: similar in sense are the intr. tenses, [tense] pf.πέφῡκα Od.7.114
, etc., [dialect] Ep.[ per.] 3pl.πεφύᾱσι Il.4.484
, Od.7.128; [ per.] 3sg. subj. πεφύῃ ([etym.] ἐμ-) Thgn.396; [dialect] Ep. part. fem. πεφυυῖα ([etym.] ἐμ-) Il.1.513, acc. pl.πεφυῶτας Od.5.477
; [dialect] Dor. inf.πεφύκειν Epich.173.3
: [tense] plpf.ἐπεφύκειν X.Cyr.5.1.9
, Pl.Ti. 69e; [dialect] Ep.πεφύκειν Il.4.109
; [dialect] Ep. [ per.] 3pl. , Op. 149: [tense] aor. 2 ἔφῡν (as if from φῦμι) Od.10.397, etc.: [dialect] Ep. [ per.] 3sg.φῦ Il.6.253
, etc., [ per.] 3pl. ἔφυν (for ἔφῡσαν, which is also [ per.] 3pl. of [tense] aor. 1) Od.5.481, etc.; subj. φύω orφυῶ E.Fr.377.2
, Pl.R. 415c, 597c, Hp.Carn.12; [ per.] 3sg. opt.φύη Theoc.15.94
, ([etym.] συμ-) Sor.2.89; inf. φῦναι, [dialect] Ep.φύμεναι Theoc. 25.39
,φῦν Parm.8.10
; part.φύς Od.18.410
, etc., [dialect] Boeot. fem.φοῦσα Corinn.21
: ἔφυσεν, = ἔφυ, dub. in IG14.2126.5 ([place name] Rome); conversely ἔφυ, = ἔφυσεν, ib.3.1350, Sammelb. 5883 ([place name] Cyrene): later, [tense] fut. , [voice] Pass.φυήσομαι Gp.2.37.1
, Them.Or.21.248c (in Luc. JTr.19 ἀναφύσεσθαι is restored): [tense] aor. 2 [voice] Pass.ἐφύην J.AJ18.1.1
, prob. in BSA28.124 ([place name] Didyma), ([etym.] ἀν-) Thphr.HP4.16.2; inf.φυῆναι Dsc.2.6
, ([etym.] ἀνα-) D.S.1.7; part.φῠείς Hp.Nat.Puer.22
, Trag.Adesp. 529, PTeb.787.30 (ii B. C.), Ev.Luc.8.6: [tense] aor. 1 [voice] Pass.συμ-φυθείς Gal. 7.725
. [Generally [pron. full] ῠ before a vowel, [dialect] Ep., Trag. (A.Th. 535, S.Fr. 910.2), etc., [pron. full] ῡ before a consonant; butφῡει Trag.Adesp.454.2
,φῡεται S.Fr.88.4
, Trag.Adesp. 543 ( = Men.565); ; ἐφῡετο prob. in Ar.Fr. 680, cf. Nic.Al.14, D.P.941, 1013; even in thesi,προσφῡονται Nic.Al. 506
,φῡουσιν D.P.1031
; also in compds.]A trans., in [tense] pres., [tense] fut., and [tense] aor. 1 [voice] Act.:—bring forth, produce, put forth,φύλλα.. ὕλη τηλεθόωσα φύει Il.6.148
; , cf. 1.235, Od.7.119, etc.;ἄμπελον φύει βροτοῖς E.Ba. 651
; so τρίχες.., ἃς πρὶν ἔφυσεν φάρμακον made the hair grow, Od.10.393, cf. A.Th. 535;φ. χεῖρε, πόδε, ὀφθαλμὰ ἀνθρώποις X.Mem.2.3.19
; of a country, ;ὅσα γῆ φύει Pl.R. 621a
, cf. Anaxag.4.2 beget, engender, E.Ph. 869, etc.;Ἄτλας.. θεῶν μιᾶς ἔφυσε Μαῖαν E. Ion3
, cf. Trag.Adesp.454.2; so of God creating man, Antipho 4.1.2, cf. Plu.2.1065c; ὁ φύσας the begetter, father (opp. ὁ φύς the son, v. infr. B.1.2), S.OT 1019, Ar.V. 1472 (lyr.);ὁ φ. πατήρ E.Hel.87
;ὁ φ. χἠ τεκοῦσα Id.Alc. 290
;τὴν τεκοῦσαν ἢ τὸν φύσαντα Lys.10.8
; of both parents,γονεῦσι οἵ σ' ἔφυσαν S.OT 436
;οἱ φύσαντες E.Ph.34
, cf. Fr. 403.2;φ. τε καὶ γεννᾶν Pl.Plt. 274a
;ὦ γάμοι γάμοι, ἐφύσαθ' ἡμᾶς S.OT 1404
; ἥδ' ἡμέρα φύσει σε will bring to light thy birth, ib. 438; .3 of individuals in reference to the growth of parts of themselves, φ. πώγωνα, γλῶσσαν, κέρεα, grow or get a beard, etc., Hdt.8.104, 2.68, 4.29;φ. πτερά Ar. Av. 106
, Pl.Phdr. 251c; ; φ. τρίχας, πόδας καὶ πτερά, etc., Arist.HA 518a33, 554a29, etc.: for the joke in φύειν φράτερας, v. φράτηρ.4 metaph., φρένας φῦσαι get understanding, S.OC 804, El. 1463 (but alsoθεοὶ φύουσιν ἀνθρώποις φρένας Id.Ant. 683
): prov., ἁλιεὺς πληγεὶς νοῦν φύσει 'once bit, twice shy', Sch.Pl.Smp. 222b; ; δόξαν φῦσαι get glory or to form a high opinion of oneself, Hdt.5.91;θεὸς.. αἰτίαν φύει βροτοῖς A.Niob.
in PSI11.1208.15;αὑτῷ πόνους φῦσαι S. Ant. 647
.II in [tense] pres. seemingly intr., put forth shoots,εἰς ἔτος ἄλλο φύοντι Mosch.3.101
;δρύες.. φύοντι Theoc.7.75
, cf. 4.24: so ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δ' ἀπολήγει one generation is putting forth scions, the other is ceasing to do so, Il.6.149; ἐν στήθεσι φύει (fort. φυίει) grows up, appears, Alc.97;ῥίζα ἄνω φύουσα ἐν χολῇ LXXDe. 29.18
.B [voice] Pass., with intr. tenses of [voice] Act., [tense] aor. 2, [tense] pf. and [tense] plpf., grow, wax, spring up or forth, esp. of the vegetable world,θάμνος ἔφυ ἐλαίης Od.23.190
, cf. 5.481; ;τά γ' ἄσπαρτα φύονται 9.109
, cf. Il.4.483, 14.288, 21.352;φύεται αὐτόματα ῥόδα Hdt.8.138
, cf. 1.193; growing there,Id.
2.56; πεφυκότα δένδρα trees growing there, X.Cyr.4.3.5;τὰ φυόμενα καὶ τὰ γιγνόμενα Pl.Cra. 410d
, cf. Phd. 110d, Plt. 272a; τοῦ κέρα ἐκ κεφαλῆς ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκει from his head grew horns sixteen palms long, Il.4.109, cf. Hdt.1.108, 3.133;φύονται πολιαί Pi.O.4.28
; κεφαλαὶ πεφυκυῖαι θριξί grown with hair, D.S.2.50 (s. v.l.); is produced,X.
Vect.1.4: metaph., νόσημα ἐν ὀλιγαρχίᾳ φυόμενον, φυομένη πόλις, Pl.R. 564b, Lg. 757d; ὁ σπέρμα παρασχών, οὗτος τῶν φύντων αἴτιος [κακῶν] of the things produced, D.18.159; also κατὰ πάντων ἐφύετο waxed great by or upon their depression, ib. 19. —In this sense [tense] aor. 2 is rare (v. supr.), exc. in phrases such as ἔν τ' ἄρα οἱ φῦ χειρί (v. ἐμφύω), Od.2.302.2 of persons, to be begotten or born, most freq. in [tense] aor. 2 and [tense] pf.,ὁ λωφήσων οὐ πέφυκέ πω A.Pr. 27
;τίς ἂν εὔξαιτο βροτὸς ὢν ἀσινεῖ δαίμονι φῦναι; Id.Ag. 1342
(anap.); μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον not to be born is best, S.OC 1224 (lyr.); γονῇ πεφυκὼς.. γεραιτέρᾳ ib. 1294; ; φύς τε καὶ τραφείς ib. 396c;μήπω φῦναι μηδὲ γενέσθαι X.Cyr.5.1.7
, cf. Pl.Smp. 197a: construed with gen., πεφμκέναι or φῦναί τινος to be born or descended from any one, , cf. S.OC 1379, etc.;θνατᾶς ἀπὸ ματρὸς ἔφυ Pi.Fr.61
, cf. S.OT 1359 (lyr.), Ant. 562;ἀπ' εὐγενοῦς ῥίζης E.IT 610
; , etc.;φ. ἔκ τινος S.OT 458
, E.Heracl. 325, Pl.R. 415c, etc.;ἐκ χώρας τινός Isoc.4.24
, etc.; οἱ μετ' ἐκείνου φύντες, opp. οἱ ἐξ ἐκείνου γεγονότες, Is.8.30;ἐκ θεῶν γεγονότι.. διὰ βασιλέων πεφυκότι X.Cyr.7.2.24
.II in [tense] pres., become, οὐδεὶς ἐχθρὸς οὔτε φύεται πρὸς χρήμαθ' οἵ τε φύντες .. S.Fr. 88.4;πιστοὺς φύσει φύεσθαι X.Cyr.8.7.13
; the [tense] pf. and [tense] aor. 2 take a [tense] pres. sense, to be so and so by nature, κακός, σοφός πέφυκα ([etym.] - κώς), etc., S.Ph. 558, 1244, etc.;δρᾶν ἔφυν ἀμήχανος Id.Ant.79
; φύντ' ἀρετᾷ born for virtue, i.e. brave and good by nature, Pi.O.10(11).20; so of things, (anap.), cf. Pl.Grg. 479d, etc.;εὐχροώτεροι ὁρῷντο ἢ πεφύκασιν X.Cyr.8.1.41
, cf. Oec.10.2; [τὸ πῦρ] πέφυκε τοιοῦτον Id.Cyr.5.1.10
;τἄλλα ἕκαστος ἡμῶν, ὅπως ἔτυχε, πέφυκεν D.37.56
: with Advs., ἱκανῶς πεφυκότες of good natural ability, Antipho 2.1.1;δυσκόλως πεφ. Isoc.9.6
;οὕτως πεφ. X.HG7.1.7
; alsoοἱ καλῶς πεφυκότες S.El. 989
, cf. Lys.2.20;οἱ βέλτιστα φύντες Pl.R. 431c
: then, simply, to be so and so,φῦναι Ζηνὶ πιστὸν ἄγγελον A.Pr. 969
;θεοῦ μήτηρ ἔφυς Id.Pers. 157
(troch.);γυναῖκε.. ἔφυμεν S.Ant.62
; Ἅιδης ὁ παύσων ἔφυ ib. 575; : c. part.,νικᾶν.. χρῄζων ἔφυν S.Ph. 1052
;πρέπων ἔφυς.. φωνεῖν Id.OT9
, cf. 587;τοῦτο ἴδιον ἔφυμεν ἔχοντες Isoc.4.48
, cf. 11.41, X.Smp.4.54.2 c. inf., to be formed or disposed by nature to do so and so,τὰ δεύτερα πέφυκε κρατεῖν Pi.Fr. 279
; ; , cf. Ant. 688;φύσει μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν Id.Ph.79
;πεφύκασι δ' ἅπαντες.. ἁμαρτάνειν Th.3.45
, cf. 2.64, 3.39, 4.61, etc.;πέφυκε.. τρυφὴ.. ἦθος διαφθείρειν Jul.Or.1.15c
.3 with Preps., γυνὴ.. ἐπὶ δακρύοις ἔφυ is by nature prone to tears, E.Med. 928; ἔρως γὰρ ἀργόν, κἀπὶ τοῖς ἀργοῖς ἔφυ is inclined to idleness, Id.Fr. 322; also ;εἴς τι Aeschin.3.132
; most freq.πρός τι, οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὸ ἀληθὲς πεφύκασι Arist.Rh. 1355a16
;εὖ πρὸς ἀρετὴν πεφυκότες X. Mem.4.1.2
;πρὸς πόλεμον μᾶλλον.. ἢ πρὸς εἰρήνην Pl.R. 547e
;κάλλιστα φ. πρός τι X.HG7.1.3
, etc.; alsoπρός τινι Id.Ath.2.19
(s. v.l., cf. Plb.9.29.10); alsoεὖ πεφ. κατά τι D.37.55
.4 c. dat., fall to one by nature, be one's natural lot,πᾶσι θνατοῖς ἔφυ μόρος S.El. 860
(lyr.); ;ἐφύετο κοινὸς πᾶσι κίνδυνος D.60.18
, cf. X.Cyr.4.3.19.6 abs., ὡς πέφυκε as is natural, X.Cyn.6.15, al.; ; also expressed personally,τοῖς ἁπλῶς, ὡς πεφυκασι, βαδίζουσι D.45.68
: also freq. in part., τὰ φύσει πεφυκότα the order of nature, Lys.2.29; φύντα, opp. ὁμολογηθέντα, Antipho Soph. 44A i 32 (Vorsokr.5); ἄνθρωπος πεφυκώς man as he is, X.Cyr.1.1.3. (Cf. Skt. bhū- 'to be, become', Lith. búti 'to be', Lat. fui, Eng. be, etc.) -
8 πτερόν
πτερόν ( πέτομαι): feather, wing; πτερὰ βάλλειν, ‘ply,’ τινάσσεσθαι, Λ , Od. 2.151; symbol of lightness, swiftness, Il. 19.386, Od. 7.36; fig., of oars, πτερὰ νηυσίν, Od. 11.125.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πτερόν
-
9 δέκομαι
δέκομαι (δέκεται, -ονται; δέκευ; δεκομένα: fut. δέξεται: impf. ἔδεκτο, δέκετο coni.: aor. δέξατ(ο), (ἐ) δέξαντ(ο); δέξαιτο; δέξαι, δέξασθε; δεξαμένῳ, -ον, -οι, -αμένα: pf. δέδεκται; δέδεξαι impv.: δέγμενος)a accept “ ἄγε φίλτρον τόδἵππειον δέκευ” (byz.: δέχευ codd.) O. 13.68ἕδνα τε δέξαντο P. 3.95
“ δέξατο βώλακα δαιμονίαν” P. 4.37σπέρμ' ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες P. 4.255
πολλὰ δὲ πρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν P. 9.125
δεξάμενον θαλερὰν Ἥβαν ἄκοιτιν (sc. Ἡρακλέα) N. 1.71Μελίσσῳ ἐν βάσσαισιν Ἰσθμοῦ δεξαμένῳ στεφάνους I. 3.11
ἀοιδᾶν ῥόθια δεκομένα κατερεῖς (sc. Αἴγινα) Pae. 6.129 esp. c. acc. & dat., accept something from someone:δέξαι δέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν O. 13.29
γαῖαν διδόντι ξείνια πρῴραθεν Εὔφαμος καταβαὶς δέξατ” P. 4.23Ἡσυχία, Πυθιόνικον τιμὰν Ἀριστομένει δέκευ P. 8.5
αἰτέω σε, ὦ ἄνα, ἵλαος ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ δέξαι στεφάνωμα τόδἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.5
ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων (sc. ἡμεῖς) I. 6.4 οἶσι δὲ Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται fr. 133. 2.b welcome esp. with modal dative or σύν c. dat. ἔνθα Λατοῦς ἱπποσόα θυγάτηρ δέξατἐλθόντ' Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν (cf. Devereux, Rh. M., 1966, 289f.) O. 3.27 Κρόνου παῖ, Οὐλυμπιονίκαν δέξαι ( δέκευ byz.) O. 4.9ὠκεανοῦ θύγατερ, ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα O. 5.3
σὺν δὲ φιλοφροσύναις εὐηράτοις Ἁγησία δέξαιτο κῶμον O. 6.98
ἀλλὦ Πίσας ἄλσος, τόνδε κῶμον καὶ στεφαναφορίαν δέξαι O. 8.10
οὐδέ μιν φόρμιγγες ὑπωρόφιαι κοινανίαν μαλθακὰν παίδων ὀάροισι δέκονται (Boeckh: δέχονται codd.) P. 1.98μειλιχίοισι λόγοις αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος P. 4.128
δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων P. 5.22
τὸ δ' ἐλάσιππον ἔθνος ἐνδυκέως δέκονται θυσίαισιν ἄνδρες οἰχνέοντές σφε δωροφόροι (on the tense, v. Führer, Untersuchungen, 93̆{4}) P. 5.86 εὐμενεῖ νόῳ λτ;γτ;ενάρκειον ἔδεκτο Κίρραθεν ἐστεφανωμένον υἱὸν (sc. Ἀπόλλων) P. 8.19 “νῦν δ' εὐρυλείμων πότνιά σοι Λιβύα δέξεται εὐκλέα νύμφαν δώμασιν ἐν χρυσέοις” P. 9.56Κυράναν· ἅ νιν εὔφρων δέξεται P. 9.73
δέξαιτο δ' Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος (sc. αὐτόν) N. 4.11ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι σὺν καλάμοιο βοᾷ θεὸν δέκονται N. 5.38
Ἑστία, εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον N. 11.3
ἄρουραν ἅ νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ I. 1.38
τοίαισιν ὁργαῖς εὔχεται ἀντιάσαις Ἀίδαν γῆράς τε δέξασθαι πολιὸν ὁ Κλεονίκου παῖς I. 6.15
χρυσῷ μεσονύκτιον νείφοντα δεξαμένα τὸν φέρτατον θεῶν (sc. Θήβα) I. 7.5 ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν (Her mann: πρὶν ἔδεκτο codd.: πρὶν ἔδεκτο νεότας Bergk) I. 8.68Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ θεράποντα ὑμέτερον κελαδεννᾷ σὺν μελιγάρυι παιᾶνος ἀγακλέος ὀμφᾷ Pae. 5.45
σε, χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ, λίσσομαι ἐν ζαθέᾳ με δέξαι χρόνῳ ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν Pae. 6.5
τὸν δὲ ( Πάγασον) ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται shelter O. 13.92 met., τίς γὰρ ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας; (sc. αὐτούς befell) P. 4.70c winὈλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο O. 2.49
ἀπονέστερον ἐσλοὶ δέκονται βίοτον O. 2.63
στεφάνους ἐν Ὀλυμπίᾳ ἐπεὶ δέξαντο O. 6.27
ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ P. 1.80
στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.100
ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον, Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει N. 2.4
εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται I. 1.51
-
10 νίκα
νῑκα (-ας, -αν; -αι, -ᾶν, -αις, -ας.)1 victory in athletic events.νίκαν τριακοστὰν ἑλών O. 8.66
ἐπωνυμίαν χάριν νίκας ἀγερώχου κελαδησόμεθα βροντάν (v. ἐπωνύμιος) O. 10.79εὔδοξον ἅρματι νίκαν Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς ἀπαγγελεῖ P. 6.17
ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι P. 7.14
οὐδὲ κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ θρασύγυιον P. 8.37
Ἥρας τ' ἀγῶν ἐπιχώριον νίκαις τρισσαῖς, ὦ Ἀριστόμε-νες, δάμασσας ἔργῳ P. 8.80
πολλὰ δὲ πρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν (v. l. νίκας) P. 9.125τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν N. 2.19
τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν N. 9.55
Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι πάτραν τ' εὐώνυμον ἐστεφάνωσαν πάλᾳ καὶ μεγαυχεῖ παγκρατίῳ N. 11.20
οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν I. 2.13
ὅδ' ἀνὴρ διπλόαν νίκᾶν ἀνεφάνατο παίδων λτ;τεγτ; τρίταν πρόσθεν and a third among boys I. 4.71ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου I. 6.60
φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου i. e. in the pankration I. 7.22κῶμον, Ἰσθμιάδος τε νίκας ἄποινα I. 8.4
ἵππων τ' ὠκυπόδων πολυγνώτοις ἐπὶ νίκαις Παρθ. 2. 45. pro pers.,Νίκας ἐν ἀγκώνεσσι πίτνων ποικίλων ἔψαυσας ὕμνων N. 5.42
χρυσέας ἐν γούνασιν πίτνοντα Νίκας I. 2.26
, cf. P. 9.125 supra. -
11 πολυς
πολῠς, πολλός (πολύς, -ύν, -οί, -ῶν, -οῖς(ι); -ᾷ, -άν, -αί, -ᾶν; πολύ acc., πολλά, -ῶν, -οῖς, -ά: πολλός, -όν: πολέσιν, πολεῖς ? acc.)1 much, many.1 pl. of number ἧ θαύματα πολλά (v. l. θαυματά) O. 1.28ὁ πολλὰ εἰδὼς O. 2.86
πολλοὶ δὲ μέμνανται καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11
ἐδώρησαν λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν O. 6.79
πολλαὶ δ' ὁδοὶ σὺν θεοῖς εὐπραγίας O. 8.13
πολλοὶ δὲ κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.100
πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10
δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν O. 13.45
ἦ πόλλ' ἀμφὶ κρουνοῖς Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν O. 13.63
πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ P. 1.81
πολλῶν ταμίας ἐσσί P. 1.88
πολλοὶ μάρτυρες ἀμφοτέροις πιστοί P. 1.88
οἷα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20
“ νάεσσι πολεῖς ἀγαγὲν” ( πόλῖς coni. Lehrs: v. Forssman, 95; Wackernagel, Kl. Schr., 965) P. 4.56πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις P. 4.248
πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις (post ἀείδεται distinxit Boeckh) P. 8.25πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ P. 8.74
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.107
πολλὰ μὲν κεῖνοι δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους. πολλὰ δὲ πρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν P. 9.123
—5.ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον P. 12.23
πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών N. 1.18
πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν N. 8.8
πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται N. 8.20
τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43
εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος N. 9.46
ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν N. 9.54
πολλὰ δ' Αἰγύπτῳ κατῴκισθεν ἄστη ταῖς Ἐπάφου παλάμαις N. 10.5
ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.45
πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει I. 5.46
πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ Παρθ. 2. 31. πολλὰ δ' ἕλκἐ ἔμβαλλε fr. 111. 2. ἐν πολλοῖς ὀνείροις fr. 131b. 3. πολλοῖς μὲν ἐνάλου, ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ( δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357. add. adj.,πολλά μοι ὠκέα βέλη O. 2.83
πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν P. 2.58
c. gen.,καὶ γειτόνων πολλοὶ ἐπαῦρον P. 3.36
c. art. παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν these my many shafts O. 13.952 s. of size, great, muchπολὺν ὗσε χρυσόν O. 7.50
βρέχετο πολλᾷ νιφάδι O. 10.51
πολλὰν δ' ὄρει πῦρ ἀίστωσεν ὕλαν P. 3.36
πολὺς εὖτ' ἂν ἐπιβρίσαις ἕπηται (sc. ὄλβος) P. 3.106πολὺς ὄλβος P. 5.14
πολλάν τε καὶ ἡσύχιον βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα P. 9.22
οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον καρτακρύψαις ἔχειν N. 1.31
Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον N. 6.33
ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺνὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.13
“μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν Pae. 2.75
πολὺν ῥόθον ἵεσαν ἀπὸ στομ[άτων Ἐ]λείθυιά τε καὶ Λάχεσις Pae. 12.16
of time, “ἧν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” (<οὐ> supp. Coraes, om. codd.: παῦρος coni. Schr.) fr. 168. 6.3 adv.a πολλάI oftenἐδώρησαν λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν O. 6.79
αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω τὰ δ αὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες O. 12.6
πολλὰ μὲν πολλὰ δ O. 13.14
—6.πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31
πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν N. 8.8
πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν, πολλὰ δὲ κυίσᾳ N. 11.6
II greatlyκαμόντες πολλὰ θυμῷ O. 2.8
IV τὰ πολλά, for the most part, oftenεἶδον γὰρ τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον P. 2.54
ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων τὰ πόλλ' ἀοιδοὶ ἄρχονται N. 2.2
b πολύ, muchὅ τι γαρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ O. 8.23
πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 1.c πολλᾷ, in many waysὅ τι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ O. 8.23
πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται (Pauw: γὰρ πολλὰ codd.) N. 8.204 fragg. ]πολὺς λο[ Δ. 4. c. 11. ]ν πολλοῖς ἀκοῦσαι Θρ.. 13. ]επολλα[ P. Oxy. 2442, fr. 99. ] πολλαμ[ P. Oxy. 2447, fr. 13. B comp., (πλέονα, πλέον) more <πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων (e Σ supp. Er. Schmid: om. codd.) N. 6.26ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.20
εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74
πλέον τι λαχών (sc. Ζεὺς ἢ οἱ ἄλλοι θεοί: num haec sint ipsa verba Pindari, non constat) fr. 35a. C superl., (πλεῖστος, -ων; -α, -αισι; -α acc.)a very many, numerousἔν τ' ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων I. 1.18
πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες fr. 119. 3. pro subs.,πλεῖστα νικάσαντα σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.97
b mostὅτι πλείσταισι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.39
ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις O. 11.1
c. art.,τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.24
-
12 πολλός
πολῠς, πολλός (πολύς, -ύν, -οί, -ῶν, -οῖς(ι); -ᾷ, -άν, -αί, -ᾶν; πολύ acc., πολλά, -ῶν, -οῖς, -ά: πολλός, -όν: πολέσιν, πολεῖς ? acc.)1 much, many.1 pl. of number ἧ θαύματα πολλά (v. l. θαυματά) O. 1.28ὁ πολλὰ εἰδὼς O. 2.86
πολλοὶ δὲ μέμνανται καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11
ἐδώρησαν λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν O. 6.79
πολλαὶ δ' ὁδοὶ σὺν θεοῖς εὐπραγίας O. 8.13
πολλοὶ δὲ κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.100
πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10
δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν O. 13.45
ἦ πόλλ' ἀμφὶ κρουνοῖς Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν O. 13.63
πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ P. 1.81
πολλῶν ταμίας ἐσσί P. 1.88
πολλοὶ μάρτυρες ἀμφοτέροις πιστοί P. 1.88
οἷα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20
“ νάεσσι πολεῖς ἀγαγὲν” ( πόλῖς coni. Lehrs: v. Forssman, 95; Wackernagel, Kl. Schr., 965) P. 4.56πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις P. 4.248
πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις (post ἀείδεται distinxit Boeckh) P. 8.25πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ P. 8.74
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.107
πολλὰ μὲν κεῖνοι δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους. πολλὰ δὲ πρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν P. 9.123
—5.ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον P. 12.23
πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών N. 1.18
πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν N. 8.8
πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται N. 8.20
τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43
εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος N. 9.46
ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν N. 9.54
πολλὰ δ' Αἰγύπτῳ κατῴκισθεν ἄστη ταῖς Ἐπάφου παλάμαις N. 10.5
ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.45
πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει I. 5.46
πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ Παρθ. 2. 31. πολλὰ δ' ἕλκἐ ἔμβαλλε fr. 111. 2. ἐν πολλοῖς ὀνείροις fr. 131b. 3. πολλοῖς μὲν ἐνάλου, ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ( δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357. add. adj.,πολλά μοι ὠκέα βέλη O. 2.83
πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν P. 2.58
c. gen.,καὶ γειτόνων πολλοὶ ἐπαῦρον P. 3.36
c. art. παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν these my many shafts O. 13.952 s. of size, great, muchπολὺν ὗσε χρυσόν O. 7.50
βρέχετο πολλᾷ νιφάδι O. 10.51
πολλὰν δ' ὄρει πῦρ ἀίστωσεν ὕλαν P. 3.36
πολὺς εὖτ' ἂν ἐπιβρίσαις ἕπηται (sc. ὄλβος) P. 3.106πολὺς ὄλβος P. 5.14
πολλάν τε καὶ ἡσύχιον βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα P. 9.22
οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον καρτακρύψαις ἔχειν N. 1.31
Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον N. 6.33
ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺνὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.13
“μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν Pae. 2.75
πολὺν ῥόθον ἵεσαν ἀπὸ στομ[άτων Ἐ]λείθυιά τε καὶ Λάχεσις Pae. 12.16
of time, “ἧν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” (<οὐ> supp. Coraes, om. codd.: παῦρος coni. Schr.) fr. 168. 6.3 adv.a πολλάI oftenἐδώρησαν λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν O. 6.79
αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω τὰ δ αὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες O. 12.6
πολλὰ μὲν πολλὰ δ O. 13.14
—6.πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31
πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν N. 8.8
πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν, πολλὰ δὲ κυίσᾳ N. 11.6
II greatlyκαμόντες πολλὰ θυμῷ O. 2.8
IV τὰ πολλά, for the most part, oftenεἶδον γὰρ τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον P. 2.54
ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων τὰ πόλλ' ἀοιδοὶ ἄρχονται N. 2.2
b πολύ, muchὅ τι γαρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ O. 8.23
πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 1.c πολλᾷ, in many waysὅ τι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ O. 8.23
πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται (Pauw: γὰρ πολλὰ codd.) N. 8.204 fragg. ]πολὺς λο[ Δ. 4. c. 11. ]ν πολλοῖς ἀκοῦσαι Θρ.. 13. ]επολλα[ P. Oxy. 2442, fr. 99. ] πολλαμ[ P. Oxy. 2447, fr. 13. B comp., (πλέονα, πλέον) more <πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων (e Σ supp. Er. Schmid: om. codd.) N. 6.26ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.20
εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74
πλέον τι λαχών (sc. Ζεὺς ἢ οἱ ἄλλοι θεοί: num haec sint ipsa verba Pindari, non constat) fr. 35a. C superl., (πλεῖστος, -ων; -α, -αισι; -α acc.)a very many, numerousἔν τ' ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων I. 1.18
πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες fr. 119. 3. pro subs.,πλεῖστα νικάσαντα σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.97
b mostὅτι πλείσταισι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.39
ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις O. 11.1
c. art.,τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.24
-
13 πρόσθε
πρόσθε, (ν)1 earlierὅτι πρόσθε ποτὲ Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατόν O. 10.31
πρόσθε γὰρ νώνυμνος βρέχετο πολλᾷ νιφάδι O. 10.50
ἄλλον αἴνησεν γάμον πρόσθεν ἀκερσεκόμᾳ μιχθεῖσα Φοίβῳ P. 3.14
οἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν ἐπάγαγες P. 8.65
πολλὰ δὲπρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν P. 9.125
κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15
διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο παίδων λτ;τεγτ; τρίταν πρόσθεν I. 4.71
τά τ' ἐόντα τε κα[ὶ ] πρόσθεν γεγενημένα Pae. 8.84
followed byπρίν, ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ, πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν P. 2.91
-
14 πτερόν
-
15 δεύω
δεύω (A), [tense] impf. ἔδευον, [dialect] Ep. δεῦον, [dialect] Ion. δεύεσκον, Od.8.522, Il.13.655, Od.7.260: [tense] fut.Aδεύσω Eub.90.4
: [tense] aor.ἔδευσα Eup.332
, Pl.Com. 173.9, S.Aj. 376(lyr.):—[voice] Med., Od.5.53:—[voice] Pass., ib.6.44, etc.: [tense] fut. δεύσομαι ([etym.] ἀνα-) Gal.10.867: [tense] aor.ἐδεύθην Hp.Ulc.11
, Thphr.HP9.9.1: [tense] pf.δέδευμαι E.Fr.467.5
, Pl.Lg. 782c, X.Cyr.6.2.28:—wet, drench, δεῦε δὲ γαῖαν (sc. αἷμα) Il.13.655, cf. 23.220;γλάγος ἄγγεα δεύει 2.471
;δάκρυ δ' ἔδευε.. παρειάς Od.8.522
;σπογγιὰν δεύων Hp.Loc. Hom.12
: c. dat. modi,εἵματα δ' αἰεὶ δάκρυσι δεύεσκον Od.7.260
:— [voice] Pass.,δεύοντο δὲ δάκρυσι κόλποι Il.9.570
;αἵματι δὲ χθὼν δεύετο 17.361
;χρίμασι δευόμενοι Xenoph.3.6
;μέλιτι καρποὶ δεδευμένοι Pl.Lg.
l.c.; to be flooded with light,ἀργέτι δεύεται αὐγῇ Emp.21.4
; ῥίζα ὄξει δευθεῖσα steeped in.., Thphr. l. c.:—[voice] Med., πυκινὰ πτερὰ δεύεται ἅλμῃ wets his wings in the brine, Od.5.53, cf. E.Alc. 184: rarely c. gen. modi,αἵματος ἔδευσε γαῖαν Id.Ph. 674
(lyr.).2 mix a dry mass with liquid, so as to make it fit to knead, Ar.Fr. 271;δεῦσαι καὶ μάξαι X.Oec.10.11
;ἄρτον ὕδατι δεδευμένον Id.Cyr.6.2.28
; ἀλφίτοις δ. knead up with meal, D.H.7.72.II causal, make to flow, shed,ἐρεμνὸν αἷμ' ἔδευσα S.Aj. 376
(lyr.).------------------------------------A miss, want, [voice] Act. used by Hom. only in [tense] aor., ἐδεύησεν δ' οἰήϊον ἄκρον ἱκέσθαι he missed, failed in reaching it, Od.9.483, 540: δεύει, = δεῖ, IG12(2).526A 19 ([place name] Eresus);δεύοντος Alc.Oxy.1788.15
ii 3.II Dep. [full] δεύομαι, [tense] fut.δευήσομαι Od.6.192
, = [dialect] Att. δέομαι, feel the want or loss of, be without, θυμοῦ δευόμενος reft of life, Il.3.294, 20.472; stand in need of, ;ἐν καίροις ἐπιμεληΐας δευομένοις IG12(2).243
([place name] Mytilene); αἴ κέ τινος δεύωνται ib.15.26; ἐδεύετο ἤματος ὥρη.. νέεσθαι the time of day required her to return, A.R.3.1138.2 to be wanting, deficient in,δ. πολέμοιο Il.13.310
μάχης ἄρα πολλὸν ἐδεύεο 17.142
: abs., in need,22.492
; τετράκις εἰς ἑκατὸν δεύοιτό κεν it would fall short.., A.R.2.974.3 c. gen. pers., to be inferior to,ἄλλα τε πάντα δεύεαι Ἀργείων Il.23.484
;οὔ τευ δευόμενον Od.4.264
. -
16 διατανύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατανύω
-
17 δινεύω
Aδινεύεσκον Il.24.12
), but [tense] aor. part.δινεύσας A.R.3.310
:—also [full] δῑνέω, A.Th. 462: [tense] impf. ἐδίνεον, [dialect] Ep.δίνεον Il.18.494
, Od.9.384: [tense] aor.ἐδίνησα Il.23.840
, A. Th. 490: [dialect] Aeol. [full] δίννημι Sapph.1.11:—[voice] Med. (v. περιδ-):—[voice] Pass.,δινεύομαι Arat.455
, Opp.H.1.376: [tense] aor.ἐδινήθην Od.22.85
(as v. l.), E. Rh. 353 (lyr.): [tense] pf. δεδίνημαι ([etym.] ἀμφι-) Il.23.562: also [tense] impf. or [tense] plpf. δίνηντο from δίνημι, B.16.107.—Poet. Verbs, also in X. and Pl. and later Prose (v. infr.): ([etym.] δίνη):—whirl, spin round, ἧκε δὲ δινήσας [τὸν σόλον] after whirling it, Il.23.840; ζεύγεα δινεύοντες driving them round a circle, 18.543; μοχλὸν ἑλόντες δινέομεν twirled the stake round in the Cyclops' eye, Od.9.388;δ. πτέρα Sapph.1.11
; ἵππους, [ἀσπίδα], A.Th. 462, 490; (lyr.):—[voice] Pass., whirl, roll about,ὄσσε.. πάντοσε δινείσθην Il.17.680
; κάππεσε δινηθείς v.l. for ἰδνωθείς, Od.22.85; of a river, eddy, E.Rh. 353 (lyr.); whirl round in the dance, X.An.6.1.9, prob. for δον- in Id.Smp.2.8; of tumblers,ἐπὶ τροχοῦ δινεῖσθαι Pl.Euthd. 294e
; writhe,ἐκ τῶν ἀλγηδόνων J.BJ6.2.10
.2 [voice] Pass., roam about, ἐδινεόμεσθα κατ' αὐτήν [νῆσον] Od.9.153; ;κατ' ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινήθην Pi.P.11.38
.3 ἀμφὶ χαίταις δίνηντο ταινίαι were twined, B. 16.107.II intr. in [voice] Act., whirl about,ὀρχηστῆρες ἐδίνεον Il.18.494
; of tumblers, ἐδίνευον κατὰ μέσσους ib. 606; of a warrior,ὅστις.. δινεύοι κατὰ μέσσον 4.541
; δινεύουσαν ὑπὸ πτέρυγος βάλε as it was circling in its flight, of a pigeon, 23.875: generally,δ. ἐν ἅρμασιν A.R.3.310
; roam about,δινεύεσκ' ἀλύων παρὰ θῖν' ἁλός Il.24.12
;δινεύων κατὰ οἶκον Od.19.67
;ἀνὰ νῆσον ἐδίνεον A.R.2.695
; δινεύων βλεφάροις look wildly about, E.Or. 837 (dub.). -
18 διπτέρυγος
II δ., τό, mantle with two πτερά (cf.πτερόν 111.10
), IG2.754.38, Jahresh.16Beibl.53.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διπτέρυγος
-
19 εὐθαλής
εὐθαλ-ής, ές,A blooming, flourishing, thriving,Αἴγυπτος A.Fr.300.5
; ;ἄνηθον Mosch.3.100
, cf. AP9.3 (Antip.), Orph.A. 912;χάριτες AP7.600
(Jul.): later in Prose, (Arcesine, iii A. D.); εὐθαλέστερα παιδία Sabin. ap. Orib.9.17.3;ζῷα εὐθαλῆ POxy.902.15
(V A. D.): metaph., τὸ εὐ. [τῆς ψυχῆς] Ph.1.512;πτερὰ εὐ. τῆς ψυχῆς Them. Or.21.251
b.------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθαλής
-
20 εὖτε
εὖτε, [dialect] Ep., [dialect] Ion., and poet. Adv. (rare in Trag., never in Com. or [dialect] Att. Prose):I of Time, when,1 with ind., of a definite occurrence in past time, εὖτέ μιν προὔπεμψεν when he sent him, Il.8.367, cf. 11.735, 23.85, E. Ion 888 (lyr.): with [tense] impf.,ἤκουσας.. εὖτε ὁρμῶμεν Hdt.7.209
, prob. in B.3.25: freq. with a corresp. Particle in apodosi,τῆμος δή Od.13.93
;δὴ τότε γε 22.182
;καὶ τότε δή ῥα 24.147
;τόφρα δέ 20.73
;δέ Il.23.62
, Od.17.359;δ' ἄρα 20.56
: the clause with εὖτε may stand last, Il.5.396,6.515, Pi.O.3.28.2 with subj., εὖτ' ἄν (like ὅταν), a. referring to future time, οὔ τι δυνήσεαι χραισμεῖν, εὖτ' ἂν πολλοὶ πίπτωσι when many shall be falling, Il.1.242, cf. 2.34, A.Pers. 230 (troch.).b with [tense] pres. in apod., whenever, so often as, ἥμισυ ἀρετῆς ἀποαίνυται, εὖτ' ἄν μιν κατὰ δούλιον ἦμαρ ἕλῃσιν whenever it comes upon him, Od.17.323, cf. 320, Hdt.6.27, A.Ag.12: in orat.obl. (for opt. after past tense), Pi.O.6.67: ἄν is sts. omitted, εὖτ' ἔρδωμεν whenever we offer, Od.7.202, cf. Hes.Th. 28, B.1.73, A.Th. 338 (lyr.), A.R.2.801, AP14.45.3 with opt., whenever, as often as, with [tense] impf. in apodosi, εὖτε μάχοιτυ whenever he fought, Hes.Sc. 164, cf. h.Hom.18.8, B.12.118, A.Ag. 565, A.R.2.471.III Adv. of Comparison, for ἠΰτε, as, twice in Il., εὖτ' ὄρεος κορυφῇσι κτλ. 3.10; τῷ δ' εὖτε πτερὰ γίγνετ' 19.386 (so Aristarch., but with vv.ll.ὥστε, αὖτε): freq. in Q.S., 1.549, al.
См. также в других словарях:
Πτέρα — Πτέρᾱ , Πτέρης masc nom/voc/acc dual Πτέρης masc voc sg Πτέρᾱ , Πτέρης masc voc sg (attic) Πτέρᾱ , Πτέρης masc gen sg (doric aeolic) Πτέρης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερά — πτερόν feathers neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κείρειν πτερά. — κείρειν πτερά. См. Крылья подрезать, подвязать, ошибить … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πτέρ' — Πτέρα , Πτέρης masc voc sg Πτέρα , Πτέρης masc nom sg (epic) Πτέραι , Πτέρης masc nom/voc pl Πτέρᾱͅ , Πτέρης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek
Delphische Maximen — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη … Deutsch Wikipedia
Furcht und Schrecken — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Delta — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά … Deutsch Wikipedia
PTERA — Graeca vox πτερὰ, in Aedibus sacris Veter. proprie, ad latera aedis columnarum ordines seu porticus: unde hodieque columnata Templorum latera Alas Galli vocant, Strabo de Templo quodam apud Thebas Aegyptias verba faciens parietes, qui utrin que… … Hofmann J. Lexicon universale
PTERYGIA — Graece Πτερύγια, quae et πτέρυγες et πτερὰ, sunt anguli vestium, αἱ γωνίαι alias. Hesych. Θετταλικὰ πτερὰ, τοῦτο εἴρηται διὰ τὸ πτέρυγας ἔχειν τὰς θετταλικὰς χλαμύδας. πτέρυγες δὲ καλοῦνται αἱ ἑκατέρωθεν γωνίαι, διὰ τὸ ἐοικέναι πτερυξι. Cuiusmodi … Hofmann J. Lexicon universale
Humpback Whale — Taxobox name = Humpback whale MSW3 Cetacea|id=14300027] status = LC status system = iucn3.1 status ref =IUCN2008|assessors=Reilly, S.B., Bannister, J.L., Best, P.B., Brown, M., Brownell Jr., R.L., Butterworth, D.S., Clapham, P.J., Cooke, J.,… … Wikipedia