Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πρόσθε

  • 1 πρόσθε

    1 earlier

    ὅτι πρόσθε ποτὲ Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατόν O. 10.31

    πρόσθε γὰρ νώνυμνος βρέχετο πολλᾷ νιφάδι O. 10.50

    ἄλλον αἴνησεν γάμον πρόσθεν ἀκερσεκόμᾳ μιχθεῖσα Φοίβῳ P. 3.14

    οἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν ἐπάγαγες P. 8.65

    πολλὰ δὲ

    πρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν P. 9.125

    κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15

    διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο παίδων λτ;τεγτ; τρίταν πρόσθεν I. 4.71

    τά τ' ἐόντα τε κα[ὶ ] πρόσθεν γεγενημένα Pae. 8.84

    followed by

    πρίν, ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ, πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν P. 2.91

    Lexicon to Pindar > πρόσθε

  • 2 πρόσθε(ν)

    πρόσθε(ν)
    Grammatical information: Adv. a. prep. w. gen.
    Meaning: `ahead, before, formerly, yore; in front of' (Il., IA.)
    Other forms: πρόσθα (Dor. Aeol.), from this πρόθθα (Cret.), πρόστα (Delph.).
    Compounds: Also combined with other adv. (prep.), e.g. ἔμ-προσθε(ν), - θα `in front (of), before' (IA. resp. Dor. Aeol.) with ἐμπρόσθ-ιος `in the front', esp. of bodyparts (Hdt., Att., Arist.), - ίδιος `id.' (A. D., pap.), ἐπί-προσθεν `close before, near' Att., hell.) with ἐπιπροσθ-έω `to be in the way, in front of it, to hinder, to cover' (Hp., hell.), ὑπό-προσθε `just before' (Hp.) with ὑπαπροσθ-ίδιος `earlier (immigrated), older inhabintant' (Locr.).
    Derivatives: πρόσθ-ιος `in the front', esp. of bodyparts (Hdt. as v. l., trag., Arist.; cf. ἐμπρόσθιος above), - ίδιος `id.' (Nonn.), προστ-ίζιος = προσθ-ίδιος `earlier, the former' (El.).
    Origin: IE [Indo-European] or GR [a formation built with Greek elements] [000]
    Etymology: Formation in - θε(ν), - θα, because of the meaning and spread hardly with Kretschmer Glotta 1, 55 from πρός, but rather from πρό with analog. - σ- ( πρό-θεν only Greg. Cor.). Example hardly ὄπισθεν, as this seems to stand itself for ὄπι-θεν (rather the other way round ὄπισθεν after πρόσθεν). So after ἔκτοσ-θε(ν), ἔντοσ-θε(ν) (cf. Schwyzer 628) or to πρόσ(σ)-ω (cf. WP. 2, 38)? Extensive Lejeune Adv. en - θεν 333 ff.
    Page in Frisk: 2,601

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πρόσθε(ν)

  • 3 πρόσθε(ν)

    πρόσθε(ν): in front, before, formerly, of place and of time; (the Chimaera), πρόσθε λέων, ὄπιθεν δὲ δράκων, Il. 6.181; οἱ πρόσθεν, ‘the men of old,’ Il. 9.524; as prep., w. gen., often of place, also to denote protection, like πρό or ὑπέρ, Φ , Od. 8.524; local and temporal, Il. 2.359.

    A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πρόσθε(ν)

  • 4 πρόσθε

    πρόσθε, [dialect] Ion. and poet. for πρόσθεν (q.v.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσθε

  • 5 πρόσθε

    πρόσθεν
    before: ionic (poetic indeclform adverb)

    Morphologia Graeca > πρόσθε

  • 6 πρόσθεν

    πρόσθεν, and in Poets [full] πρόσθε, also in [dialect] Ion. Prose (Hdt.1.11, al., cf. ἐπίπροσθε); [dialect] Dor. and [dialect] Aeol. [full] πρόσθα A.D.Adv.153.20, E.M.424.12 (in elision πρόσθ', Alcm.73, Sapph.Supp.1.5); [dialect] Dor. also [full] πρόθεν (cf. ὄπιθεν), Greg.Cor.p.222S.: Adv.
    A as Prep. with gen.:
    I of Place or Space, before,

    στῆ πρόσθ' αὐτοῖο Il.5.170

    ;

    πεζὸς πρόσθ' ἵππων 13.385

    , cf. 392, etc.;

    κατὰ τεύχε' ἔθηκε πρόσθεν Ἀχιλλῆος 19.13

    ;

    π. ποδῶν Od.22.4

    , cf. Il.23.877; ἐκ δὲ τὼ ἀΐξαντε πυλάων π. μαχέσθην before, i.e. outside, 12.145, cf. 9.473;

    νῆσος.. π. Σαλαμῖνος τόπων A.Pers. 447

    ; π. Μυρμιδόνων πολεμιζέμεν in front of them, at their head, Il.16.220; ἐν τῷ π. τοῦ στρατεύματος in front of.., X.Cyr.5.3.52;

    εἰς τὸ π. τῶν ὅπλων ἐκαθέζοντο Id.An.3.1.33

    ;

    εἰς τὸ π. τινῶν θεῖναί τι ἐπὶ τὴν γῆν Pl.R. 618a

    : with collat. notion of defence, [

    σάκος] πρόσθε στέρνοιο φέρων Il.7.224

    ;

    στὰς πρόσθεν νέκυος 16.321

    ; τάων οὔτοι π. ἵσταμαι I defend them not, 4.54: hence, for, on behalf of,

    π. φίλων τοκέων ἀλόχων τε καὶ υἱῶν 21.587

    , cf. 16.833;

    ὅς τε ἑῆς π. πόλιος λαῶν τε πέσῃσιν Od.8.524

    .
    2 with Verbs of motion,

    π. ἕθεν φεύγοντα Il.5.56

    , 80, 20.402;

    π. δὲ κί' αὐτοῦ 15.307

    .
    3 metaph.,

    οὐδὲν ἐς π. κακῶν E.Hec. 961

    : of preference,

    ἄγειν τινὰ π. τινός Id.Ba. 225

    ;

    π. τιθέναι τί τινος Id.Hec. 129

    (anap.), cf. IG22.1299.58;

    αἰσχρὰ π. τοῦ καλοῦ ζητεῖν E.Fr.659.7

    .
    II of Time, before,

    πρόσθ' ἄλλων Il.2.359

    , cf.S.Ph. 778; τοῖιν δ' ἔγνω π. first of the twain, Il.13.66, cf. Hes.Th. 746;

    ἐμοῦ π. A.Pers. 529

    ;

    τοῦ χρόνου π. θανοῦμαι S.Ant. 462

    ;

    π. ἑσπέρας X.Cyr.7.5.43

    .—The gen. sts. stands before πρόσθεν, Il.4.54, etc., cf. supr. When it seems to be folld. by a dat., this dat. must be connected with the Verb, and πρόσθεν taken as Adv., v. infr. B. 1.1.
    B as Adv.:
    I of Place or Space, before, in front,

    π. λέων ὄπιθεν δὲ δράκων Il.6.181

    , Hes.Th. 323;

    π. δέ οἱ δόρυ τ' ἔσχε καὶ ἀσπίδα Il.5.300

    , cf. 315;

    π. δέ οἱ ποίησε γαλήνην Od.5.452

    ;

    πρόσθ' ὁρόων θάνατον Il.20.481

    ; ὁ π. the front rank man, X.Cyr.2.2.8; τὰ π. ib.6.3.2; τὰ π. (sc. σκέλη ) the forelegs (of a horse), Id.Eq.1.12;

    ἡ χώρα ἡ π. Plb. 3.80.3

    ; προῆγε εἰς τὸ π. on, forward, Id.4.66.5;

    ἀεὶ τοῦ π. ὀρεγόμενοι Id.3.84.12

    : with collat. notion of defence,

    π. σάκεα σχέθον Il.4.113

    ; ἥ τοι π. στᾶσα βέλος ἄμυνεν ib. 129.
    2 with Verbs of motion, before, in front,

    π. ἔφευγε 22.158

    ;

    ἥ οἱ π. ἰοῦσα 20.95

    ;

    π. ἡγεμονεύειν Od.22.400

    , 24.155; ἵππους π. βαλεῖν, v. βάλλω A.11.5; ἐς τὸ πρόσθε παριέναι forward, Hdt.8.89;

    πάριτ' εἰς τὸ π. Ar.Ach.43

    ;

    εἰς τὸ π. προΐωμεν Pl.R. 437a

    , etc.; μηδεμίαν αἰσχύνην π. ποιεῖσθαι allow to stand in the way, Id.Lg. 732b.
    3 metaph.,

    εἰς τὸ π. ἔτι ζητήσαντες Id.Sph. 258c

    ;

    τοὺς ὄπισθεν εἰς τὸ π. ἄξομεν S.Aj. 1249

    .
    II of Time, before, formerly, erst,

    οὗ καὶ π. ἀρίστη φαίνετο βουλή Il.7.325

    , etc.;

    οὔποτε π. S.Aj. 318

    ;

    οὔπω π. X.An.5.4.18

    ;

    ἔτι π. Pl.Sph. 242d

    ;

    σμικρῷ π. Id.Lg. 969b

    ; οἱ π. ἄνδρες the men of old, Il.9.524;

    τοῦ π. Κάδμου τοῦ πάλαι τ' Ἀγήνορος S.OT 268

    ;

    ὁ π. γεννηθείς Id.OC 375

    ; ἡ π. the elder, E.Ph.58; of things, οἱ π. πόνοι the former, earlier labours, A.Supp.52 (lyr.);

    ἁ π. ἱππεία S.El. 504

    (lyr.);

    ὁ π. λόγος Id.OT 851

    ;

    ἡ π. ἡμέρα X.An.2.3.1

    , etc.; τὰ π. what was said above, Pl.Phdr. 238b; also τὸ π., as Adv., formerly, Il.23.583, Od.4.688; ταὐτὰ τῷ π. the same as before, Pl.Phdr. 241b;

    τὰ π. A. Ag.19

    .
    C folld. by a Particle, πρόσθεν, πρὶν.. before.., mostly with a neg.,

    οὐ πρόσθεν.., πρίν γε.. με ἴδηται Od.17.7

    , cf. X.An.1.1.10, Cyr. 1.2.8, etc.; οὐ π. πρὶν ἤ.. ib.1.4.23: without a neg.,

    π. πρὶν τυχεῖν Pi.P.2.91

    : also

    π. ἢ.. S.OT 736

    , El.82, 1333; ποτιτάσσει.. μὴ π. ἐξελθεῖν ἢ τὰν ματέρα κατακάνῃ Anon.Mythogr. in PSI9.1091.3.
    2 sooner, rather, π. ἂν ἀποθάνοιεν ἢ τὰ ὅπλα παραδοίησαν would die sooner than.., X.An.2.1.10.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσθεν

  • 7 βάλλω

    βάλλω, [tense] fut. βᾰλῶ (in [dialect] Att. Prose only in compds.), [dialect] Ion.
    A

    βαλέω Il. 8.403

    ,

    βαλλήσω Ar.V. 222

    , 1491: [tense] aor. 2 ἔβᾰλον, [dialect] Ion.

    προ-βάλεσκε Od. 5.331

    ; later [tense] aor. 1

    ἔβαλα LXX3 Ki.6.1

    (5.18); [dialect] Ep. and [dialect] Ion. inf.

    βαλέειν Il.2.414

    ,al., Hdt.2.111,al., but

    βαλεῖν Il.13.387

    , 14.424; opt. βλείης in Epich.219, part.

    βλείς Id.176

    , as if from ἔβλην (v. συμβάλλω): [tense] pf. βέβληκα: [tense] plpf. ἐβεβλήκειν, [dialect] Ep.

    βεβλήκειν Il.5.661

    :—[voice] Med., [dialect] Ion. [tense] impf.

    βαλλέσκετο Hdt.9.74

    : [tense] fut. βᾰλοῦμαι ([etym.] προ-) Ar.Ra. 201, ([etym.] ἐπι-) Th.6.40, etc., [dialect] Ep. βαλεῦμαι ([etym.] ἀμφι-) Od.22.103: [tense] aor. 2 ἐβᾰλόμην, [dialect] Ion. imper.

    βαλεῦ Hdt.8.68

    .γ, used mostly in compds.:—[voice] Pass., [tense] fut.

    βληθήσομαι X.HG7.5.11

    , ([etym.] δια-) E.Hec. 863; also

    βεβλήσομαι Id.Or. 271

    , Hld.2.13, ([etym.] δια-) D.16.2; part.

    δια-βεβλησόμενος Philostr. VA6.13

    ([dialect] Ep. [tense] fut. ξυμ-βλήσομαι, v. συμβάλλω): [tense] aor.

    ἐβλήθην Hdt.1.34

    , Th.8.84, etc.: Hom. also has an [dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Pass.,

    ἔβλητο Il.11.675

    ,

    ξύμβλητο 14.39

    ; subj.

    βλήεται Od.17.472

    ; opt. βλῇο or

    βλεῖο Il.13.288

    ; inf.

    βλῆσθαι 4.115

    ; part.

    βλήμενος 15.495

    : [tense] pf. βέβλημαι, [dialect] Ion. [ per.] 3pl.

    βεβλήαται 11.657

    (but [ per.] 3sg. h.Ap.20), opt.

    δια-βεβλῇσθε And.2.24

    : [tense] plpf. ἐβεβλήμην ([etym.] περι-) X.HG7.4.22, ([etym.] ἐξ-) Isoc.18.17; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.

    περι-εβεβλέατο Hdt.6.25

    .—[dialect] Ep. [tense] pf. βεβόλημαι in special sense, v. βολέω.
    A [voice] Act., throw:
    I with acc. of person or thing aimed at, throw so as to hit, hit with a missile, freq. opp. striking with a weapon in the hand,

    βλήμενος ἠὲ τυπείς Il.15.495

    ;

    τὸν βάλεν, οὐδ' ἀφάμαρτε 11.350

    , cf. 4.473, al.; so even in

    ἐγγύθεν ἐλβὼν βεβλήκει.. δουρί 5.73

    ; and

    δουρὶ ὤμων μεσσηγὺς σχεδόθεν βάλε 16.807

    ; but later opp. τοξεύειν, D.9.17, X.An.4.2.12; ἐκ χειρὸς β. ib.3.3.15: c. dat. instrumenti, β. τινὰ δουρί, πέτρῳ, κεραυνῷ, etc., Il.13.518, 20.288, Od.5.128, etc.:

    βλήμενος ἢ ἰῷ ἢ ἔγχεϊ Il.8.514

    : c. dupl. acc. pers. et partis,

    μιν βάλε μηρὸν ὀϊστῷ 11.583

    : c. acc. partis only, 5.19, 657; so

    τὸν δ' Ὀδυσεὺς κατὰ λαιμὸν.. βάλεν ἰῷ Od.22.15

    ;

    δουρὶ βαλὼν πρὸς στῆθος Il. 11.144

    : c. acc. cogn.,

    ἕλκος.., τό μιν βάλε Πάνδαρος ἰῷ 5.795

    ; also βάλε Τυδεΐδαο κατ' ἀσπίδα smote upon it, ib. 281.
    2 less freq. of things,

    ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον 23.502

    ; of drops of blood, 11.536, cf. A.Ag. 1390: metaph.,

    κηλὶς ἔβαλέ νιν μητροκτόνος E.IT 1200

    , cf. HF 1219; of the sun, ἀκτῖσιν ἔβαλλεν [θάμνους] Od.5.479;

    ἔβαλλε.. οὐρανὸν Ἠώς A.R.4.885

    (so [voice] Pass.,

    σελήνη.. δι' εὐτρήτων βαλλομένη θυρίδων AP5.122

    (Phld.)); strike the senses, of sound,

    ἵππων ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει Il.10.535

    , cf. S.Ant. 1188, Ph. 205 (lyr.); of smell,

    ὀσμὴ β. τινά Id.Ant. 412

    ;

    τάχ' ἂν πέμφιξ σε βροντῆς καὶ δυσοσμίας β. Id.Fr. 538

    .
    3 metaph., β. τινὰ κακοῖς, φθόνῳ, ψόγῳ, smite with reproaches, etc., Id.Aj. 1244, E.El. 902, Ar. Th. 895;

    στεφάνοις β. τινά Pi.P.8.57

    (hence metaph., praise, Id.O.2.98);

    φθόνος βάλλει A.Ag. 947

    ;

    φίλημα βάλλει τὴν καρδίαν Ach.Tat. 2.37

    .
    II with acc. of the weapon thrown, cast, hurl, of missiles, rare in Hom.,

    βαλὼν βέλος Od.9.495

    ;

    χαλκὸν ἐνὶ στήθεσσι βαλών Il.5

    . 346, cf. Od.20.62;

    ἐν νηυσὶν.. πῦρ β. Il.13.629

    : c. dat., of the weapon, throw or shoot with a thing,

    οἱ δ' ἄρα χερμαδίοισι.. βάλλον 12.155

    ;

    βέλεσι Od.16.277

    : in Prose abs., β. ἐπί τινα throw at one, Th.8.75;

    ἐπὶ σκοπόν X.Cyr.1.6.29

    ;

    ἐπίσκοπα Luc.Am.16

    ; alone,

    οἱ ψιλοὶ βάλλοντες εἶργον Th.4.33

    : c. gen., βάλλοντα τοῦ σκοποῦ hitting the mark, Pl.Sis. 391a.
    2 generally of anything thrown,

    εἰς ἅλα λύματ' ἔβαλλον Il.1.314

    ;

    τὰ μὲν ἐν πυρὶ βάλλε Od.14.429

    ; [

    νῆα] β. ποτὶ πέτρας 12.71

    ; εὐνὰς β. throw out the anchor-stones, 9.137; β. σπόρον cast the seed, Theoc.25.26;

    β. κόπρον POxy.934.9

    (iii A. D.): hence

    β. ἀρούρας

    manure,

    PFay.118.21

    (ii A. D.): metaph.,

    ὕπνον.. ἐπὶ βλεφάροις β. Od.1.364

    ;

    β. σκότον ὄμμασι E.Ph. 1535

    (lyr.);

    β. λύπην τινί S.Ph.67

    .
    b of persons, β. τινὰ ἐν κονίῃσιν, ἐν δαπέδῳ, Il.8.156, Od. 22.188;

    γῆς ἔξω β. S.OT 622

    ;

    β. τινὰ ἄθαπτον Id.Aj. 1333

    ;

    ἄτιμον Id.Ph. 1028

    :—[voice] Pass.,

    ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος AP5.164

    (Mel.);

    βεβλημένος

    on a sick-bed,

    Ev.Matt.8.14

    : then metaph.,

    ἐς κακὸν β. τινά Od. 12.221

    ;

    ὅς με μετ'.. ἔριδας καὶ νείκεα β. Il.2.376

    ; β. τινὰ ἐς ἔχθραν, ἐς φόβον, A.Pr. 390, E.Tr. 1058; also ἐν αἰτίᾳ or αἰτίᾳ β. τινά, S.OT 657, Tr. 940 (but in E.Tr. 305 β. αἰτίαν ἔς τινα)

    ; κινδύνῳ β. τινά A.Th. 1053

    .
    3 let fall,

    ἑτέρωσε κάρη βάλεν Il.8.306

    , cf. 23.697;

    β. ἀπὸ δάκρυ παρειῶν Od.4.198

    , cf. 114;

    κατὰ βλεφάρων β. δάκρυα Thgn. 1206

    ;

    κατ' ὄσσων E.Hipp. 1396

    ;

    αἵματος πέμφιγα πρὸς πέδῳ β. A.Fr. 183

    ; β. τοὺς ὀδόντας cast, shed them, Arist.HA 501b2, etc.; so βάλλειν alone, ib. 576a4;

    βοῦς βεβληκώς SIG958.7

    ([place name] Ceos).
    5 of animals, push forward or in front,

    τοὺς σοὺς [ἵππους] πρόσθε βαλών Il.23.572

    ; πλήθει πρόσθε βαλόντες (sc. ἵππους) ib. 639;

    βάλλε κάτωθε τὰ μοσχία Theoc.4.44

    : metaph.,

    β. ψυχὰν ποτὶ κέρδεα BionFr.5.12

    .
    6 in a looser sense, put, place, with or without a notion of haste,

    τὼ μὲν.. βαλέτην ἐν χερσὶν ἑταίρων Il.5.574

    , cf. 17.40, 21.104;

    μῆλα.. ἐν νηΐ β. Od.9.470

    ;

    ἐπὶ γᾶν ἴχνος ποδὸς β. E.Rh. 721

    (lyr.);

    φάσγανον ἐπ' αὐχένος β. Id.Or.51

    ;

    τοὺς δακτύλους εἰς τὰ ὦτα Ev.Marc.7.33

    ; β. πλίνθους lay bricks, Edict.Diocl.7.15; pour,

    οἶνον εἰς ἀσκούς Ev.Matt.9.17

    ;

    εἰς πίθον Arr.Epict.4.13.12

    , cf. Dsc.1.71.5 (v.l. for ἐμβ.): metaph.,

    ἐν στήθεσσι μένος βάλε ποιμένι λαῶν Il.5.513

    ; ὅπως.. φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν may put friendship between them, 4.16;

    μαντεύσομαι ὡς ἐνὶ θυμῷ ἀθάνατοι βάλλουσι Od.1.201

    ;

    ἐν καρδίᾳ β. Pi.O.13.16

    ; but also θυμῷ, ἐς θυμὸν β., lay to heart, A.Pr. 706, S.OT 975.
    b esp. of putting round,

    ἀμφ' ὀχέεσσι θοῶς βάλε καμπύλα κύκλα Il.5.722

    ; of clothes or arms,

    ἀμφὶ δ' Ἀθήνη ὤμοις.. βάλ' αἰγίδα 18.204

    ; put on,

    φαιὰ ἱμάτια Plb. 30.4.5

    .
    d pay, PLond.3.1177 (ii A. D.), POxy.1448.5 (iv A. D.).
    7 of dice, throw,

    τρὶς ἓξ βαλεῖν A.Ag.33

    , cf. Pl.Lg. 968e;

    ἄλλα βλήματ' ἐν κύβοις βαλεῖν E.Supp. 330

    : so prob. ψῆφος βαλοῦσα, abs., by its throw, A.Eu. 751: metaph., εὖ or

    καλῶς βάλλειν

    to be lucky, successful,

    Phld.

    lr.p.51 W., Rh.1.10 S.
    III intr., fall,

    ποταμὸς Μινυήϊος εἰς ἅλα βάλλων Il.11.722

    , cf. A.R.2.744, etc.; ἄνεμος κατ' αὐτῆς (sc. νεώς)

    ἔβαλε Act.Ap.27.14

    ; [ἵππους] περὶ τέρμα βαλούσας having run round the post, Il.23.462; ἐγὼ δὲ.. τάχ' ἐν πέδῳ βαλῶ (sc. ἐμαυτήν) A.Ag. 1172 (lyr.); λίμνηθεν ὅτ' εἰς ἁλὸς οἶδμα βάλητε arrive at.., A.R.4.1579; εἴσω β. enter a river's mouth, Orac. ap.D.S.8.23; βαλὼν κάθευδε lie down and sleep, Arr.Epict.2.20.10; τί οὖν, οὐ ῥέγκω βαλών; ib.4.10.29;

    βαλὼν ἐπὶ τῆς στιβάδος ἐπεχείρει καθεύδειν Anon.

    ap. POxy.1368.51; cf. A. 11.4.
    2 in familiar language,

    βάλλ' ἐς κόρακας

    away with you! be hanged!

    Ar.V. 835

    , etc.;

    βάλλ' ἐς μακαρίαν Pl.Hp.Ma. 293a

    , cf. Men.Epit. 389.
    B [voice] Med., put for oneself, ὡς ἐνὶ θυμῷ βάλλεαι that thou may'st lay it to heart, Il.20.196, cf. Od.12.218;

    σὺ δ' ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν Hes.Op. 107

    ;

    εἰ μὲν δὴ νόστον γε μετὰ φρεσὶ.. βάλλεαι Il.9.435

    ;

    ἐς θυμὸν βαλέσθαι τι Hdt.1.84

    , etc.; εἰς or ἐπὶ νοῦν, εἰς μνήμην, Plu.Thes. 24, Jul.Or.2.58a, etc. (v. supr. A.11.6); ἐπ' ἑωυτῶν βαλόμενοι on their own responsibility, Hdt.4.160, cf. 3.71, al.; ἑτέρως ἐβάλοντο θεοί, v. l. for ἐβόλοντο in Od.1.234;

    θεοὶ δ' ἑτέρωσε βάλοντο Q.S.1.610

    .
    2 τόξα or ξίφος ἀμφ' ὤμοισιν βάλλεσθαι throw about one's shoulder, Il.10.333, 19.372, etc.;

    ἐπὶ κάρα στέφη β. E.IA 1513

    (lyr.).
    4 lay as foundation,

    κρηπῖδα βαλέσθαι Pi.P.7.3

    , cf. 4.138, Luc.Hipp.4; also, lay the foundations of, begin to form,

    οἰκοδομίας Pl.Lg. 779b

    ;

    χάρακα Plb.3.105.10

    , Poll. 8.161; simply, build,

    ἱερὸν περί τι Philostr.VA4.13

    ; β. ἄγκυραν cast anchor, Hdt.9.74, etc.;

    καθάπερ ἐξ ἀγκυρῶν βαλλόμενος ψυχῆς δεσμούς Pl.Ti. 73d

    .
    II rarely, χρόα βάλλεσθαι λουτροῖς dash oneself with water, bathe, h.Cer.50 (but

    λουτρὰ ἐπὶ χροῒ βαλεῖν E.Or. 303

    ). (Arc. - δέλλω in ἐς-δέλλοντες, = ἐκ-βάλλοντες, IG5(2).6.49: ζέλλειν· βάλλειν, Hsch. Root g[uglide]el- 'throw', Skt. galati 'trickle', OHG. quellan 'spurt up', Lith. gulēti 'lie'.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βάλλω

  • 8 μετά

    μετά [[pron. full] , but [pron. full] in S.Ph. 184 (s. v. l., lyr.)], poet. [full] μεταί, dub., only in μεταιβολία; [dialect] Aeol., [dialect] Dor., Arc. πεδά (q.v.): Prep. with gen., dat., and acc. (Cf. Goth.
    A mip, OHG. miti, mit 'with'.)
    A WITH GEN. (in which use μ. gradually superseded σύν, q.v.),
    I in the midst of, among, between, with pl. Nouns,

    μετ' ἄλλων λέξο ἑταίρων Od.10.320

    ;

    μ. δμώων πῖνε καὶ ἦσθε 16.140

    ;

    τῶν μέτα παλλόμενος Il.24.400

    ;

    πολλῶν μ. δούλων A.Ag. 1037

    ;

    μ. ζώντων εἶναι S.Ph. 1312

    ;

    ὅτων οἰκεῖς μέτα Id.OT 414

    ;

    μ. τῶν θεῶν διάγουσα Pl.Phd. 81a

    (but κεῖσθαι μ. τινός with one, S.Ant.73): sts. the pl. is implied, μετ' οὐδενὸς ἀνδρῶν ναίειν, i.e. among no men, Id.Ph. 1103 (lyr.), etc.
    II in common, along with, by aid of (implying a closer union than σύν)

    , μ. Βοιωτῶν ἐμάχοντο Il.13.700

    , cf. 21.458; συνδιεπολέμησαν

    τὸν πόλεμον μ. Ἀθηναίων IG12.108.7

    ;

    μ. ξυμμάχων ξυγκινδυνεύσειν Th.8.24

    , cf. 6.79, etc.; μ. τῆς βουλῆς in co-operation with the council, IG12.91.10: in this sense freq. (not in ll., Od., Pi., rare in early Gr.) with sg., μετ' Ἀθηναίης with, i.e. by aid of, Athena, h.Hom. 20.2;

    μ. εἷο Hes.Th. 392

    ; μ. τινὸς πάσχειν, δρᾶν τι, A.Pr. 1067 (anap.), S.Ant.70; μ. τινὸς εἶναι to be on one's side, Th.3.56;

    μ. τοῦ ἠδικημένου ἔσεσθαι X.Cyr.2.4.7

    ;

    μ. τοῦ νόμου καὶ τοῦ δικαίου Pl.Ap. 32b

    : generally, with, together with, with Subst. in sg. first in Hdt. (in whom it is rare exc. in the phrase οἱ μ. τινός, v. infr.), as

    κοιμᾶσθαι μ. τινός 3.68

    , Timocl.22.2;

    εὕδειν μ. τινός Hdt.3.84

    ; οἱ μ. τινός his companions, Id.1.86, al., Pl.Prt. 315b: freq. with Prons.,

    μετ' αὐτοῦ S. Ant.73

    ;

    μετ' ἐμοῦ Ar.Ach. 661

    (anap.), etc.: less freq. of things,

    στέγη πυρὸς μ. S.Ph. 298

    ;

    μ. κιθάρας E.IA 1037

    (lyr.);

    μ. τυροῦ Ar.Eq. 771

    , etc.;

    τὴν δίαιταν μεθ' ὅπλων ἐποιήσαντο Th.1.6

    , cf. E.Or. 573;

    ὄχλος μ. μαχαιρῶν καὶ ξύλων Ev.Matt.26.47

    : indicating community of action and serving to join two subjects, Κλεομένης μετὰ Ἀθηναίων C. and the Athenians, Th.1.126: with pl. Verb,

    Δημοσθένης μ. τῶν ξυστρατήγων σπένδονται Id.3.109

    , etc.; of things, in conjunction with,

    ἰσχύν τε καὶ κάλλος μετὰ ὑγιείας Pl.R. 591b

    ; γῆρας μ. πενίας ib. 330a.
    III later, in one's dealings with,

    ὅσα ἐποίησεν ὁ θεὸς μετ' αὐτῶν Act.Ap. 14.27

    ;

    ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ' αὐτοῦ Ev.Luc.10.36

    ;

    τί ἡμῖν συνέβη μ. τῶν ἀρχόντων PAmh.2.135.15

    (ii A.D.): even of hostile action,

    σὺ ποιεῖς μετ' ἐμοῦ πονηρίαν LXX Jd.11.27

    , cf. 15.3;

    πολεμῆσαι μ. τινός Apoc.12.7

    , cf. Apollod.Poliorc.190.4 codd. (but μ. may be a gloss), Wilcken Chr.23.10 (v A.D.), OGI201.3 (Nubia, vi A. D.): to denote the union of persons with qualities or circumstances, and so to denote manner,

    τὸ ἄπραγμον.. μὴ μ. τοῦ δραστηρίου τεταγμένον Th.2.63

    , etc.;

    ἱκετεῦσαι μ. δακρύων Pl.Ap. 34c

    ;

    οἴκτου μέτα S.OC 1636

    ;

    μετ' ἀσφαλείας μὲν δοξάζομεν, μετὰ δέους δὲ.. ἐλλείπομεν Th.1.120

    , cf. IG22.791.12;

    μ. ῥυθμοῦ βαίνοντες Th.5.70

    ; ὅσα μετ' ἐλπίδων λυμαίνεται ib. 103, etc.;

    ψυχὴν ὁσίως βεβιωκυῖαν καὶ μετ' ἀληθείας Pl.Grg. 526c

    , cf. Phdr. 249a, 253d; also, by means of,

    μετ' ἀρετῆς πρωτεύειν X.Mem. 3.5.8

    ;

    γράφε μ. μέλανος PMag.Lond.121.226

    .
    2 serving to join two predicates, γενόμενος μ. τοῦ δυνατοῦ καὶ ξυνετός, i.e. δυνατός τε καὶ ξυνετός, Th.2.15;

    ὅταν πλησιάζῃ μ. τοῦ ἅπτεσθαι Pl.Phdr. 255b

    .
    IV rarely of Time, μ. τοῦ γυμνάζεσθαι ἠλείψαντο, for ἅμα, Th.1.6; μετ' ἀνοκωχῆς during.., Id.5.25.
    B WITH DAT., only poet., mostly [dialect] Ep.:
    I between, among others, but without the close union which belongs to the genitive, and so nearly = ἐν, which is sts. exchanged with it,

    μ. πρώτοισι.. ἐν πυμάτοισι Il.11.64

    :
    1 of persons, among, in company with,

    μετ' ἀθανάτοισι Il.1.525

    ;

    μετ' ἀνθρώποις B.5.30

    ;

    μ. κόραισι Νηρῆος Pi.O.2.29

    ; μ. τριτάτοισιν ἄνασσεν in the third generation (not μ. τριτάτων belonging to it), Il.1.252; of haranguing an assembly,

    μετ' Ἀργείοις ἀγορεύεις 10.250

    , etc.; between, of two parties,

    φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν 4.16

    .
    2 of things, μ. νηυσίν, ἀστράσι, κύμασιν, 13.668, 22.28, Od.3.91;

    δεινὸν δ' ἐστὶ θανεῖν μ. κύμασιν Hes. Op. 687

    ;

    χαῖται δ' ἐρρώοντο μ. πνοιῇς ἀνέμοιο Il.23.367

    ;

    αἰετὼ.. ἐπέτοντο μ. π. ἀ. Od.2.148

    .
    3 of separate parts of persons, between, μ. χερσὶν ἔχειν to hold between, i.e. in, the hands, Il.11.4, 184, S. Ph. 1110 (lyr.), etc.;

    τὸν μ. χ. ἐρύσατο Il.5.344

    ; ὅς κεν.. πέσῃ μ. ποσσὶ γυναικός, of a child being born, 'to fall between her feet', 19.110; so μ. γένυσσιν, γαμφηλῇσιν, 11.416, 13.200;

    μ. φρεσί 4.245

    , etc.
    II to complete a number, besides, over and above, αὐτὰρ ἐγὼ πέμπτος μ. τοῖσιν ἐλέγμην I reckoned myself to be with them a fifth, Od.9.335, cf. Il.3.188; Οὖτιν.. πύματον ἔδομαι μ. οἷς ἑτάροισι last to complete the number, i.e. after, Od.9.369, cf. A.Pers. 613, Theoc.1.39, 17.84.
    III c. dat. sg., only of collect. Nouns (or the equivalent of such,

    μεθ' αἵματι καὶ κονίῃσιν Il.15.118

    ),

    μ. στροφάλιγγι κονίης 21.503

    ;

    στρατῷ 22.49

    ;

    μ. πρώτῃ ἀγορῇ 19.50

    , etc.;

    μετ' ἀνδρῶν.. ἀριθμῷ Od.11.449

    ;

    μετ' ἄλλῳ λαῷ A.Ch. 365

    (lyr.).
    I of motion, into the middle of, coming into or among, esp. where a number of persons is implied,

    ἵκοντο μ. Τρῶας καὶ Ἀχαιούς Il.3.264

    ;

    μ. φῦλα θεῶν 15.54

    , cf. Od.3.366, al.;

    μ. μῶλον Ἄρηος Il.16.245

    ;

    μ. λαὸν Ἀχαιών 5.573

    , al.; μ. στρατόν, μεθ' ὅμιλον, μεθ' ὁμήγυριν, 5.589, 14.21, 20.142: so of birds, ὥς τ' αἰγυπιὸς μ. χῆνας (though this may be referred to signf. 2), 17.460; of things,

    εἴ τινα φεύγοντα σαώσειαν μ. νῆας 12.123

    ; με μ... ἔριδας καὶ νείκεα βάλλει plunges me into them, 2.376; of place,

    μ. τ' ἤθεα καὶ νομὸν ἵππων 6.511

    ; δράγματα μετ' ὄγμον πῖπτον into the midst of the furrow, 18.552.
    2 in pursuit or quest of, of persons, sts. in friendlysense, βῆ ῥ' ἰέναι μ. Νέστορα went to seek Nestor, Il.10.73, cf. 15.221: sts. in hostile sense, βῆναι μ. τινά to go after, pursue him, 5.152, 6.21, al.; also of things, πλεῖν μ. χαλκόν to sail in quest of it, Od.1.184; ἵκηαι μ. πατρὸς ἀκουήν in search of news of thy father, 2.308, cf. 13.415;

    οἴχονται μ. δεῖπνον Il.19.346

    ; πόλεμον μέτα θωρήσσοντο they armed for the battle, 20.329; ὡπλίζοντο μεθ' ὕλην prepared to seek after wood, 7.418, cf. 420;

    μ. δούρατος ᾤχετ' ἐρωήν 11.357

    ;

    μ. γὰρ δόρυ ᾔει οἰσόμενος 13.247

    .
    II of sequence or succession,
    1 of Place, after, behind, λαοὶ ἕπονθ', ὡς εἴ τε μ. κτίλον ἕσπετο μῆλα like sheep after the bell-wether, Il.13.492, cf. Od.6.260, 21.190, h.Ven.69;

    ἔσχατοι μ. Κύνητας οἰκέουσι Hdt.4.49

    ; μ. τὴν θάλασσαν beyond, on the far side of the sea, Theo Sm.p.122 H.
    2 of Time, after, next to,

    μ. δαῖτας Od.22.352

    ; μεθ' Ἕκτορα πότμος ἑτοῖμος after Hector thy death is at the door, Il.18.96;

    μ. Πάτροκλόν γε θανόντα 24.575

    , cf. Hdt. 1.34;

    μετ' εὐχάν A.Ag. 231

    (lyr.), etc.;

    μ. ταῦτα

    thereupon, there-after,

    h.Merc.126

    , etc.;

    τὸ μ. ταῦτα Pl.Phlb. 34c

    ;

    τὸ μ. τοῦτο Id.Criti. 120a

    ; μετ' ὀλίγον ὕστερον shortly after, Id.Lg. 646c;

    μ. μικρόν Luc. Demon.8

    ;

    μ. ἡμέρας τρεῖς μ. τὴν ἄφεδρον Dsc.2.19

    ;

    μ. ἔτη δύο J.BJ 1.13.1

    ;

    μ. τρίτον ἔτος Thphr.HP4.2.8

    ; μ. χρυσόθρονον ἠῶ after daybreak, h.Merc. 326: but μετ' ἡμέρην by day, opp. νυκτός, Hdt.2.150, cf. Pl.Phdr. 251e, etc.; μεθ' ἡμέραν, opp. νύκτωρ, E.Ba. 485;

    μ. νύκτας Pi.N.6.6

    ; μ. τὸν ἑξέτη καὶ τὴν ἑξέτιν after the boy or girl has attained the age of six years, Pl.Lg. 794c.
    3 in order of Worth, Rank, etc., next after, following [comp] Sup.,

    κάλλιστος ἀνὴρ.. τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ' ἀμύμονα Πηλεΐωνα Il.2.674

    , cf. 7.228, 12.104, Od.2.350, Hdt.4.53, X.Cyr.7.2.11, etc.;

    κοῦροι οἳ.. ἀριστεύουσι μεθ' ἡμέας Od.4.652

    , cf. Isoc.9.18: where [comp] Sup. is implied,

    ὃς πᾶσι μετέπρεπε.. μ. Πηλεΐωνος ἑταῖρον Il.16.195

    , cf. 17.280, 351; μ. μάκαρας next to the gods, A.Th. 1080 (anap.); also μάχεσθαι μ. πολλοὺς τῶν Ἑλλήνων to be inferior in fighting to many.., Philostr.Her.6.
    III after, according to, μ. σὸν καὶ ἐμὸν κῆρ as you and I wish, Il.15.52;

    μετ' ἀνέρος ἴχνι' ἐρευνῶν 18.321

    ;

    μετ' ἴχνια βαῖνε Od.2.406

    .
    IV generally, among, between, as with dat. (B.I), μ. πάντας ὁμήλικας ἄριστος best among all, Il.9.54, cf. Od.16.419;

    μ. πληθύν Il.2.143

    ; μ. τοὺς τετελευτηκότας including those who have died, PLond.2.260.87 (i A.D.);

    μ. χεῖρας ἔχειν Hdt.7.16

    . β', Th.1.138, POxy.901.9 (iv A.D.), cf. X.Ages.2.14, etc.
    D μετά with all cases can be put after its Subst., and is then by anastrophe μέτα, Il.13.301, but not when the ult. is elided, 17.258, Od.15.147.
    E abs. as ADV., among them, with them, Il.2.446, 477, etc.; with him,

    οὐκ οἶον, μ. καὶ Γανυμήδεα A.R.3.115

    .
    II and then, next afterwards, opp. πρόσθε, Il.23.133.
    III thereafter, 15.67, Hdt.1.88, 128, 150, A.Ag. 759 (lyr.), etc.; μ. γάρ τε καὶ ἄλγεσι τέρπεται ἀνήρ one feels pleasure even in troubles, when past, Od.15.400; μ. δέ, for ἔπειτα δέ, Hdt.1.19, Luc.DMort.9.2, etc.
    F μέτα, -μέτεστι, Od.21.93, Parm.9.4, Hdt.1.88, 171, S.Ant. 48,etc.
    I of community or participation, as in μεταδίδωμι, μετέχω, usu. c. gen. rei.
    2 of action in common with another, as in μεταδαίνυμαι, μεταμέλπομαι, etc., c. dat. pers.
    II in the midst of, of space or time, as in

    μεταδήμιος, μεταδόρπιος 1

    ; between, as in μεταίχμιον, μεταπύργιον.
    III of succession of time, as in

    μεταδόρπιος 2

    , μετακλαίω, μεταυτίκα.
    IV of pursuit, as in μεταδιώκω, μετέρχομαι.
    V of letting go, as in μεθίημι, μεθήμων.
    VI after, behind, as in μετάφρενον, opp. πρόσθε.
    VII reversely, as in μετατρέπω, μεταστρέφω.
    VIII most freq. of change of place, condition, plan, etc., as in μεταβαίνω, μεταβάλλω, μεταβουλεύω, μεταγιγνώσκω, etc.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετά

  • 9 ὄπισθεν

    ὄπισθεν, in [dialect] Ion. (Hdt.4.72, al., SIG46.65 (Halic., v B. C.), etc.) and late [dialect] Att. (Luc.Am. 16, etc.) [full] ὄπισθε before a conson., as also in Poets, E.Cyc. 545, IT 1333: poet. also [full] ὄπῐθεν Il.6.181, al., Pi.O.10(11).35, A.Pers. 1001 (lyr.):—Adv.:
    I of Place, behind, at the back, opp. πρόσθε, Il.5.595 ;

    πρόσθε λέων ὄπιθεν δὲ δράκων μέσση δὲ χίμαιρα 6.181

    ;

    ὄπισθεν καταλιπεῖν Od.10.209

    ;

    μένειν Il.9.332

    , etc. ;

    πέμψει οὖρον ὄ. Od.15.34

    ; ὄπιθεν κομόωντες with long back-hair, Il.2.542 ;

    ὄπιθεν κομόωσαι ἔθειραι IG12(9).1179.9

    ([place name] Euboea) ; ὄ. ἕπεσθαι, ἀκολουθεῖν, A. l. c., etc. ; οἱ ὄπιθεν those who are left behind, e.g. at home, Od.11.66 ; but also, those who are in the rear, X.Cyr.2.2.8 ; εἰ τοὺς ὄ. ἐς τὸ πρόσθεν ἄξομεν shall bring the rear ranks to the front (metaph.), S.Aj. 1249 ; αἱ ὄ. ἁψῖδες the hinder fellies, Hdt.4.72 ; τὰ ὄ. the hinder parts, rear, back, Il.11.613 ;

    οἱ ὄ. ἁρμοί IG12.372.117

    ;

    εἰς τοὔπισθεν

    back, backwards,

    E.Ph. 1410

    , Pl.Sph. 261b, etc. ; εἰς τ. τοξεύειν, i. e. 'versis sagittis', like the Parthians, X.An.3.3.10 : opp.

    ἐκ τοὔπισθεν Ar.Ec. 482

    , cf. Th.7.79, X.An.4.1.6 ;

    ἐν τῷ ὄ. Pl.R. 614c

    , X.Cyn.9.8, etc. ; ὄ. ποιήσασθαι τὸν ποταμόν place the river in his rear, Id.An.1.10.9.
    2 Prep. c. gen., behind,

    στῆ δ' ὄπιθεν δίφροιο Il.17.468

    ;

    ὄπισθε μάχης 13.536

    ;

    ὄπισθε τῆς θύρης Hdt.1.9

    ;

    ἔμπροσθέ τε Θερμοπυλέων καὶ ὄ. Id.7.176

    ;

    ὄ. ἐμοῦ.. εἰσῄει Pl.Smp. 175a

    , etc.: sts. after its case,

    δίφρου ὄπισθεν Il.24.15

    ; ἴμεν φάμας ὄπισθεν follow the voice, Pi.O. 6.63 ;

    γνώμης πατρῴας πάντ' ὄ. ἑστάναι S.Ant. 640

    ; also

    τούτοισι δ' ὄ. ἴτω Cratin.30

    ;

    πνοιαῖς ὄπιθεν Βορέα Pi.O.3.31

    (s. v.l.).
    II of Time, after, in future, hereafter, Il.4.362, Od.2.270, 18.168, etc. ; either of a thing absolutely future, or of one which follows something else, opp. αὐτίκα, Il.9.519 ;

    ὄπιθεν οὐ πολλόν Pi.O.10(11).35

    ;

    πολλοῖς μησὶν ὄ. Theoc.Ep.22.8

    ; cf.

    ὀπίσω 11.1

    .
    2 ἐν τοῖσι ὄ. λόγοισι in the books yet to come, in the following books, Hdt.5.22, 7.213 ; cf.

    ὀπίσω 11.2

    : but, in Gramm., of what has gone before, Sch. Od.3.366, Hsch. s.v. Ἴωνες, Sch.Ar.Ra. 1488 ; ὁ ὄπιθεν χρόνος the earlier time, PMasp.158.22 (vi A. D.) :—for [comp] Comp. ὀπίστερος, [comp] Sup. ὀπίστατος, v. sub vocc. (Prob. from Οπις 'back', contained in ἀνόπιν, κατόπιν, μετόπιν, ὀπίσω.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄπισθεν

  • 10 πρόσθ'

    πρόσθα, πρόσθεν
    before: doric aeolic (indeclform adverb)
    πρόσθε, πρόσθεν
    before: ionic (poetic indeclform adverb)
    πρόσθαι, πρόσθη
    fem nom /voc pl
    πρόσθᾱͅ, πρόσθη
    fem dat sg (doric aeolic)
    προστά, προστάς
    part between the two antae: fem voc sg

    Morphologia Graeca > πρόσθ'

  • 11 ἇς

    ἇς
    1 while

    πρόσθε γὰρ νώνυμνος ἆς Οἰνόμαος ἆρχε, βρέχετο πολλᾷ νιφάδι O. 10.51

    [ἆς (coni. G-H: τᾶς Π) Πα. 7B. 50]. [ἇς legit Wil.: ἃς G-H. Πα. 12. 20]

    Lexicon to Pindar > ἇς

  • 12 βρέχω

    1 drench, rain upon c. acc.

    ἔνθα ποτὲ βρέχε θεῶν βασιλεὺς χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν O. 7.33

    πρόσθε γὰρ νώνυμνος βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (sc. πάγος Κρόνου) O. 10.51 met., ἴων ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν σῶμα (sc. Iamos) O. 6.55 μὴ σιγᾷ βρεχέσθω (- εσθαι v. l.) fr. 240.

    Lexicon to Pindar > βρέχω

  • 13 γάρ

    γάρ particle, always in second or third position.
    1 not joined with other particles.
    a gives reason for what precedes.

    ἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά. μείων γὰρ αἰτία O. 1.35

    λάθα δὲ πότμῳ σὺν εὐδαίμονι γένοιτ' ἄν. ἐσλῶν γὰρ ὑπὸ χαρμάτων πῆμα θνᾴσκει O. 2.19

    (If a man had the qualities I describe, he would be celebrated.) ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός (but cf. h infra) O. 6.8

    ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα,. ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός O. 6.90

    ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων (sc. in Aigina). ὅτι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ, ὀρθᾷ διακρῖναι φρενὶ δυσπαλές because Aigina is a great commercial stateand is bound to reverence the rule of righteous dealing, Sandys O. 8.23

    πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο· πρόσθε γὰρ νώνυμνος O. 10.50

    Ἱμέραν εὐρυσθενἔ ἀμφιπόλει, σώτειρα Τύχα. τὶν γὰρ ἐν πόντῳ κυβερνῶνται θοαὶ νᾶες (cf. f infra) O. 12.3 ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον· ἐοικότα γὰρ καὶ

    τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν P. 1.34

    ἐμὲ δὲ χρεὼν φεύγειν δάκος ἀδινὸν κακαγοριᾶν. εἶδον γὰρ Ἀρχίλοχον P. 2.54

    ἱκόμαν οἴκαδ'. πεύθομαι γάρ νιν Πελίαν ἁμετέρων ἀποσυλᾶσαι βιαίως ἀρχεδικᾶν τοκέωνP. 4.109 ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ κεῖνον γε πράξασθαι πόνον. κεῖτο γὰρ ( δέρμα sc.)

    λόχμᾳ P. 4.244

    μακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν· ὥρα γὰρ συνάπτει P. 4.247

    θεόθεν ἐραίμαν καλῶν, δυνατὰ μαιόμενος ἐν ἁλικίᾳ. τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μεκροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ' αἶσαν τυραννίδων P. 11.52

    ἵκετ' ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς· τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει πάνθ ὁμῶς N. 1.53

    ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς. εἶδε γὰρ N. 1.56

    ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν· ὕδατι γὰρ μένοντ' ἐπ Ἀσωπίῳ μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι N. 3.3

    ἀπότρεπε αὖτις Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός· ἄπορα γὰρ λόγον Αἰκακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.71

    εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα· παροιχομένων γὰρ ἀνέρων N. 6.29

    ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν. πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται, νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος N. 8.20

    ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε. τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ ἀναβαίνων αὐδὰν μανύει N. 9.4

    ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες· δέδεται γὰρ ἀναιδεῖ ἐλπίδι γυῖα N. 11.45

    οἱ μὲν πάλαι ῥίμφα παιδείους ἐτόξευον μελιγάρυας ὕμνους · ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής τω τότ' ἦν I. 2.6

    ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος· ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφανας I. 4.2

    δαπάνᾳ χαῖρον ἵππων. τῶν ἀπειράτων γὰρ ἄγνωτοι σιωπαί I. 4.30

    προφρόνων Μοισᾶν τύχομεν, κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ. τόλμα γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ I. 4.45

    ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς· Φυλακίδᾳ γὰρ ἧλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τε κώμων I. 6.57

    κώμαζ' ἔπειτεν Στρεψιάδᾳ· φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου I. 7.21

    ἄλοχον

    εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν. ἔρως γὰρ ἔχεν I. 8.29

    τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει· ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ καλῶν δάμασεν I. 8.70

    ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ. ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων Pae. 6.7

    ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντ' εὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ. θύεται γὰρ ἀγλαᾶς ὑπὲρ Πανελλάδος Pae. 6.62

    πιστὰ δ Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν ἐσλοῖς τε γονεῦσιν ἀμφὶ προξενίαισι. τίμαθεν γὰρ (Wil.: τιμαθέντας Π.) Παρθ. 2.. ἀσκὸς δ' οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις. πέλλαι γὰρ ξύλιναι πίθοι τε πλῆσθεν *fr. 104b. 5.* πρέπει δ' ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι. τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει fr. 121. 3.
    b gives an explanation of what precedes. αἴτει πανδόκῳ ἄλσει σκιαρόν τε φύτευμα. ἤδη γὰρ αὐτῷ ἀντέφλεξε Μήνα i. e. for by now all else was ready O. 3.19

    νίσεται σὺν παισὶ Λήδας. τοῖς γὰρ ἐπέτρεπεν ἀγῶνα νέμειν O. 3.36

    ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων. κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται O. 6.25

    ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα τὸν Εὐάδνα τέκοι· Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49

    ἄγνωμον δὲ τὸ μὴ προμαθεῖν. κουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες O. 8.61

    χαρίτων νέμομαι κᾶπον· κεῖναι γὰρ ὤπασαν τὰ τέρπν O. 9.28

    ἄνευ δὲ θεοῦ, σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον. ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι i. e. since we are gifted in different directions O. 9.104

    τὰν ὀλβίαν Κόρινθον. ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει O. 13.6

    ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα. γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3

    ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον. ἕκαθεν γὰρ ἐπελθὼν ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος O. 10.7

    May my poetry be effective.

    Μοίσαις γὰρ ἀγλαοθρόνοις ἑκὼν Ὀλιγαιθίδαισίν τ' ἔβαν ἐπίκουρος O. 13.96

    τόνδε κῶμον ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα. Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ ἀείδων ἔμολον O. 14.17

    καιρὸν εἰ φθέγ-

    ξαιο, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων. ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας P. 1.82

    With the help of Artemis he mastered his horses.

    ἐπὶ γὰρ ἰοχέαιρα παρθένος χερὶ διδύμᾳ τίθησι κόσμον P. 2.9

    νεφέλᾳ παρελέξατο ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων. εἶδος γὰρ ὑπεροχωτάτᾳ πρέπεν Οὐρανιᾶν θυγατέρι Κρόνου P. 2.38

    αἷμά οἱ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον· τότε γὰρ μεγάλας ἐξανίστανται ΛακεδαίμονοςP. 4.48

    Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ· μετὰ γὰρ κεῖνο πλευσάντων Μινυᾶν θεόπομποί σφισιν τιμαὶ φύτευθεν P. 4.68

    οὐ πρέπει νῷν χαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιν μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασθαι. μῆλά τε γάρ τοι ἐγὼ καὶ βοῶν ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημP. 4.148 κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν. δίδυμαι γὰρ ἔσανP. 4.209

    ἀκηράτοις ἁνίαις. κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν P. 5.34

    ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ· ἐν τεσσαράκοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις ὅλον δίφρον κομίξαις P. 5.49

    Ἡσυχία, τιμὰν Ἀριστομένει δέκευ. τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι P. 8.6

    τὸ δὲ οἴκοθεν ἀντία πράξει. μόνος γὰρ ἐκ Δαναῶν στρατοῦ θανόντος ὀστέα λέξαις υἱοῦP. 8.52 θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω, λτ;γτ;έναρκες, ὑμετέραις τύχαις. εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ, πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ but ultimately it is god who is responsible for good fortune P. 8.73

    Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα· γεύεται γὰρ ἀέθλων P. 10.7

    κώπαν σχάσον. ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.53

    χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ. πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26

    I had rather be generous to my friends than miserly. κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν (but cf. Σ: ἐλπίδος ποτὲ διαπεσὼν τῆς ἴσης τύχοι ἂν ἀμοιβῆς) N. 1.32

    κτείνοντ' ἐλάφους ἄνευ κυνῶν δολίων θ ἑρκέων. ποσσὶ γὰρ κράτεσκε N. 3.52

    τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν· πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31

    ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων πατροπάτορος ὁμαιμίοις. κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν N. 6.17

    εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης. πόλιν γὰρ φιλόμολπον οἰκεῖ N. 7.9

    εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε· ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.12

    βασιλῆα δὲ θεῶν πρέπει δάπεδον ἂν τόδε γαρυέμεν ἡμέρᾳ ὀπί. λέγοντι γὰρ Αἰακόν μιν φυτεῦσαι N. 7.84

    λευκανθέα σώμασι πίαναν καπνόν· ἑπτὰ γὰρ δαίσαντο πυραὶ νεογυίους φῶτας N. 9.24

    ἴστω λαχὼν ὄλβον. εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος, οὐκ ἔστι πρόσωθεν N. 9.46

    ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων. νικαφορίαις γὰρ ὅσαιςἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησενN. 10.41

    ἴδεν Λυγκεὺς δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους. κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα N. 10.62

    οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων. οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται, εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.33

    ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων. ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν I. 4.23

    ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων. τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ I. 4.33

    Homer has perpetuated the fame of Aias.

    τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴτῃ τι I. 4.40

    We sing the praise of the victorious sons of Lampon.

    εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς, ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.10

    τιμὰ δ' ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται. ἴστω γὰρ σαφὲς ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων I. 7.27

    τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν. δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14

    ἐπέων δὲ καρπὸς οὐ κατέφθινε· φαντὶ γὰρ ξύν' ἀλέγειν καὶ γάμον Θέτιος ἄνακτας I. 8.46

    ἔλαθεν οὐδὲ τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον· ὤμοσε [γὰρ θ]εὸς (supp. Housman) Πα.. 112. ἐπεύχομαι εὐμαχανίαν διδόμεν. τυφλα[ὶ γὰρ] ἀνδρῶν φρένες, ὅστις ἄνευθ' Ἐλικωνιάδων ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν Πα. 7 B. 18. Δαμαίνας παῖ, ἁγέο. τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ Παρθ. 2. 67. The soul survives the body. τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.
    c introduces narrative in elaboration of what precedes.—

    δέξαιτόνδε κῶμον. ψαύμιος γὰρ ἵκει ὀχέων, ὅς O. 4.10

    ἔμαθε δὲ σαφές· εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις γλυκὺν ἑλὼν βίοτον, μακρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον P. 2.25

    ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος. ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου P. 3.25

    φαμὶ διδασκαλίαν Χίρωνος οἴσειν. ἀντρόθε γὰρ νέομαιP. 4.102δύνασαι δ' ἀφελεῖν μᾶνιν χθονίων. κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι ΦρίξοςP. 4.159

    σπέρμ' ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες· τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν P. 4.256

    ἐπέγνω μὲν Κυράνα δικαιᾶν Δαμοφίλου πραπίδων. κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος P. 4.281

    ἔχοντι τὰν ( Κυράναν sc.)

    χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι. σὺν Ἑλένᾳ γὰρ μόλον P. 5.83

    Ἀντίλοχος ἀναμείναις Μέμνονα. Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα P. 6.32

    ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ. παλαισμάτεσσι γὰρ ἰχνεύων ματραδελφεοὺς P. 8.35

    ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι ὠκύτατον γάμον. ἔστασεν γὰρ P. 9.114

    τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος. εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν, οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε N. 7.24

    πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν· ἀβοατὶ γὰρ ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον N. 8.9

    ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν. φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτὲ N. 9.13

    φθιμένου Κάστορος ἐν πολέμῳ. τὸν γὰρ Ἴδας ἔτρωσεν N. 10.60

    καὶ πάθον δεινὸν παλάμαις Ἀφαρητίδαι Διός· αὐτίκα γὰρ

    ἦλθε Λήδας παῖς N. 10.65

    ἐθέλω ἢ Καστορείῳ ἢ Ἰολάοἰ ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ. κεῖνοι γὰρ ἡρώων διφρηλάται Λακεδαίμονι καὶ Θήβαις ἐτέκνωθεν κράτιστοι I. 1.17

    ἤρχετο μόροιο κάρυξ. ἦν γάρ τι παλαίφατον[ fr. 140a. 69 (43) introducing argument, proof, example: It is easy for a poet to praise a man for his labours.

    μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκὺς. ὃς δ ἀμφ ἀέθλοις ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται I. 1.47

    You Graces are a source of pleasure to men.

    οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας O. 14.8

    μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται. κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν N. 8.26

    cf. N. 7.24
    d after a verb of announcing or simm.

    κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν. νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν O. 10.13

    Χάριτες, κλῦτ' ἐπεὶ εὔχομαι· σὺν γὰρ ὑμῖν O. 14.5

    κέκλυτε. φαμὶ γὰρP. 4.14 ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ. τίς γὰρ ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας; P. 4.70

    γνῶθι νῦν τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν. εἰ γὰρ P. 4.263

    ἀκούσατ. ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἤ Χαρίτων ἀναπολίζομεν P. 6.1

    εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις. ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου I. 6.60

    e introduces an explanation of particular words.

    Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον, Αἰγίνας ἕκατι. φίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν ξένιον ἄστυ κατέδρακεν N. 4.22

    ἄπιστον ἔειπ (= ἔειπα).

    αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν N. 9.33

    ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα. θνᾴσκομεν γὰρ ὁμῶς ἅπαντες. δαίμων δ' ἄισος I. 7.42

    οὐ κό]ρῳ ἀλλ' ἀρετᾷ. [ γ]ὰρ ἁρπαζομένων τεθνάμεν [[βρεϝεμαξρ] χρη]μάτων ἢ κακὸν ἔμμεναι (supp. Lobel) fr. 169. 16.
    f introduces an explanation of something not directly expressed. στρατὸν ἀκρόσοφόν τε καὶ αἰχματὰν ἀφίξεσθαι· τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος i. e. they are unable to behave in another way for... O. 11.19 Χαρίτων μή με λίποι καθαρὸν φέγγος. Αἰγίνᾳ τε γάρ φαμι πόλιν τάνδ' εὐκλείξαι i. e. they did not leave me in the past for... P. 9.90 Zeus buried Amphiareus before Periklymenos struck him from behind. (He was in full flight.)

    ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27

    His parents' lackof ambition prevented Aristagoras competing in Ol. and Pyth. games. (I would have let him.)

    ναὶ μὰ γὰρ ὅρκον κάλλιον ἂνδηριώντωνἐνόστησ' ἀντιπάλων N. 11.24

    They won in different events. (but not in the pentathlon)

    οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον I. 1.26

    χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν. (Melissos had to use all means possible.)

    οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν I. 4.49

    esp. after voc., Ζεῦ· τεαὶ γὰρ ὧραι i. e. on you I call O. 4.1 cf. O. 12.3, O. 14.5

    Φοῖβε, ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν, ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι P. 1.41

    Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγών N. 3.65

    g introduces explanation in parenthesis.

    ἀλλ' ὅμως, κρέσσον γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος, μὴ παρίει καλά P. 1.85

    ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286

    ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν, μακροτέρας γὰρ ἀριθμῆσαι σχολᾶς, ὅν τε N. 10.46

    Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα N. 11.34

    h introduces the answer to a preceding question.

    τί μάλα τοῦτο κερδαλέον τελέθει; ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι P. 2.79

    cf. O. 6.8

    ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον Ἑλλάδι πυθέσθαι; πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἑρεχθέος ἀστῶν P. 7.9

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοὶ ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει fr. 61. 3.
    i introducing a question, progressive. τίς γὰρ ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα ἐπέθηκ; O. 13.20 cf. P. 4.70
    k fragg. ἐπικράνοισι γὰρ fr. 6b. d. ἀριστεύοντα γὰρ ἐν fr. 6b. e. ἦν γὰρ τὸ πάροιθε fr. 33d. 1.

    τῶν γὰρ ἀντομένων[ Pae. 2.42

    ]γὰρ ἐπῆν πόνος[ Pae. 8.88

    ]σοφίᾳ γὰρ Pae. 14.40

    ]α μὲν γὰρ εὔχομαι Pae. 16.3

    ]ἔσσεται γὰρ ἁδυ[ Pae. 21.13

    ἀιὼν γὰρ Pae. 22.8

    ]γὰρ εὔχομαι. Δ. 1. 1. ]θαμὰ γὰρ οἰκόθεν[ Δ. 4h. 11. τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι Παρθ. 1. 2. ]ι γὰρ ὁ [Λοξ]ίας Παρθ. 2. 3. προβάτων γὰρ *fr. 104b. 1. νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις fr. 105b. 1. πάντων γὰρ fr. 140a. 54 (28). ] γάρ σε fr. 140a. 60 (34). κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι fr. 143. 1. ὁ γὰρ ἔπαινος *fr. 181* ]εν γὰρ, Ἄπολλον[ fr. 215. 8. νικώμενοι γὰρ (v. l. δέ) fr. 229. ] οντι γὰρ ανα[ ?fr. 333a. 15. ] εὔφρων γὰρ[ P. Oxy. 1792. fr. 41. οὐ γὰρ εικ[ P. Oxy. 2442. fr. 68.
    2 εἰ γάρ if only, introducing wish. — “εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε, αἷμά οἱ κείναν λάβε ἄπειρονP. 4.43 with apodosis suppressed.

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι P. 1.46

    εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα N. 7.98

    3 combined with other particles.
    a καὶ γάρ, καὶ γάρ.
    I for the fact is, emphasising the explanation.

    ταχέες ἔβαν· καὶ γὰρ ἑκὼν θυμῷ γελανεῖ θᾶσσον ἔντυνεν βασιλεὺς ἀνέμων P. 4.181

    ἔλπομαι δ' τὸν Ἱπποκλέαν θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα. καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἕρωτες ἔκνιξαν φρένας P. 10.59

    καί τινα φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ· καὶ γὰρ βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν N. 1.67

    ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν. καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν I. 2.30

    νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων. καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι διὰ τεάν, ὤνασσα, τιμὰν θαυμασταὶ πέλονται I. 5.4

    ἀνορέας ἐπέτρεψας ἕκατι

    σαόφρονος. καὶ γὰρ ὁ πόντιος Ὀρς[ιτ]ρίαινά νιν περίαλλα βροτῶν τίεν Pae. 9.47

    καὶ γὰρ:

    καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48

    II where the καί goes closely with what follows, and is emphatic, also, even.καὶ γὰρ σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν, ἔτραπε μείλιχος ὀργὰP. 9.42

    καὶ γὰρ αὐτά, ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς, ὅμως ἄμυνεν ὕβριν κνωδάλων N. 1.50

    καὶ γὰρ ἐν ἀγαθέᾳ χεῖρας ἱμάντι δεθεὶς Πυθῶνι κράτησεν Καλλίας N. 6.34

    καὶ γάρ:

    καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς ἐρέω ταύταν χάριν O. 8.56

    γ. introduces example, yes and, and further

    καὶ γὰρ Ἀλκμήνας O. 7.27

    καὶ γὰρ βιατὰς Ἄρης P. 1.10

    μὴ φθόνει κόμπον τὸν ἐοικότ' ἀοιδᾷ κιρνάμεν ἀντὶ πόνων. καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδαναν I. 5.26

    b introducing double reason.
    I

    τε γὰρ δέ. κακολόγοι δὲ πολῖται· ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον· ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει P. 11.29

    II

    μὲν γὰρ δέ. Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο, Πυθῶνι δ O. 2.48

    τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν τὸ δ' ματρόθεν O. 7.23

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.25

    cf. frag. Pae. 16.3
    III

    μὲν γὰρ ἀλλά. ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι. ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.272

    c γὰρ ὦν, looking to what follows, of course, but then

    ἐσσὶ γὰρ ὦν σοφός· οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν I. 2.12

    d γάρ τοι emphasising general validity of the reason.

    τὶν δὲ μοῖρ' εὐδαιμονίας ἕπεται. λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται ὁ μέγας πότμος P. 3.85

    I pray to Aiakos as I make this offering to the victors.

    σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17

    Lexicon to Pindar > γάρ

  • 14 ἕλκος

    ἕλκος (ἕλκεος, -ει, -ος; -έων, -εα.)
    1 wound, sore

    ἕλκει τειρόμενον Ποίαντος υἱὸν P. 1.52

    ὅσσοι μόλον αὐτοφύτων ἑλκέων ξυνάονες P. 3.48

    τρωμὰν ἕλκεος ἀμφιπολεῖν P. 4.271

    ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν N. 8.29

    πολλὰ δ' ἕλκἐ ἔμβαλλε fr. 111. 2. met.

    στάθμας δέ τινος ἑλκόμενοι περισσᾶς ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ P. 2.91

    Lexicon to Pindar > ἕλκος

  • 15 ἕλκω

    ἕλκω (ἕλκω; -ειν: aor. ἑλκᾰσαι: med. ἑλκόμενον, -οι: pass. ἕλκομαι.)
    1
    c met., from wrestling. v. Gardiner, J. H. S. 1905, 28. = βιάζεσθαι (cf. Headlam-Knox on Herondas, 2. 71.)

    οἷον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι ῥήματα πλέκων ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν N. 4.94

    τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ ἀτρόποισι Νεοπτόλεμον ἑλκύσαι ἔπεσι N. 7.103

    2 med.,
    a c. acc. draw (a sword) ] ἐπὶ Θήβας ξίφος ἑλκόμενον[ (sc. Ἔργινον: e Σ supp. Lobel, ἀντὶ στρατεύσαντι· τὸ γὰρ ἑλκόμενον ἀντὶ ἑλκ[υς]άμενον [εἴρηται]) Pae. 8.104
    b c. gen. pull upon στάθμας δέ τινος ἑλκόμενοι περισσᾶς ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν (σταθμώμενοι, φησί, πολλὰ καὶ περιγράφοντες μέγαλα τινὰ μέλλοντα ἔσεσθαι αὐτοῖς. Σ: τινες pro τινος coni. Stone, Schadewaldt) P. 2.90

    Lexicon to Pindar > ἕλκω

  • 16 ἐμπάγνυμι

    1 fix in

    ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ P. 2.91

    Lexicon to Pindar > ἐμπάγνυμι

  • 17 ἑός

    ἑός (ἑοῖο, ἑῷ, ἑόν; ἑῶν: ἑᾶς, ἑᾷ, ἑάν; ἑαῖς: ἑόν acc.)
    1 his, her, their own (suus), referring to subject of sentence or clause, but v. P. 9.105 (cf. ὅς.)

    αἰτέων λαοτρόφον τιμάν τιν' ἑᾷ κεφαλᾷ O. 6.60

    κᾶδός τε τιμάσαις ἑόν ( νέον coni. Bergk) O. 7.5 ἐκέλευσεν νεῦσαι, μιν (= Ῥόδον) —

    ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι O. 7.67

    ἴδε βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν O. 10.38

    ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον P. 2.41

    ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ P. 2.91

    κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι ΦρίξοςP. 4.159

    μή τινα τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰῶνα πέσσοντ, ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις P. 4.187

    ἑὸν ἐρημώσαισα χῶρον (sc. δρῦς) P. 4.269

    τὸν δὲ Κένταυρος ζαμενὴς μῆτιν ἑὰν εὐθὺς ἀμείβετο P. 9.38

    ἐμὲ δ' οὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων (Mosch. met. gr.: τεῶν codd., unde καὶ τεῶν δόξαν παλαιὰν προγόνων coni. Bergk) P. 9.105

    δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας N. 1.45

    ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων N. 6.15

    [ἑᾷ coni. Hermann: ἐμᾷ codd.,

    Σ. N. 7.85

    ] τίς ἄρ' ἐσλὸν Τήλεφον τρῶσεν ἑῷ δορὶ; I. 5.42

    ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων I. 6.69

    ἄλοχον εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν I. 8.29

    τέρας δ' ἑὸν εἶπέν σφι i. e. that had happened to him

    Πα.. 3. ἑάν τ' ἔφανεν φυάν Pae. 20.12

    πρό]θυρον ἑόν Πα. 22. 16. ἑ]άν (cf. v. 20 ubi ἑάν del. Snell: ἑ]άν e Σ G-H supp.) Δ. 1. 3. ]πατρὸς ἑοῖο[ ?fr. 335. 8.

    Lexicon to Pindar > ἑός

  • 18 καρδία

    καρδία (cf. κραδία: καρδίᾳ, -ίαν; -ίαις.)
    1 heart

    ἐνέπεξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ P. 2.91

    fig., of the feelings:

    καρδίᾳ γελανεῖ ἀκαμαντόποδός τ' ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα O. 5.2

    πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ O. 13.16

    βιατὰς Ἄρης ἰαίνει καρδίαν κώματ P. 1.11

    ἔστασαν ὀρθὰν καρδίαν P. 3.96

    ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ P. 8.9

    θρασείᾳ δὲ πνέων καρδίᾳ μόλεν P. 10.44

    οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ προσφέρων τόλμαν παραιτεῖται χάριν N. 10.30

    τις ταρβεῖ προσιόντα νιν καρδίᾳ περισσῶς fr. 110. ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί fr. 123. 5. γλυκεῖά οἱ καρδίαν ἀτάλλοισα γηροτρόφος συναορεῖ Ἐλπίς fr. 214. 1. πάρος μέλαιναν καρδίαν ἐστυφέλιξεν (sc. θεός) fr. 225.

    Lexicon to Pindar > καρδία

  • 19 Μολίονες

    Μολῑονες Eurytos and Kteatos, sons of Poseidon slain by Herakles at Kleonai (v. Wil., 514ff.) πρόσθε ποτὲ Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ (= Ἡρακλεῖ)
    1

    στρατὸν Μολίονες ὑπερφίαλοι O. 10.34

    Lexicon to Pindar > Μολίονες

  • 20 νώνυμνος

    1 nameless καὶ πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο. πρόσθε γὰρ νώνυμνος βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (byz.: νώνυμος, νώνυμον codd.: νώνυμνον Turyn) O. 10.51

    Lexicon to Pindar > νώνυμνος

См. также в других словарях:

  • πρόσθε — Α επίρρ. βλ. πρόσθεν …   Dictionary of Greek

  • πρόσθε — πρόσθεν before ionic (poetic indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσθεν — και δωρ. και αιολ. τ. πρόσθα και δωρ. τ. πρόθεν, πρόθθα και πρόστα Α Α (ως πρόθ. με γενική) Ι. τοπ. 1. μπροστά από κάποιον ή από κάτι (α. «νῆσος... πρόσθε Σαλαμῑνος τόπων», Αισχύλ.) β. «στῆ δὲ πρόσθ αὐτοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. για κάποιον ή για κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • εξαιτώ — (AM ἐξαιτῶ, έω) μέσ. ἐξαιτοῡμαι ζητώ παρακλητικά να μού δοθεί κάτι («δὸς πᾱσιν ἡμῑν ὥσπερ ἐξαιτούμεθα», Σοφ.) αρχ. 1. ζητώ ή απαιτώ κάτι 2. ζητώ σε γάμο 3. αξιώνω την παράδοση κάποιου, κυρίως δούλου, για βασανισμό ή ανάκριση με βασανιστήρια… …   Dictionary of Greek

  • ιάπτω — ἰάπτω (Α) 1. ρίχνω εναντίον, εκσφενδονίζω («τόξοις ἰάπτειν μητέτ εἰς ἡμᾱς βέλη», Αισχύλ.) 2. πλήττω, χτυπώ («πρόσθε πυλᾱν κεφαλὰν ἰάψειν» μπροστά στις πύλες θα χτυπήσει το κεφάλι του, Αισχύλ.) 3. (για όπλο) τραυματίζω, διατρυπώ 4. βλάπτω, ζημιώνω …   Dictionary of Greek

  • καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… …   Dictionary of Greek

  • μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… …   Dictionary of Greek

  • οδυνηρός — ή, ό (ΑΜ ὀδυνηρός, ά, όν, Α δωρ. τ. ὀδυναρός, ά, όν) αυτός που προκαλεί ή που επιφέρει οδύνη, ο επώδυνος (α. «οδυνηρός χωρισμός» β. «περισσᾱς ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρον ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ», Πίνδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οδυνηρός (εντομ.) γένος… …   Dictionary of Greek

  • πτύγμα — ατος, τὸ, Α [πτύσσω] 1. ο σχηματισμός πτυχής, το να διπλώνεται κάτι («πρόσθε δὲ οἱ πέπλοιοι φαεινοῡ πτῡγμα κάλυψεν», Ομ. Ιλ.) 2. πτυχή, ρυτίδα τού δέρματος 3. τεμάχιο λινού υφάσματος για έμφραξη πληγής, γάζα 4. είδος επιδέσμου …   Dictionary of Greek

  • ταχύς — εία, ύ / ταχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, συγκριτ. ταχύτερος, η, ο, υπερθ. ταχύτατος, η, ο και τάχιστος, η, ο, Ν, και συγκριτ. ταχύτερος, έρα, ον και ταχίων, τάχιον, και θάσσον, θᾱσσον, και υπερθ. ταχύτατος, άτη, ον και τάχιστος, ίστη, ον, ΜΑ, και αττ. τ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»