Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

παρέργῳ

См. также в других словарях:

  • παρέργῳ — πάρεργον beside the main subject neut dat sg πάρεργος beside the main subject masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέργωι — παρέργῳ , πάρεργον beside the main subject neut dat sg παρέργῳ , πάρεργος beside the main subject masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρεργος — η, ο / πάρεργος, ον, ΝΑ 1. αυτός που γίνεται εκτός από το κύριο έργο και δεν είναι τόσο σημαντικός όσο αυτό, επουσιώδης, δευτερεύων, παραπανήσιος 2. το ουδ. ως ουσ. το πάρεργο επουσιώδης ασχολία, δευτερεύουσα απασχόληση (α. «τό έχω ως πάρεργο» β …   Dictionary of Greek

  • καταχρώμαι — (AM καταχρῶμαι, άομαι, Α και καταχρέομαι) 1. κάνω μεγάλη χρήση ενός πράγματος, χρησιμοποιώ κάτι πάρα πολύ («καταχρῆται ἡ φύσις ἐν παρέργῳ τῇ... ἀναπνοῇ πρὸς τὴν ὄσφρησιν», Αριστοτ.) 2. κάνω κακή ή υπέρμετρη χρήση ενός πράγματος, κάνω κατάχρηση (α …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»