Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πάρεργος

См. также в других словарях:

  • πάρεργος — beside the main subject masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρεργος — η, ο / πάρεργος, ον, ΝΑ 1. αυτός που γίνεται εκτός από το κύριο έργο και δεν είναι τόσο σημαντικός όσο αυτό, επουσιώδης, δευτερεύων, παραπανήσιος 2. το ουδ. ως ουσ. το πάρεργο επουσιώδης ασχολία, δευτερεύουσα απασχόληση (α. «τό έχω ως πάρεργο» β …   Dictionary of Greek

  • πάρεργος — η, ο αυτός που είναι έξω από το κύριο έργο, η λιγότερο σημαντική απασχόληση: Το νοικοκυριό το έχει για πάρεργο, γιατί όλη τη μέρα πηγαίνει σε επισκέψεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρεργότατα — πάρεργος beside the main subject adverbial superl πάρεργος beside the main subject neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • παρεργοτέρας — παρεργοτέρᾱς , πάρεργος beside the main subject fem acc comp pl παρεργοτέρᾱς , πάρεργος beside the main subject fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέργως — πάρεργον beside the main subject indeclform (adverb) πάρεργος beside the main subject adverbial πάρεργος beside the main subject masc/fem acc pl (doric) παρέργως indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρεργ' — πάρεργα , πάρεργον beside the main subject neut nom/voc/acc pl πάρεργα , πάρεργος beside the main subject neut nom/voc/acc pl πάρεργε , πάρεργος beside the main subject masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρεργον — beside the main subject neut nom/voc/acc sg πάρεργος beside the main subject masc/fem acc sg πάρεργος beside the main subject neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • бездельный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  прил. греч. πάρεργος бессильный, слабый; (ἄπρακτος)… …   Словарь церковнославянского языка

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»