-
1 ηυγενής
-
2 ἠυγενής
-
3 εὐγενής
A well-born, A.Pers. 704 (troch.), S.OC 728, etc.; ; τὸ μὲν ἐστίχθαι εὐγενὲς κέκριται being tattooed is esteemed a mark of nobility, Hdt. 5.6.2 in Trag. etc. with the connotation noble-minded, generous (more prop. γενναῖος, cf. Arist.Rh. 1390b22), S.Ant.38, Ph. 874, etc.; διαφέρει φύσις γενναίου σκύλακος.. νεανίσκου εὐ. Pl.R. 375a.3 of animals, high-bred,ἵππος Thgn.184
, S.El.25; ;ὄρνιθες Plb.1.58.7
; of plants, of a good sort, Ael.VH2.14;ῥόαι Eriph. 2.11
;πυροί Gal.11.120
;βλαστοί Gp.5.37.2
: so in [comp] Comp., Eub.44;φλέβες καὶ ἶνες Thphr. HP 5.1.7
(s.v.l., cf. εὐτενής); χαλκός S.Fr. 864
(v.l.): metaph., of a wife,ὥσπερ εὐγενῆ χώραν ἐντεκνώσασθαι παρασχεῖν Plu.Cat.Mi.25
.4 of outward form, noble, δέρη, πρόσωπον, E. Hel. 136, Med. 1072; of style,τὸ εὐ. τῆς λέξεως Ael.
NA Epil.;εὐ. ῥυθμοί D.H.Comp.18
.II Adv. - νῶς nobly, bravely,κατθανοῦμεν E.Cyc. 201
, cf. Tr. 727;εὐτυχεῖν Plu.2.7f
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐγενής
См. также в других словарях:
ἠυγενής — εὐγενής well born masc/fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευγενής — ές (ΑΜ εὐγενής, ές, Α εὐηγενής, ὲς και ἠϋγενής, ές) 1. αυτός που κατάγεται από καλή, αρχοντική γενιά 2. (για ζώα) αυτός που προέρχεται από καλή ράτσα («εὐγενὴς λέων», Αισχύλ.) 3. (για φυτά) εκλεκτής ποιότητας («εὐγενεῑς κλάδοι», Αιλ.) 4. φρ.… … Dictionary of Greek
ηϋγένειος — ἠυγένειος και ἠυγενής, ές (Α) επικ. τ. αντί εὐγένειος, εὐγενής … Dictionary of Greek