Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

χαλινόν

См. также в других словарях:

  • χαλινόν — χαλῑνόν , χαλινός bit masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλινός — ο, ΝΜΑ, και ετερκλ. τ. πληθ. χαλινά, τα, ΝΑ, και αιολ. τ. χάλιννος Α 1. τμήμα τής ιπποσκευής τοποθετούμενο στο κεφάλι τού αλόγου ή άλλου υποζυγίου, το οποίο αποτελείται από τις στομίδες, δηλαδή το υποστόμιο τής παραχαλινίδας και την στομίδα… …   Dictionary of Greek

  • бръзда — БРЪЗД|А (13), Ы с. Узда, вожжи: Исакыи ст҃ыи мнихъ, имъ за броздоу ц(с)рва конѩ (τοῦ χαλινοῦ) ГА XIII XIV, 235г; за бразды похытивъ влечаше осла. Пр 1383, 5в; бръзды же въ оуста ѥго [Кирилла] вложьше. зане не мощи ѥму ѡ(т) старости ходити. Там же …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • наложити — НАЛОЖ|ИТИ (50), ОУ, ИТЬ гл. 1.Положить на кого л., что л.: и всѧ брати˫а рекше ами(н). сѧдѹ(т) и на неже игѹменъ брашьно рѹкѹ наложить. тъгда и прочии вьси ˫асти начьнѹ(т) УСт ХII/XIII, 198 об.; наложи ми десницю свою и бл҃гослови мѧ СбЧуд XIV,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ARGO — navis in qua Iason cum 54. Heroibus Thessalis Colchos navigavit. Denominis ratione variant Ecymologi. Sententiae eorum ad sex classes revocari possunt. Primo Nonnullis dicta videtur ab Architecti, cuius nomen Argos: de quo Val. Flacc. l. 1. v. 93 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακεστήρ — ἀκεστὴρ ( ῆρος), ο (Α) 1. θεραπευτής, γιατρός 2. αυτός που καταπραΰνει, που δαμάζει «ἀκεστήρα χαλινὸν» (Σοφ. Οιδ. Κολ. 714). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστήριον, ἀκεστήριος, ἀκεστρίς] …   Dictionary of Greek

  • διαπτύω — (Α) [πτύω] 1. φτύνω κάποιον περιφρονητικά, καταπτύω 2. (μτφ. με αιτιατ.) αποστρέφομαι, καταφρονώ 3. (για άλογο) (φρ. «διαπτύω τὸν χαλινόν» δεν δέχομαι το χαλινάρι …   Dictionary of Greek

  • κορυφαίος — Ο επικεφαλής του Χορού στην αρχαία ελληνική τραγωδία, ο οποίος κανόνιζε τις μελωδίες και τον ρυθμό των χορικών ασμάτων. Ονομαζόταν επίσης μέσος αριστερού ή τρίτος αριστερού, επειδή τον Χορό αποτελούσαν πέντε πρόσωπα και εκείνος καθόταν στη μέση,… …   Dictionary of Greek

  • κυβερνητήρ — κυβερνητήρ, ῆρος, δωρ. τ. κυβερνατήρ, ὁ, θηλ. κυβερνήτειρα (Α) [κυβερνώ] 1. αυτός που κυβερνά 2. πηδαλιούχος («οὐ γὰρ Φαιήκεσσι κυβερνητῆρες ἔασιν», Ομ. Οδ.) 3. ως επίθ. αυτός με τον οποίο κυβερνά κάποιος («κυβερνητῆρα χαλινόν», Οππ.) …   Dictionary of Greek

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • προσαναστέλλω — Α 1. ανακόπτω, εμποδίζω επί πλέον («περιλαβὼν ταῑς ἡνίαις τὸν χαλινὸν ἄνευ πληγῆς καὶ σπαραγμοῡ προσανέστειλεν [τὸν ἵππον]», Πλούτ.) 2. διαπλάσσω, σχηματίζω τα ρουθούνια βρέφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναστέλλω «συγκρατώ, αναχαιτίζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»