-
1 νόσους
νόσοςsickness: fem acc pl -
2 νόσος
νόσος, νοῡσος (ἡ: νόσοι, -ων, -ους; νούσῳ, -ον, -ων.)1 illness, affliction ὀξείας δὲ νόσους ἀπαλάλκοι (sc. Ζεύς) O. 8.85Ἀσκλαπιόν, ἥροα παντοδαπᾶν ἀλκτῆρα νούσων P. 3.7
πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους P. 3.46
ἰατῆρα θερμᾶν νόσων P. 3.66
βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ P. 5.63
νόσοι δ' οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ γενεᾷ P. 10.41
Ἰάλεμον ὠμοβόλῳ νούσῳ πεδαθέντα σθένος Θρ. 3. 10. met., ἀλλ' εὔχεται οὐλομέναν νοῦσον διαντλήσαις ποτὲ οἶκον ἰδεῖν (sc. Δαμόφιλος, who suffers the miseries of exile) P. 4.293 -
3 νουσος
νόσος, νοῡσος (ἡ: νόσοι, -ων, -ους; νούσῳ, -ον, -ων.)1 illness, affliction ὀξείας δὲ νόσους ἀπαλάλκοι (sc. Ζεύς) O. 8.85Ἀσκλαπιόν, ἥροα παντοδαπᾶν ἀλκτῆρα νούσων P. 3.7
πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους P. 3.46
ἰατῆρα θερμᾶν νόσων P. 3.66
βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ P. 5.63
νόσοι δ' οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ γενεᾷ P. 10.41
Ἰάλεμον ὠμοβόλῳ νούσῳ πεδαθέντα σθένος Θρ. 3. 10. met., ἀλλ' εὔχεται οὐλομέναν νοῦσον διαντλήσαις ποτὲ οἶκον ἰδεῖν (sc. Δαμόφιλος, who suffers the miseries of exile) P. 4.293 -
4 ἄνθρωπος
aσκιαρόν τε φύτευμα ξυνὸν ἀνθρώποις O. 3.18
ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι ἀναρίθμητοι κρέμανται O. 7.24
ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν καὶ χάρματ ἀνθρώποισι προμαθέος αἰδώς O. 7.44
φαντὶ δ' ἀνθρώπων παλαιαὶ ῥήσιες O. 7.54
παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4
Αἴγιναν ἔνθα ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων O. 8.23
τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν O. 8.53
πολλοὶ δὲ διδακταῖς ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.101
ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλεῖστα χρῆσις O. 11.1
πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10
ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων P. 1.68
μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων P. 1.82
ἐν ἀνθρώποισι P. 3.21
πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους P. 3.46
εἴ τιν' ἀνθρώπων P. 3.86
Νέστορα καὶ Λύκιον Σαρπηδόν, ἀνθρώπων φάτις, —γινώσκομεν P. 3.112
ὄρνιν Κυπρογένεια φέρεν πρῶτον ἀνθρώποισι P. 4.217
ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286
σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος (v. l. ἄνθρωποι) P. 8.96εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28
ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων N. 9.6
ἔνθ' Ἀρείας πόρον ἄνθρωποι καλέοισι N. 9.41
ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι N. 10.20
χαλεπὰ δ' ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων N. 10.72
τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ N. 11.43
μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς I. 1.47
ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.36
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει I. 4.6
ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας I. 4.9
ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων I. 4.37
Θεία, σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων I. 5.3
φ]έρτατος ἀνθρώπων Πα. 13b. 5. ]ἄνθρωπ[ο Pae. 21.18
πρὶν μὲν ἕρπε τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων Δ. 2. 3. ἁνίκ' ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι στηθέων ἔξω fr. 124. 5. ἀν]θρώποις[ Θρ. 4. 9. —I gods. —θεόμοροι νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί O. 3.10
“ ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς αἰδέοντ” P. 9.40Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10
σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17
εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς I. 6.10
εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ fr. 42. 5. ]ἀνθρώπο[ις (supp. Bury) Δ. 2. 3. θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 6.II heroes. ἥροες ἁγνοὶ πρὸς ἀνθρώπων καλέονται fr. 133. 6.III animals.πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις O. 7.63
c a man, anyone καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳνοῆσαι N. 5.18
d woman “ καὶ τίς ἀνθρώπων σε χαμαιγενέων πολιᾶς ἐξανῆκεν γαστρός;” P. 4.98 “ τίς νιν ἀνθρώπων τέκεν;” P. 9.33 -
5 ἀπαλέξω
1 ward off, keep off ὀξείας δὲ νόσους ἀπαλάλκοι (sc. Ζεύς) O. 8.85 -
6 διδάσκω
1 teach Ἀσκλαπιόν· τὸν φαρμάκων δίδαξε ( Χίρων)μαλακόχειρα νόμον N. 3.55
c. inf.καί ῥά μιν πόρε Κενταύρῳ διδάξαι πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους P. 3.45
med., τὸ διδάξασθαι δέ τοι εἰδότι ῥᾴτερον. ἄγνωμον δὲ τὸ μὴ προμαθεῖν to have oneself taught O. 8.59 met., reveal διδάξαμεν χρυσὸν καθαρᾷ βασάνῳ (Hermann: ἐδιδάξαμεν codd.) fr. 122. 16. -
7 ἰάομαι
-
8 ὀξύς
a sharpθρασυμαχάνων τε λεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους N. 4.63
[ ὀξυτάτῳ πελέκει (v. l. ὀξυτόμῳ) P. 4.263]b sharp, sharp-eyedἰδοῖσα δ' ὀξεἶ Ἐρινύς O. 2.41
κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα N. 10.62
c met., keen, acute, intenseὀξείαις αὐγαῖς ἀελίου O. 3.24
ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.70
Αἴτνα, πάνετες χιόνος ὀξείας τιθήνα P. 1.20
of pain, anguish,ὀξείας δὲ νόσους ἀπαλάλκοι O. 8.85
ὅμως δὲ λῦσαι δυνατὸς ὀξεῖαν ἐπιμομφὰν τόκος O. 10.9
ὀξείαισι πάθαις P. 3.97
ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς N. 1.53
ἀπροσίκτων δ' ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι pr. N. 11.48 of mental effort,ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον ὀξείᾳ μελέτᾳ O. 6.37
d piercing of soundἂν κίνδυνον ὀξείας ἀυτᾶς N. 9.35
e swift ὀξυτάτων βελέων ( ὠκυτάτων v. l.) P. 4.213f frag.ὀξύτατον[ Pae. 8.91
-
9 πολυπήμων
-
10 ὦν
1 emphasising duality,aμήτ' ὦν, οὔτ ὦν οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ ὦν φιλόνικος ἄγαν O. 6.19
τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι οὔτ ἰδεῖν εὔχοντο O. 6.52
μήτ' ὦν τινι πῆμα πορών, ἀπαθὴς δ αὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.297
ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ οὐκ ἐθέλει ἄνθος εὐῶδες φέρειν N. 11.39
οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν fr. 220. 2.bαἴτ' ὦν ξεῖνος αἴτ ὦν ἀστός P. 4.78
2 c. μέν, δέ.a μὲν ὦν.I where the emphasis is on the transition to details,ἐμοὶ μὲν ὦν Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκᾷ τρέφει O. 1.111
καί ῥά μιν Μάγνητι φέρων πόρε Κενταύρῳ διδάξαι πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους. τοὺς μὲν ὦν P. 3.47
ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι. τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν P. 3.82
II where μέν is also prospective. ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει. τοὶ μὲν ὦν (revertitur oratio ad ea quae prius dicta erant, Rumpel) I. 4.7III where ὦν empha sises prospective μέν, i. e. accents the duality of the statement.ἀρούραισιν, αἵτ' ἀμειβόμεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν. τόκα δ αὖτ ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν N. 6.10
τοῦτό γέ τοι ἐρέω· καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι. εἰ δέ τις fr. 42. 3.b δ' ὦν, δ οὖν, transitional, introducing a new theme,ἐμὲ δ' ὦν πᾳ θυμὸς ὀτρύνει φάμεν O. 3.38
ἐμὲ δ' οὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος P. 9.103
-
11 δυσάλωτος
A hard to catch or take, ([comp] Comp.); of birds and fish, Arist.HA 615a17, 599b25;ἐρύματα Ph.2.133
.2 hard to conquer, (lyr.);πάθος Luc.Abd.18
([comp] Sup.); immune,τοῖς ἔξωθεν αἰτίοις δ. σῶμα Gal.4.742
;πρὸς νόσους Sor.1.32
([comp] Comp.): c. gen., δ. κακῶν beyond reach of ills, S. OC 1723(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσάλωτος
-
12 εὐεπηρέαστος
εὐεπ-ηρέαστος, ον,A exposed to harm, Arr.Epict.4.1.111 ([comp] Sup.), Vett. Val.49.4;ὑπό τινος Gal.6.124
;πρὸς τὰς νόσους Sor.1.109
; liable to wanton damage, κώμη prob. in SIG888.16 (Thrace, iii A.D., εὐεπεράστῳ lapis).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεπηρέαστος
-
13 θεήλατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεήλατος
-
14 θέω
θέω (A), [dialect] Ep. also [full] θείω, Il.6.507, 10.437 (in [dialect] Att. the syllables εο, εου, εω are not [var] contr.); [dialect] Ep. subj.Aθέῃσι 22.23
; [ per.] 3sg. [tense] impf.ἔθει Od.12.407
and later,ἔθεε Il.1.483
, Hdt.1.43 (and in later Prose, D.S.16.94); [dialect] Ep.θέε Il.20.275
, Hes.Sc. 224; [dialect] Ion. [tense] impf.θέεσκον Il.20.229
: [tense] fut.θεύσομαι 23.623
, Ar.Eq. 485,Av. 205, ([etym.] ὑπο-) Pi.P.2.84, ([etym.] ἀντι-) Hdt. 5.22, ([etym.] μετα-) X.Cyn.6.22;θεύσω Lyc.1119
: [tense] aor. 1 ἔθευσα ([etym.] δι-) Vett.Val.345.35, part.θεύσας IGRom.4.1740
([place name] Cyme):—the other tenses are supplied by τρέχω and Δρέμω : ( θεϝ-, Skt. dhávate):— run, ποσί, πόδεσσι, Od.8.247, Il.23.623;βῆ δὲ θέειν 17.698
; ; ποῖθεῖς; Ar.V. 854; θᾶττον θανάτου θεῖ [ἡ πονηρία] Pl.Ap. 39b;ὁ βραδέως θέων Id.Hp.Mi. 373d
; of horses, Id.Cra. 423a;ἐν Ὀλυμπίᾳ θεόντων ἵππων Id.Lg. 822b
: in part. with another Verb, ἦλθε θέων, ἦλθε θέουσα, came running, Il.6.54, 394, etc.; ἷξε θέων, of a person on ship-board, Od.3.288; θέων Αἴαντα κάλεσσον run and call him, Il.12.343, etc.2 περὶ τρίποδος γὰρ ἔμελλον θεύσεσθαι to run for a tripod, 11.701: metaph. (cf.τρέχω 11.2
), περὶ ψυχῆς θέον Ἕκτορος they were running for Hector's life, 22.161;θ. περὶ ὑμέων αὐτῶν Hdt.8.140
.ά; θ. < τον> περὶ τοῦ παντὸς δρόμον ib.74;περὶ γυναικῶν καὶ παίδων Paus.6.18.3
.3 metaph.,θ. ἐς νόσους Pl.Lg. 691c
;θ. ἐγγύτατα ὀλέθρου Id.R. 417b
;θεῖν παρὰ τὸν ἔσχατον κίνδυνον Plu. Fab.26
.II of other kinds of motion, as,1 of birds,θεύσονται δρόμῳ Ar.Av. 205
.2 of things, run; of ships,ἡ δ' ἔθεεν κατὰ κῦμα Il.1.483
, cf. X.HG6.2.29; of a potter's wheel, Il.18.601; of a rolling stone, 13.141; of a quoit, ῥίμφα θέων ἀπὸ χειρός flying lightly.., Od.8.193.3 metaph.,δύναμις θαυμαστὴ ἐκεῖ θεῖ Plot.2.9.8
, cf. 6.5.11.III of things not actually in motion, [φλὲψ] ἀνὰ νῶτα θέουσα διαμπερές Il.13.547
; ;ἀμφὶ δέ μιν κίβισις θέε Hes.Sc. 224
;γραμμῆς περὶ [σημεῖον] θεούσης Plot.6.5.11
.IV c. acc. loci, run over,τὰ ὄρη X.Cyn.4.6
, cf. 5.17;μέσσα θέων πελάγευς AP7.273
(Leon.), cf. 10.23 (Autom.);πλωτῶν γένος ὑγρὰ θεόντων Opp.H.3.183
.—The simple Verb is used in Trag. only by E. Ion 1217.------------------------------------θέω (B),A shine, gleam,ὀδόντων λευκὰ θεόντων Hes.Sc. 146
( λευκαθεόντων cj. Wackernagel); ὕλῃ χλωρὰ θεούσῃ cj. in Theoc.25.158;ποίην.. χλωρὰ θέουσαν IG14.1389i
i 24; cf. θοός (B), Λευκαθέα, λευκαθίζω. -
15 καταπαύω
A put an end to, stop,κατέπαυσα θεῶν Χόλον Od.4.583
; μηνιθμὸν καταπαυσέμεν ([dialect] Ep. [tense] fut. inf.) Il.16.62; ; νεῖκος κ. Hes.Th.87;τὴν ναυπηγίην Hdt.1.27
; (lyr.); λιγυρὰν γᾶρυν B.l.c.;αἱμορραγίαν Gal.16.777
; bring to a close,τὸν λόγον Plb.2.8.8
;τὸ σύγγραμμα Phld.Po.5.26
; κ. τὸν πρῶτον λόγον εἰς.. conclude the first section and proceed to.., Olymp.in Mete.78.9:— [voice] Med.,πόνους -παυόμενοι E.Hel. 1154
(lyr.):—[voice] Pass., .II c. acc. pers., put an end to, i.e. kill,τάχα κέν σε.. ἔγχος ἐμὸν κατέπαυσε Il.16.618
;σοῦ κ. τὰς πνοάς Ar.Av. 1397
.2 make one stop from a thing, hinder, check,μιν καταπαύσῃ ἀγηνορίης ἀλεγεινῆς Il.22.457
;παῖδας καταπαυέμεν ἀφροσυνάων Od.24.457
; soκ. τινὰ δρόμου Pl.Plt. 294e
: c. part.,κ. ταύτην λαλοῦσαν Men.66.5
: c. acc. only, keep in check, τινα Od.2.244 (cf. 168), Il.15.105.3 depose from power, κ. τινὰ τῆς ἀρχῆς, τῆς βασιληΐης, Hdt.4.1, 6.64;τοὺς τυράννους Id.5.38
, cf. 2.144, 7.105; Μούσας depose them from their honours, cease to worship them, E. HF 685 (lyr.):—[voice] Pass.,τῆς βασιληΐης κατεπαύσθη Hdt. 1.130
, cf. 6.71.b put down,τὴν ἑωυτοῦ ἀρχήν Id.1.86
; τὴν Κύρου δύναμιν ib. 90;δῆμον Th.1.107
;τοὺς τετρακοσίους Id.8.97
;τιμὰς ἐνέρων E.Alc. 31
(anap.).III [voice] Pass. and [voice] Med. ([tense] fut.- πᾰήσομαι PMag.Lond. 121.916
), leave off, cease, Ar.Eq. 1265;λόγος κ. ἐν.. Pl.Phlb. 66c
: c. part., οὐ -παήσεται ἐρχομένη PMag. l.c.IV [voice] Act. used intr. like [voice] Med.,μολπᾶν δ' ἄπο.. καταπαύσας πόσις.. ἔκειτο E.Hec. 918
(lyr., s. v.l.); εὐημερῶν κατάπαυσον rest while you are well off, Com.Adesp. 110.8, cf. LXXGe.8.22, al.; κ. τοῦ πορευθῆναι ib.3 Ki.12.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπαύω
-
16 λάζομαι
λάζομαι, [dialect] Ep., [dialect] Ion., and Megar. for λαμβάνω, used by Hom. only in [dialect] Ep. [ per.] 3sg. [tense] impf. λάζετο ( ἐλάζετο only in Il.5.371), and [ per.] 3pl. opt. λαζοίατο (v. infr.); [dialect] Dor. imper.Aλάσδεο Theoc.8.84
,λάζευ Id.15.21
, Trag.Adesp.381:—[voice] Act., λάζω Achaean acc. to AB1095:—seize, grasp,ἔγχος Il.8.389
; πέτρον, μάστιγα, ἡνία, 16.734, 5.840, al.; λ. τινὰ ἀγκάς take one in her arms, ib. 371; ὀδὰξ λαζοίατο γαῖαν may they bite the dust, 2.418: metaph., πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον he took back, i.e. retracted his speech, 4.357, Od.13.254; also in [dialect] Ion. Prose, πεφυκὸς νόσους λάζεσθαι disposed to take them, Hp.Loc.Hom.1; ὀδύνη λάζεται [τὸν ἐγκέφαλον] pain seizes or attacks it, Id.Morb.2.20.2 receive, λαζόμενος τῶν θυομένων πάντων τὰ δέρματα .. SIG1010.4 ([place name] Chalcedon), cf. 1011.18 (ibid., iii/ii B. C.).II [dialect] Ep., [dialect] Ion., also [full] λάζυμαι,ἐπὶ βουσὶν ἐλάζυτο.. Ἑρμῆν h.Merc. 316
; λάζυται τὴν γονήν grasps it, Hp.Mul.1.10, cf.Aret.SD2.13;φόβος [αὐτὸν] λάζυται Hp.Morb.2.72
, cf. Aret.SD2.12: this form is alone used by Trag. and Com. (exc. in imper. ), , Ba. 503; : c. gen.,λάζυσθε κύλικος Ar.Lys. 209
(also in compds. ἀντι-, ἐπι-, προ-, προς-, qq. v.); [dialect] Boeot. inf. λάδδουσθη (q.v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λάζομαι
-
17 πανακής
A all-healing,π. πάντων φάρμακον ἁ σοφία Call.Epigr.47.4
, cf. Ph.1.455 ([comp] Sup.);ποτάμιον π. πρὸς τὰς τῶν θρεμμάτων νόσους Str.6.3.9
;λύπης πανακές Epicur.Fr. 154
.II πάνακες, ους, τό, all-heal, Ferulago galbanifera, Hp.Mul. 2.201, Thphr.HP9.7.2, etc.; π. Ἀσκληπίειον Aesculapius' all-heal, Echinophora tenuifolia, ib.9.8.7, 9.11.1; π. Ἡράκλειον, = πανάκεια 1.2a, ib.9.11.3, Dsc.3.48; π. Κενταύρειον Centaury, Centaurea salonitana, Plin.HN25.33, Sch.Nic.Th. 564; π. λεπτόφυλλον feverfew, Erythraea Centaurium, Thphr.HP9.11.4; π. Χειρώνειον elecampane, Inula Helenium, ib.9.11.1; also, = Chiron's all-heal, Hypericum olympicum, Nic. Th. 565 (cf. 500), Dsc.3.50, Gal.12.95.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανακής
-
18 ποιέω
ποιέω, [dialect] Dor. [full] ποιϝέω IG4.800 ([place name] Troezen), etc.: [dialect] Ep. [tense] impf.Aποίεον Il. 20.147
; [var] contr.ποίει 18.482
; [dialect] Ion.ποιέεσκον Hdt.1.36
, 4.78: [tense] fut. ποιήσω: [tense] aor. ἐποίησα, [dialect] Ep.ποίησα Il.18.490
: [tense] pf. πεποίηκα:—[voice] Med., [dialect] Ion. [tense] impf.ποιεέσκετο Hdt.7.119
: [tense] fut.ποιήσομαι Il.9.397
: in pass. sense, Hp.Decent.11, Arist.Metaph. 1021a23: [tense] aor. ἐποιησάμην, [dialect] Ep.ποι- Od.5.251
, al.: [tense] pf. πεποίημαι in med. sense, And.4.22, Decr. ap. D. 18.29:—[voice] Pass., [tense] fut. ποιηθήσομαι ([etym.] μετα-) D.23.62, v. supr.;πεποιήσομαι Hp.Mul.1.11
,37: [tense] aor.ἐποιήθην Hdt.2.159
, etc. (used as [voice] Med. only in compd. προς-): [tense] pf.πεποίημαι Il.6.56
, etc.:—[dialect] Att. [full] ποῶ (EM 679.24), etc., is guaranteed by metre in Trag. and Com., as , , , etc., and found in cod. Laur. of S., cod. Rav. of Ar., also IG12.39.6 ([etym.] ποήσω), 82.9 ([etym.] ποεῖ), 154.7 ([etym.] ἐποησάτην), etc.; but ποι- is always written before -οι, -ου, -ω in Inscrr.: πο- also in [dialect] Aeol. ,75, Sapph. Supp.1.9, al., and Arc. ποέντω, = ποιούντων, IG5(2).6.9 (Tegea, iv B.C.); cf. ποιητής.A make, produce, first of something material, as manufactures, works of art, etc. (opp. πράττειν, Pl.Chrm. 163b), in Hom. freq. of building, π. δῶμα, τύμβον, Il.1.608,7.435;εἴδωλον Od.4.796
; π. πύλας ἐν [πύργοις] Il.7.339; of smith's work, π. σάκος ib. 222;ἐν [σάκεϊ] ποίει δαίδαλα πολλά 18.482
, cf. 490, 573: freq. in Inscrr. on works of art, Πολυμήδης ἐποίϝηh' (= ἐποίησε ) (vi B.C., cf. Class.Phil.20.139); (vi/v B.C.), etc.; ἐποίησε Τερψικλῆς ib.3b(Milet., vi B.C.), etc.;τίς.. τὴν λίθον ταύτην τέκτων ἐποίει; Herod.4.22
; εἵματα ἀπὸ ξύλων πεποιημένα made from trees, i.e. of cotton, Hdt.7.65;ναὸν ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἀργυρίου X.An. 5.3.9
;πλοῖα ἐκ τῆς ἀκάνθης ποιεύμενα Hdt.2.96
;καρβάτιναι πεποιημέναι ἐκ βοῶν X.An.4.5.14
: c. gen. materiae,πωρίνου λίθου π. τὸν νηόν Hdt.5.62
;ἔρυμα λίθων λογάδην πεποιημένον Th.4.31
;φοίνικος αἱ θύραι πεποιημέναι X.Cyr.7.5.22
: rarely to be made with.., 1.4; also τῶν τὰ κέρεα.. οἱ πήχεες ποιεῦνται the horns of which are made into the sides of the lyre, Hdt.4.192; also δέρμα εἰς περικεφαλαίας πεποίηται Sch.Patm.D.in BCH1.144:—[voice] Med., make for oneself, as of bees, οἰκία ποιήσωνται build them houses, Il.12.168, cf. 5.735, Od.5.251, 259, Hes.Op. 503; [ῥεῖθρον] π., of a river, Thphr. HP3.1.5; also, have a thing made, get it made,ὀβελούς Hdt.2.135
;στεφάνους οὓς ἐποιησάμην τῷ χορῷ D.21.16
, cf. X.An.5.3.5; τὸν Ἀπόλλω, i.e. a statue of A., Pl.Ep. 361a;αὑτοῦ εἰκόνας Plu. Them.5
, cf. Inscr.Prien.25.9 (iii B.C.?).2 create, bring into existence,γένος ἀνθρώπων χρύσεον Hes.Op. 110
, cf. Th. 161, 579, etc.; the creator,Pl.
Ti. 76c;ἕτερον Φίλιππον ποιήσετε D.4.11
:—[voice] Med., beget,υἱόν And.1.124
;ἔκ τινος Id.4.22
; παῖδας ποιεῖσθαι, = παιδοποιεῖσθαι, X.Cyr.5.3.19, D.57.43; conceive,παιδίον π. ἔκ τινος Pl.Smp. 203b
:—[voice] Act. in this sense only in later Gr., Plu.2.312a; of the woman, παιδίον ποιῆσαι ib.145d.3 generally, produce, ὕδωρ π., of Zeus, Ar.V. 261: impers., ἐὰν πλείω ποιῇ ὕδατα, = ἐὰν ὕη, Thphr.CP1.19.3; π. γάλα, of certain kinds of food, Arist.HA 522b32; ἄρρεν π., of an egg, Ael.VH1.15; μέλι ἄριστον π., of Hymettus, Str.9.1.23; π. καρπόν, of trees, Ev.Matt.3.10 (metaph. in religious sense, ib.8); of men, κριθὰς π. grow barley, Ar. Pax 1322;π. σίτου μεδίμνους D.42.20
; π. πενίαν, πλοῦτον, of the stars, Plot.2.3.1.b Math., make, produce, τομήν, σχῆμα, ὀρθὰς γωνίας, Archim. Sph.Cyl.1.16,38, Con.Sph.12; :—[voice] Pass., πεποιήσθω ὡς.. let it be contrived that.., Archim. Sph.Cyl.2.6.d π. τὸ πρόβλημα effect a solution of the problem, Apollon.Perg.Con.2.49,51; π. τὸ ἐπίταγμα fulfil, satisfy the required condition, Archim.Sph.Cyl.1.2,3.4 after Hom., of Poets, compose, write, π. διθύραμβον, ἔπεα, Hdt.1.23, 4.14;π. θεογονίην Ἕλλησι Id.2.53
; π. Φαίδραν, Σατύρους, Ar.Th. 153, 157; π. κωμῳδίαν, τραγῳδίαν, etc., Pl.Smp. 223d;παλινῳδίαν Isoc.10.64
, Pl.Phdr. 243b, etc.; : abs., write poetry, write as a poet,ὀρθῶς π. Hdt.3.38
;ἐν τοῖσι ἔπεσι π. Id.4.16
, cf. Pl. Ion 534b: folld. by a quotation,ἐπόησάς ποτε.. Ar.Th. 193
; ; , etc.b represent in poetry, , cf. 364c, Smp. 174b; ποιήσας τὸν Ἀχιλλέα λέγοντα having represented Achilles saying, Plu.2.105b, cf. 25d, Pl. Grg. 525d, 525e, Arist.Po. 1453b29.c describe in verse,θεὸν ἐν ἔπεσιν Pl.R. 379a
; ἐποίησα μύθους τοὺς Αἰσώπου put them into verse, Id.Phd. 61b;μῦθον Lycurg.100
.d invent,καινοὺς θεούς Pl.Euthphr.3b
; ὑπὸ ποιητέω τινὸς ποιηθὲν [τοὔνομα] Hdt.3.115;πεποιημένα ὀνόματα Arist.Rh. 1404b29
, cf.Po. 1457b2; opp. αὐτοφυῆ, κύρια, D.H.Is.7, Pomp. 2.II bring about, cause,τελευτήν Od.1.250
;γαλήνην 5.452
;φόβον Il.12.432
;σιωπὴν παρὰ πάντων X.HG6.3.10
;τέρψιν τοῖς θεωμένοις Id.Mem.3.10.8
;αἰσχύνην τῇ πόλει Isoc.7.54
, etc.; also of things,ἄνεμοι αὐτοὶ μὲν οὐχ ὁρῶνται· ἃ δὲ ποιοῦσι φανερά X.Mem.4.3.14
;ταὐτὸν ἐποίει αὐτοῖς νικᾶν τε μαχομένοις καὶ μηδὲ μάχεσθαι Th.7.6
, cf. 2.89.b c. acc. et inf., cause or bring about that..,σε θεοὶ ποίησαν ἱκέσθαι [ἐς] οἶκον Od.23.258
;π. τινὰ κλύειν S.Ph. 926
;π. τινὰ βλέψαι Ar.Pl. 459
, cf. 746;π. τινὰ τριηραρχεῖν Id.Eq. 912
, cf. Av.59; π. τινὰ αἰσχύνεσθαι, κλάειν, ἀπορεῖν, etc., X.Cyr.4.5.48, 2.2.13, Pl.Tht. 149a, etc.: with ὥστε inserted, X.Cyr.3.2.29, Ar.Eq. 351, etc.: folld. by a relat. clause,π. ὅκως ἔσται ἡ Κύπρος ἐλευθέρη Hdt.5.109
, cf. 1.209;ὡς ἂν.. εἰδείην ἐποίουν X.Cyr.6.3.18
:—also [voice] Med., ἐποιήσατο ὡς ἐν ἀσφαλεῖ εἶεν ib.6.1.23.2 procure,π. ἄδειάν τε καὶ κάθοδόν τινι Th.8.76
;ὁ νόμος π. τὴν κληρονομίαν τισί Is.11.1
; λόγος ἀργύριον τῷ λέγοντι π. gets him money, D.10.76:—[voice] Med., procure for oneself, gain,κλέος αὐτῇ ποιεῖτ' Od.2.126
;ἄδειαν Th.6.60
;τιμωρίαν ἀπό τινων Id.1.25
;τὸν βίον ἀπὸ γεωργίας X.Oec.6.11
, cf. Th.1.5.3 of sacrifices, festivals, etc., celebrate,π. ἱρά Hdt.9.19
, cf. 2.49 ([voice] Act. and [voice] Pass.);π. τὴν θυσίαν τῷ Ποσειδῶνι X.HG4.5.1
; π. Ἴσθμια ib.4.5.2;τῇ θεῷ ἑορτὴν δημοτελῆ π. Th.2.15
;παννυχίδα π. Pl.R. 328a
; π. σάββατα observe the Sabbath, LXXEx.31.16; π. ταφάς, of a public funeral, Pl. Mx. 234b;π. ἐπαρήν SIG38.30
(Teos, v B.C.); also of political assemblies,π. ἐκκλησίαν Ar.Eq. 746
, Th.1.139;π. μυστήρια Id.6.28
([voice] Pass.);ξύλλογον σφῶν αὐτῶν Id.1.67
:—[voice] Med.,ἀγορὴν ποιήσατο Il.8.2
;ἢν θυσίην τις ποιῆται Hdt.6.57
(v.l.);δημοσίᾳ ταφὰς ἐποιήσαντο Th.2.34
;π. ἀγῶνα Id.4.91
;π. ἐκκλησίαν τοῖς Γρᾳξὶ περὶ μισθοῦ Ar.Ach. 169
.4 of war and peace, πόλεμον π. cause or give rise to a war,πόλεμον ἡμῖν ἀντ' εἰρήνης πρὸς Αακεδαιμονίους π. Is.11.48
; but π. ποιησόμενοι about to make war (on one's own part), X.An.5.5.24; εἰρήνην π. bring about a peace (for others), Ar. Pax 1199;σπονδὰς π. X.An.4.3.14
;ξυμμαχίαν ποιῆσαι Th.2.29
; but εἰρήνην ποιεῖσθαι make peace (for oneself), And.3.11;σπονδὰς ποιήσασθαι Th.1.28
, etc.:—[voice] Pass.,ἐπεποίητο συμμαχίη Hdt.1.77
, etc.5 freq. in [voice] Med. with Nouns periphr. for the Verb derived from the Noun, μύθου ποιήσασθαι ἐπισχεσίην submit a plea, Od.21.71; ποιέεσθαι ὁδοιπορίην, for ὁδοιπορέειν, Hdt.2.29;π. ὁδόν Id.7.42
, 110, 112, etc.; π. πλόον, for πλέειν, Id.6.95, cf. Antipho 5.21; π. κομιδήν, for κομίζεσθαι, Hdt.6.95; θῶμα π. τὴν ἐργασίην, for θωμάζειν, Id.1.68; ὀργὴν π., for ὀργίζεσθαι, Id.3.25; λήθην π. τι, for λανθάνεσθαί τινος, Id.1.127; βουλὴν π., for βουλεύεσθαι, Id.6.101; συμβολὴν π., for συμβάλλεσθαι, Id.9.45; τὰς μάχας π., for μάχεσθαι, S.El. 302, etc.; καταφυγὴν π., for καταφεύγειν, Antipho 1.4; ἀγῶνα π., for ἀγωνίζεσθαι, Th.2.89; π. λόγον [τινός] make account of.., Hdt.7.156; but τοὺς λόγους π. hold a conference, Th.1.128; also simply for λέγειν, Lys.25.2, cf. Pl.R. 527a, etc.; also π. δι' ἀγγέλου, π. διὰ χρηστηρίων, communicate by a messenger, an oracle, Hdt.6.4, 8.134.III with Adj. as predic., make, render so and so, ποιῆσαί τινα ἄφρονα make one senseless, Od.23.12; [δῶρα] ὄλβια ποιεῖν make them blest, i.e. prosper them, 13.42, cf. Il.12.30;τοὺς Μήδους ἀσθενεῖς π. X.Cyr.1.5.2
, etc.;χρήσιμον ἐξ ἀχρήστου π. Pl.R. 411b
: with a Subst., ποιῆσαι ἀθύρματα make into playthings, Il. 15.363;ποιεῖν τινα βασιλῆα Od.1.387
;ταμίην ἀνέμων 10.21
;γέροντα 16.456
;ἄκοιτίν τινι Il.24.537
;γαμβρὸν ἑόν Hes.Th. 818
; [μύρμηκας] ἄνδρας π. [καὶ] γυναῖκας Id.Fr.76.5
;πολιήτας π. τινάς Hdt.7.156
;Ἀθηναῖον π. τινά Th.2.29
, etc.;π. τινὰ παράδειγμα Isoc.4.39
: hence, appoint, instal,τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρών LXX 1 Ki.12.6
;δώδεκα Ev.Marc.3.14
:—[voice] Med., ποιεῖσθαί τινα ἑταῖρον make him one's friend, Hes. Op. 707, cf. 714; π. τινὰ ἄλοχον or ἄκοιτιν take her to oneself as wife, Il.3.409, 9.397, cf. Od.5.120, etc.; π. τινὰ παῖδα make him one's son, i.e. adopt him as son, Il.9.495, etc.; θετὸν παῖδα π. adopt a son, Hdt. 6.57: without υἱόν, adopt,ἐπειδὴ οὐκ ἦσαν αὐτῷ παῖδες ἄρρενες, π. Λεωκράτη D.41.3
, cf. 39.6,33, 44.25, Pl.Lg. 923c, etc.;π. τινὰ θυγατέρα Hdt.4.180
: generally,ἅπαντας ἢ σῦς ἠὲ λύκους π. Od.10.433
;π. τινὰ πολίτην Isoc.9.54
; ;τὰ κρέα π. εὔτυκα Hdt. 1.119
; τὰ ἔπεα ἀπόρρητα π. making them a secret, Id.9.45, etc.; also ἑωυτοῦ ποιέεται τὸ.. ἔργον makes it his own, Id.1.129; .IV put in a certain place or condition, etc.,ἐμοὶ Ζεὺς.. ἐνὶ φρεσὶν ὧδε νόημα ποίησ' Od.14.274
; ; , cf. 71;ἐν αἰσχύνῃ π. τὴν πόλιν D.18.136
;τὰς ναῦς ἐπὶ τοῦ ξηροῦ π. Th.1.109
;ἔξω κεφαλὴν π. Hdt.5.33
;ἔξω βελῶν τὴν τάξιν π. X.Cyr.4.1.3
;ἐμαυτὸν ὡς πορρωτάτω π. τῶν ὑποψιῶν Isoc.3.37
; of troops, form them,ὡς ἂν κράτιστα.. X.An.5.2.11
, cf. 3.4.21; in politics,ἐς ὀλίγους τὰς ἀρχὰς π. Th.8.53
; and in war, π. Γετταλίαν ὑπὸ Φιλίππῳ bring it under his power, D.18.48;μήτε τοὺς νόμους μήθ' ὑμᾶς αὐτοὺς ἐπὶ τοῖς λέγουσι π. Id.58.61
:—[voice] Med.,ποιέεσθαι ὑπ' ἑωυτῷ Hdt.1.201
, cf.5.103, etc.;ὑπὸ χεῖρα X.Ages.1.22
; π. τινὰς ἐς φυλακήν, τὰ τῶν ξυμμάχων ἐς ἀσφάλειαν, Th.3.3, 8.1;τινὰς ἐς τὸ συμμαχικόν Hdt.9.106
; τὰ λεπτὰ πλοῖα ἐντὸς π. put the small vessels in the middle, Th.2.83, cf. 6.67; π. τινὰ ἐκποδών (v. ἐκποδών); ὄπισθεν π. τὸν ποταμόν X.An. 1.10.9
.2 Math., multiply, π. τὰ ιβ ἐπὶ τὰ έ, τὰ ζ ἐφ' ἑαυτὰ π., Hero Metr.1.8, 2.14.V [voice] Med., deem, consider, reckon a thing as.., συμφορὴν ποιέεσθαί τι take it for a misfortune, Hdt.1.83, 6.61; δεινὸν π. τι esteem it a grievous thing, take it ill, Id.1.127, etc. (rarely in [voice] Act.,δεινὰ π. 2.121
.έ, Th.5.42); μέγα π. c. inf., deem it a great matter that.., Hdt.8.3, cf. 3.42, etc.;μεγάλα π. ὅτι.. Id.1.119
; ἑρμαῖον π. τι count it clear gain, Pl.Grg. 489c;οὐκέτι ἀνασχετὸν π. τι Th.1.118
: freq. with Preps., δι' οὐδενὸς π. deem of no account, S.OC 584; ἐν ἐλαφρῷ, ἐν ὁμοίῳ π., Hdt.1.118,7.138;ἐν σμικρῷ μέρει S.Ph. 498
;ἐν ὀλιγωρίᾳ Th.4.5
;ἐν ὀργῇ D.1.16
; ἐν νόμῳ π. consider as lawful, Hdt. 1.131; ἐν ἀδείῃ π. consider as safe, Id.9.42;παρ' ὀλίγον π. τι X. An.6.6.11
; περὶ πολλοῦ π., Lat. magni facere, Lys.1.1, etc.; περὶ πλείονος, περὶ πλείστου π., Id.14.40, Pl.Ap. 21e, etc.; περὶ ὀλίγου, περὶ ἐλάττονος, Isoc.17.58, 18.63;περὶ παντός Id.2.15
(rarelyπολλοῦ π. τι Pl.Prt. 328d
); πρὸ πολλοῦ π. c. inf., Isoc.5.138.VI put the case, assume that..,ποιήσας ἀν' ὀγδώκοντα ἄνδρας ἐνεῖναι Hdt.7.184
, cf. 186, X.An.5.7.9: without inf., ἐν ἑκάστῃ ψυχῇ ποιήσωμεν περιστερεῶνά τινα (sc. εἶναι) Pl.Tht. 197d:—[voice] Pass., πεποιήσθω δή be it assumed then, ib.e; those who are reputed..,Id.
R. 498a, cf. 538c, 573b:—but for τὸν φιλόσοφον ποιώμεθα νομίζειν ib. 581d read τί οἰώμεθα..;VII of Time, οὐ π. χρόνον make no long time, i. e. not to delay, D.19.163 codd.; μακρότερον ποιεῖς you are taking too long, PCair.Zen.48.4 (iii B.C.); μέσας π. νύκτας let midnight come, Pl.Phlb. 50d, cf. AP11.85 (Lucill.); ἔξω μέσων νυκτῶν π. τὴν ὥραν put off the time of business to past midnight, D.54.26; τὴν νύκτα ἐφ' ὅπλοις ποιεῖσθαι spend it under arms, Th.7.28(s.v.l.);ποιήσουσιν ἐν πλούτῳ ἔτη πολλά LXXPr.13.23
, cf. To.10.7; (ii B.C.), cf. PSI4.362.15 (iii B.C.);τὰς ἡμέρας ἐν τοῖς ὕδασι π. D.S.1.35
; tarry, stay,μῆνας τρεῖς Act.Ap. 20.3
, cf. AP11.330 (Nicarch.).VIII in later Greek, sacrifice, ; καρπώσεις ὑπέρ τινος ib.Jb.42.8: without acc., π. Ἀστάρτῃ sacrifice to Ashtoreth, ib.3 Ki.11.33.IX make ready, prepare, as food, μοσχάριον ib.Ge.18.7 sq.; π. τὸν μύστακα trim it, ib.2 Ki.19.24(25).X ποιεῖν βασιλέα play the king, ib.3 Ki.20 (21).7.B do, much like πράσσω, οὐδὲν ἂν ὧν νυνὶ πεποίηκεν ἔπραξεν D. 4.5; , cf. 18.62;ἄριστα πεποίηται Il.6.56
;πλείονα χρηστὰ περὶ τὴν πόλιν Ar.Eq. 811
;τὰ δίκαια τοῖς εὐεργέταις D.20.12
;ἅμα ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε Hdt.3.134
fin.; ποιέειν Σπαρτιητικά act like a Spartan, Id.5.40;οὗτος τί ποιεῖς; A. Supp. 911
, etc.;τὸ προσταχθὲν π. S.Ph. 1010
; π. τὴν μουσικήν practise it, Pl.Phd. 60e, etc.; πᾶν or πάντα π., v. πᾶς D. 111.2, etc.: Math., ὅπερ ἔδει ποιῆσαι, = Q.E.F., Euc.1.1, etc.2 c. dupl. acc., do something to another, κακά or ἀγαθὰ ποιεῖν τινα, first in Hdt.3.75, al.; ἀγαθόν, κακὸν π. τινά, Isoc.16.50, etc.;μεγάλα τὴν πόλιν ἀγαθά Din.1.17
; alsoεὖ ποιεῖν τὸν εὖ ποιοῦντα X.Mem.2.3.8
; τὴν ἐκείνου (sc. χώραν)κακῶς π. D.1.18
; in LXX with Prep.,π. κακὸν μετά τινων Ge. 26.29
;ταῦτα τοῦτον ἐποίησα Hdt.1.115
; , cf. Nu. 259; also of things, ἀργύριον τωὐτὸ τοῦτο ἐποίεε he did this same thing with silver, Hdt.4.166: less freq. c. dat. pers.,τῷ τεθνεῶτι μηδὲν τῶν νομιζομένων π. Is.4.19
;ἵππῳ τἀναντία X.Eq.9.12
codd., cf. Ar.Nu. 388, D.29.37: c. dat. rei,τί ποιήσωμεν κιβωτῷ; LXX 1 Ki.5.8
:—in [voice] Med.,φίλα ποιέεσθαί τισι Hdt.2.152
,5.37.3 with an Adv., ὧδε ποίησον do thus, Id.1.112; πῶς ποιήσεις; how will you act? S.OC 652;πῶς δεῖ ποιεῖν περὶ θυσίας X.Mem.1.3.1
;ποίει ὅπως βούλει Id.Cyr.1.4.9
;μὴ ἄλλως π. Pl.R. 328d
; πρὸς τοὺς πολεμίους πῶς ποιήσουσιν; ib. 469b; ὀρθῶς π. ib. 403e; εὖ, κακῶς π. τινά, v. supr. 2: freq. c. part.,εὖ ἐποίησας ἀπικόμενος Hdt.5.24
, cf. Pl.Phd. 60c;καλῶς ποιεῖς προνοῶν X.Cyr.7.4.13
;οἷον ποιεῖς ἡγούμενος Pl.Chrm. 166c
; καλῶς ποιῶν almost Adverbial,καλῶς γ', ἔφη, ποιῶν σύ Id.Smp. 174e
;καλῶς ποιοῦντες.. πράττετε D.20.110
, cf. 1.28; fortunately,Id.
23.143.4 in Prose (rarely in Poetry, A.Pr. 935), used in the second clause, to avoid repeating the Verb of the first, ἐρώτησον αὐτούς· μᾶλλον δ' ἐγὼ τοῦθ' ὑπὲρ σοῦ ποιήσω I will do this for you, D.18.52, cf. 292, Hdt.5.97, Is.7.35.II abs., to be doing, act,ποιέειν ἢ παθεῖν πρόκειται ἀγών Hdt.7.11
; ποιεῖν, as a category, opp. πάσχειν, Arist.Cat. 2a3, cf. GC 322b11, Ph. 225b13.b of medicine, operate, be efficacious, Pl.Phd. 117b;λουτρὰ κάλλιστα ποιοῦντα πρὸς νόσους Str. 5.3.6
; πρὸς στραγγουρίαν, πρὸς τοὺς δαιμονιζομένους, Thphr.HP7.14.1, Ps.-Plu.Fluv.16.2: freq. in Dsc., , al.;εἰς τὰ αὐτά 2.133
: c. dat.,στομαχικοῖς Gal.13.183
: abs., ἄκρως π. ib.265; also of charms, PMag.Osl.1.361.2 Th. has a peculiar usage, ἡ εὔνοια παρὰ πολὺ ἐποίει μᾶλλον ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους good-will made greatly for, on the side of, the L., 2.8: impers., ἐπὶ πολὺ ἐποίει τῆς δόξης τοῖς μὲν ἠπειρώταις εἶναι, τοῖς δέ.. it was the general character of the one to be landsmen, of the others.., 4.12: the former passage is imitated by Arr.An.2.2.3, App.BC1.82, D.C.57.6. -
19 προκαταλαμβάνω
A seize beforehand, occupy in advance, esp. by a military force, Th.2.2, 3.112, X.An.1.3.16, etc.:—[voice] Med., Plb.2.27.5, SIG742.7 (Ephesus, i B. C.), etc.:—[voice] Pass., to be so occupied, Th. 4.89.2 generally, preoccupy,τὸ βῆμα Aeschin.3.71
; τὰ κοινὰ καὶ φιλάνθρωπα τῶν ὀνομάτων ib.248;τὰ Φιλίππου ὦτα Id.2.108
; πράγματα προκατειλημμένα, by the previous speakers, Isoc.4.74.3 apprehend before, Gal.1.183;- λαμβάνεται τὸ σημεῖον τοῦ σημειωτοῦ S.E.M.8.169
;- ειλημμένον πρόσωπον A.D.Synt.26.13
(- ειλεγμένον is f.l. here and in Adv.157.26).4 [voice] Pass., of events, to be predetermined,ὑπὸ τῆς εἱμαρμένης Diogenian.
Epicur.3.51, cf. 2.20.II metaph., prevent, anticipate, frustrate,τῶν πόλεων τὰς ἀποστάσεις Th. 1.57
;π. ὅπως μὴ.. Id.3.46
, 6.18: abs., Id.3.2, etc.; π. καὶ ἀπειλεῖν, of the legislator, Pl.Lg. 853b; in speaking,π. τὰ ἐπίδοξα λέγεσθαι Arist. Rh.Al. 1443a6
, al.; of persons, anticipate or surprise them, Th. 3.3; τοῦ χειμῶνος -λαβόντος [αὐτόν] Plb. 38.8.3:—[voice] Med.,π. τινά Id.5.36.8
;π. τὰς νόσους D.S.1.82
, cf. Herod. [voice] Med. in Rh.Mus.58.92:— [voice] Pass., τῶν.. προκατειλημμένων κατηγορημάτων the charges that have been anticipated, Din.1.1; to be surprised, Plb.2.18.6; - ληφθέντες ἀναλαμβάνονται if taken in time they recover, Philum. ap. Aët.9.7.III overpower first, π. ἡμᾶς ἐς τὴν ὑμετέραν ἐπιχείρησιν crush us in preparation for an attack on you, Th.1.33, cf. 36:— [voice] Pass.,δεσμοῖς Plb.16.34.11
: of. [voice] Pass. in med. sense,προκατείλημμαί σ' ὦ τύχη Epicur.Sent.Vat.47
(= Metrod.Fr.49).2 without any notion of force, win over before, preoccupy,π. καὶ προκολακεύειν τὴν μέλλουσάν τινος δύναμιν Pl.R. 494c
;τὴν ἐκκλησίαν Aeschin.3.67
.c [voice] Pass., to be prejudiced,αἱρέσει τινί Gal.4.705
.IV fasten securely, Sor.Fasc. 1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκαταλαμβάνω
-
20 προσβάλλω
A strike, dash against,ποτὶ σκῆπτρον βάλε γαίῃ Il.1.245
; ἁψῖδα πέτρῳ π. letting it dash against.., E.Hipp. 1233; τὸν πρὶν ὄλβον ἕρματι π. having wrecked his happiness on a reef, A.Eu. 564 (lyr.); π. τινὰς ὥσπερ θηρία τινί set them on him, D.18.322; of attacking,πύλαισι.. π. λόχον A.Th. 460
;π. δόρυ τισί E.Ph. 728
;παισὶ χεῖρα Id.Alc. 307
; but freq. without any notion of violence, apply, μαλακὰν χέρα π. [ἕλκει], of a surgeon, Pi.P.4.271; of cupping instruments, Hp.VM22 ([voice] Pass.), Aen.Tact.11.14, Gal.11.93: generally,τὰ μὲν αὐτὰ προσέβαλε S.Tr. 844
(lyr.); προσβαλοῦσ' ὅσα.. εἶπε applying, carrying out.., ib. 580;τι πρός τι Pl.Ti. 36b
;τὴν ὄψιν πρός τι Id.Tht. 193c
; mostlyτί τινι, παρειὰν π. παρηΐδι E.Hec. 410
;κλιμάκων ὀρθοστάτας πύλῃσιν Id.Supp. 498
;ὄμματα τέκνοις Id.Med. 860
(lyr.):—[voice] Pass., κέρασι χρυσᾶ στόμια προσβεβλημένοις having golden mouthpieces affixed, A.Fr. 185.b Math., draw a straight line to meet, ποτί c. acc., Archim.Spir.6, al.2 assign to, procure for,κέρδος ἡμῖν Hdt.7.51
; [Λακεδαιμονίοισι] Ὀλυμπιάδα gave them the honour of an Olympic victory, Id.6.70; π. ἄσην τῷ πατρί cause him distress, Id.1.136;π. μελέταν σοφισταῖς Pi.I.5(4).29
;κακὸν πόλει A.Pers. 781
;μοι διπλᾶς ὁδούς Id.Pr. 951
;ἐμοὶ ὠδῖνας S.Tr.42
;εὔκλειαν σαυτῇ τε κἀμοί Id.El. 974
;μή σοί τιν' αἰσχρὰν π. κληδόνα E. Alc. 315
; π. τινὶ ἔγκλημα, αἰτίαν, Antipho 4.2.4,3.2.4;π. τινὶ αἰσχύνην Pl.Lg. 878c
; π. δεῖμα πατρί, Lat. incutere timorem alicui, E. Ion 584;ὀργὰς ἀκόρεστά τε νείκη Id.Med. 640
(lyr.);συμφορὰς καὶ νόσους τισί Lys.Fr.53
; ὅρκον π. τινί lay an oath upon him, S.Tr. 255; π. τὴν ἑαυτῶν μορφήν τισι contribute their own form, i.e. be like them, Ael.NA14.12.b knock down to a bidder at auction,οἰκίαν PEleph.25.4
(iii B.C.):—[voice] Med., UPZ 114i24 (ii B.C.).c place at a buyer's disposal,αὐτῷ ἱερεῖα PCair.Zen.161.5
(iii B.C.):—[voice] Med., προσεβαλόμεθα τὰ παρ' ἡμῶν we accepted an offer for our crop.., ib.354.22 (iii B.C.).d deliver corn as payment,προσβέβληκεν ἐπὶ θησαυρὸν PRyl.200.1
(ii A.D.), cf. POxy.1440.1 (ii A.D.), etc.; pay in money, PRyl.217.1 (ii A.D., [voice] Pass.), PLond.3.1164 (k) 19 (iii A.D., [voice] Pass.).3 with acc. of the object struck, ἀρούρας π., of the Sun, strike the earth with his rays, Il.7.421, Od.19.433;μή σε π. πέμφιξ A.Fr. 205
; of smells, ;ὀσμὴ π. τὰς ῥῖνας Ael.NA13.21
; χρῶμα οὔτε τὸ προσβάλλον οὔτε τὸ προσβαλλόμενον neither that which strikes [the eye] nor that which is struck, Pl.Tht. 154a; τοὺς ἄνδρας ἠχὼ π. Philostr.VA6.26;π. σε τὸ λιτὸν καὶ αὐτοφυὲς τῆς μούσης Philostr.Jun.Im.10
.4 with acc. of the thing thrown, ἀτμὸν βαρὺν π. D.S.2.12 (v.l. προβ-), cf. Ael.NA14.22;τράγου ὀσμήν Dsc.4.50
;πνοιήν τινι Luc.Syr.D. 30
; of taste, γευσαμένῳ ὅμοιόν τι μήλῳ π. Dsc.4.6, cf. Gal.Vict. Att.1.3: also c. gen., τὰ κρέα ἰχθύων π. sends [a smell] of fish, Str.15.2.2; κνίσης π. Ael.NA14.27; ἰχθυηρᾶς ὀσμῆς π. ib.20: metaph., to be redolent of, τέχνης, Στωικῆς ταλαιπωρίας, Phld.Rh. 2.218,293 S.5 c. dat., attend to, οἷς εἴπαμεν ib.271 S.: abs., Plot.5.5.10.6 μή μ' ἀνάγκῃ προσβάλῃς τάδ' εἰκαθεῖν do not drive me by force to.., S.OC 1178.7 add, throw into the bargain, Antiph.206.5; add an ingredient, Philum.Ven.10.2, Sammelb. 7350.9 (iii/iv A.D.).II intr., strike against, make an attack or assault upon, ; αὐτοῖς, ἀλλήλοις, E.Ph. 724, Th. 1.49; τῇ Οἰνόῃ, τῷ φρουρίῳ, etc., Id.2.19,93, etc.; alsoπρὸς τὸ τεῖχος Hdt.3.155
, 9.86;πρὸς τὰ τείχη Lys.14.33
;πρὸς τὴν πόλιν Th.2.56
;πρὸς τοὺς ὁπλίτας X.An.6.3.6
; πρὸς τὸν λόφον ib.4.2.11: abs., attack, charge, Hdt.7.211, 9.22,25; προσβαλὼν αἱρεῖ τὴν πόλιν by assault, X.HG1.6.13.2 put in with a ship,ἐς τὸν λιμένα Th.8.101
;πρὸς Τάραντα Id.6.44
: c. dat., Σικελίᾳ ib.4;Ἰωνίᾳ Id.8.12
, cf. SIG456.36 (Cos, iii B.C.).3 generally, collide, ; impinge,πρὸς ὄψιν ἢ πρὸς ἀκοήν Id.R. 401c
, cf. Arist.Col. 792a20;ὀσμὴ π. τινί Thphr.HP9.7.1
, D.S.2.19; of winds, Arist.Pr. 947a22; σεισμὸς τῇ Κρήτῃ π. Philostr.VA4.34; π. τοῖς ἄρχουσιν approach them, Plu.Nic.30;ἐκ τῆς Ἀσίας τῇ Ἀττικῇ Id.Phoc.21
; light upon, in argument, Anon.Lond.37.54.B [voice] Med., ταύτην οὔτ' ἔπεϊ προτιβάλλεαι, οὔτε τι ἔργῳ payest no heed to, Il.5.879; but also, throw oneself upon another's protection, A.R.4.1046; π. γυναικὶ περὶ ἀφροδίτης make advances, Sch.Ar.Eq. 514; associate with oneself, Opp.H.5.98.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσβάλλω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
νόσους — νόσος sickness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βροτοῖς τὰ μείζω τῶν μέζων τίκτει νόσους. — βροτοῖς τὰ μείζω τῶν μέζων τίκτει νόσους. См. Середины держись … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… … Dictionary of Greek
ψυχικός — ή, ό / ψυχικός, ή, όν, ΝΜΑ [ψυχή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχή (α. «ψυχικό σθένος» β. «ψυχικὴ δύναμις», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. α) «ψυχική οδύνη» (νομ.) είδος αποζημιωτέας ηθικής βλάβης, που επιφέρει ο ψυχικός πόνος από τη θανάτωση ενός… … Dictionary of Greek
αλωπεκία — Πτώση των μαλλιών και γενικά των τριχών. Όταν ο θύλακος της τρίχας ατροφεί ή καταστρέφεται, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στη φαλάκρα, η α. είναι μόνιμη και λέγεται πρωτοπαθής. Αντίθετα, είναι προσωρινή και ονομάζεται δευτεροπαθής, όταν… … Dictionary of Greek
δερματολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά το δέρμα, τα εξαρτήματά του και τις ασθένειές τους. Οι παθήσεις του δέρματος ήταν οι πρώτες που αναγνωρίστηκαν και εξετάστηκαν, επειδή ήταν πολύ εμφανείς. Σε κείμενα που προέρχονται από τον ασσυροβαβυλωνιακό, τον… … Dictionary of Greek
ευπάθεια — η (ΑΜ εὐπάθεια, Α και ιων. τ. εὐπαθίη) [ευπαθής] (για νόσους) η έλλειψη αντοχής τού οργανισμού, η ευαισθησία στις παθήσεις, στις νόσους («ευπάθεια στομάχου») νεοελλ. (για φυσικά όργανα ή συσκευές) η ιδιότητα μιας συσκευής να σημειώνει και τις… … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
παθολογικός — ή, ό (Α παθολογικός, ή, όν) [παθολογία] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παθολογία ή στον παθολόγο («παθολογική εξέταση») αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πάθη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παθολογικόν ο κλάδος τής επιστήμης που… … Dictionary of Greek
υγειονομικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υγειονομία 2. φρ. α) «υγειονομικές επιτροπές» ή «υγειονομικά συμβούλια» υγειονομικές υπηρεσίες που εξετάζουν περιοδικά την υγιεινή κατάσταση διαφόρων κατηγοριών πολιτών, όπως λ.χ. τών στρατιωτικών β)… … Dictionary of Greek
υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… … Dictionary of Greek