Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νόσους

См. также в других словарях:

  • νόσους — νόσος sickness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βροτοῖς τὰ μείζω τῶν μέζων τίκτει νόσους. — βροτοῖς τὰ μείζω τῶν μέζων τίκτει νόσους. См. Середины держись …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… …   Dictionary of Greek

  • ψυχικός — ή, ό / ψυχικός, ή, όν, ΝΜΑ [ψυχή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχή (α. «ψυχικό σθένος» β. «ψυχικὴ δύναμις», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. α) «ψυχική οδύνη» (νομ.) είδος αποζημιωτέας ηθικής βλάβης, που επιφέρει ο ψυχικός πόνος από τη θανάτωση ενός… …   Dictionary of Greek

  • αλωπεκία — Πτώση των μαλλιών και γενικά των τριχών. Όταν ο θύλακος της τρίχας ατροφεί ή καταστρέφεται, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στη φαλάκρα, η α. είναι μόνιμη και λέγεται πρωτοπαθής. Αντίθετα, είναι προσωρινή και ονομάζεται δευτεροπαθής, όταν… …   Dictionary of Greek

  • δερματολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά το δέρμα, τα εξαρτήματά του και τις ασθένειές τους. Οι παθήσεις του δέρματος ήταν οι πρώτες που αναγνωρίστηκαν και εξετάστηκαν, επειδή ήταν πολύ εμφανείς. Σε κείμενα που προέρχονται από τον ασσυροβαβυλωνιακό, τον… …   Dictionary of Greek

  • ευπάθεια — η (ΑΜ εὐπάθεια, Α και ιων. τ. εὐπαθίη) [ευπαθής] (για νόσους) η έλλειψη αντοχής τού οργανισμού, η ευαισθησία στις παθήσεις, στις νόσους («ευπάθεια στομάχου») νεοελλ. (για φυσικά όργανα ή συσκευές) η ιδιότητα μιας συσκευής να σημειώνει και τις… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • παθολογικός — ή, ό (Α παθολογικός, ή, όν) [παθολογία] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παθολογία ή στον παθολόγο («παθολογική εξέταση») αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πάθη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παθολογικόν ο κλάδος τής επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • υγειονομικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υγειονομία 2. φρ. α) «υγειονομικές επιτροπές» ή «υγειονομικά συμβούλια» υγειονομικές υπηρεσίες που εξετάζουν περιοδικά την υγιεινή κατάσταση διαφόρων κατηγοριών πολιτών, όπως λ.χ. τών στρατιωτικών β)… …   Dictionary of Greek

  • υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»