-
21 προσκοπή
προ-σκοπή (A), ἡ,------------------------------------A offence taken, φθόνος καὶ π. Plb.6.7.8;π. καὶ μύσος Id.30.29.7
; πρός τινα ἀλλοτριότης καὶ π. Id.31.10.4, cf. Phld.Po.Herc.994.38, D.S.31.17; νοσήματα κατὰ προσκοπὴν γινόμενα, i.e. antipathies, Chrysipp.Stoic.3.102;προσκοπῆς ἄξιος S.E. M.1.195
: but μηδεμίαν π. διδόναι give no cause of offence, 2 Ep.Cor. 6.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσκοπή
-
22 σεύω
Aσευέμεν A.R.2.296
; with ς doubled after the augm., as always in Hom. (exc. in ἐξεσύθη (Zenod. and most codd. for - λύθη) Il.5.293): [dialect] Ep. [tense] impf.σεύεσκε Q.S.2.353
: [tense] aor.ἔσσευα Il.5.208
; [dialect] Ep. alsoσεῦα 20.189
; [ per.] 3sg. subj.σεύῃ 11.293
:—[voice] Med., [tense] aor. subj. σεύωνται (v.l. -ονται) ib. 415: [tense] impf. or [tense] aor.ἐσσεύοντο 2.808
: [tense] aor.ἐσσεύαντο 11.549
(v.l. -οντο); [dialect] Ep.σεύατο 6.505
:—[voice] Pass., B.Scol.Oxy. 1361Fr.1.7: [tense] aor. ἐσύθην [ῠ] E.Hel. 1302 (lyr.) (ἐξ- Il.
, v. supr.), , also (lyr.); subj. [ per.] 3sg.συθῇ Hp.Mul.1.36
, 2.138; part. , Pers. 866, S.OC 119(alllyr.); in iamb., Id.OT 446: [tense] pf. (with [tense] pres. sense)ἔσσῠμαι Il.13.79
; part. ἐσσύμενος (not - μένος) 11.554, al., Adv.ἐσσῠμένως 3.85
, al.: σεσύανται· ὡρμήκασιν, Hsch.: poet.[tense] aor. 2 ἐσσύμην [ῠ], [ per.] 2sg.ἔσσυο Il.16.585
, Od.9.447; [ per.] 3sg. ἔσσῠτο, [dialect] Ep.σύτο Il.21.167
, ,Ph. 1065 (both lyr.); part. , Eu. 1007, cf. 786, 816 (all lyr.): also σεῦται, [ per.] 3sg. [tense] pres. [voice] Pass., S.Tr. 645 ( σοῦται is prob. cj.), σοῦμαι ([dialect] Dor.σῶμαι Epil.3
),σοῦνται A.Pers.25
(anap.); imper. , (anap.),σοῦσθε A.Th.31
, Ar.V. 458, etc.; inf.σοῦσθαι Plu.2.362c
: Hsch. cites imper. σύθι or σῦθι:—poet. Verb (also in [dialect] Ion. Prose, Hp. and Aret. (v. infr.)), put in quick motion, drive: esp.1 hunt, chase, ; drive away, ; σεύοντ' ([ per.] 3pl.)ἀγέλας βίᾳ B.17.10
: more freq. in [voice] Med.,ὡς δ' ὅτε κάπριον ἀμφὶ κύνες σεύωνται Il.11.415
, cf. 549, 3.26;ὥς τ'.. ἄγριον αἶγα ἐσσεύαντο κύνες 15.272
, cf. 20.148: metaph.,σ. κακότητα ἀπὸ καρήνου h.Hom.8.12
; θάμβος με ς. Orph.L. 531.2 set on, let loose at,ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας.. σεύῃ ἐπ' ἀγροτέρῳ συΐ Il.11.293
.3 drive or hurry away to or from a place, ;ἵππους ἐκ πεδίοιο 15.681
; [τινὰ] κατ' Ἰδαίων ὀρέων 20.189
: c. inf., [ἡμιόνους] σεῦαν ποταμὸν παρὰ δινήεντα τρώγειν.. drove, Od.6.89.4 set in swift motion, ὅλμον δ' ὣς ἔσσευε [Πείσανδρον] κυλίνδεσθαι sped him so that he rolled, Il.11.147;στρόμβον δ' ὣς ἔσσευε βαλών 14.413
; also αἷμ' ἔσσευα shed blood, 5.208; v. infr. 11.1.II [voice] Pass. and [voice] Med., to be put in quick motion, and so, run, rush, dart or shoot along, ἐπὶ τεύχεα to arms, 2.808;ἐπὶ κοῖτον Od.14.456
;νέρθε δὲ ποσσὶν ἔσσυμαι Il.13.79
;σεύατ' ἔπειτ' ἀνὰ ἄστυ 6.505
;σεύατ' ἔπειτ' ἐπὶ κῦμα Od.5.51
, cf. Il.14.227;κατ' ἀμαξιτόν 22.146
;παρ' ἐρινεόν 11.167
; ἀμφ' Ὀδυσῆα ib. 419;ἰθὺς Λυκίων 16.585
;διὰ σπέος Od.9.447
; so in Trag., ἐκτόπιος συθείς having gone, departed, opp. παρών, S.OC 119;ἀφ' ἑστίας A.Pers. 866
; ; ;κατὰ γᾶς σύμεναι Id.Eu. 1007
, cf. Ag. 747; ; of things, αἷμα σύτο gushed out, Il.21.167;ψυχὴ κατ'.. ὠτειλὴν ἔσσυτο 14.519
;ἐκ πυρὸς συθεὶς σίδηρος A.Th. 941
;ἐσύθη ἔξω πῦον Aret.SD1.9
; so of flux,ἢν πολλὰ συθῇ Hp.Mul.1.36
; of the eruption of disease, ὅταν τὰ παρέοντα συθῇ νοσήματα ib.2.138.2 c. inf., hasten, speed, ὅτε σεύαιτο διώκειν when he hasted to pursue, Il.17.463; ὄφρα ὕλη σεύαιτο καήμεναι that the wood might begin (cf. Engl. start) to burn, 23.198, cf. 210; ἔσσυται κελαδῆσαι is eager to sing of, Pi.I.8(7).67.3 metaph., to be eager, have longings,θυμὸς ἔσσυται Od.10.484
; esp. in [tense] pf. part. ἐσσύμενος used as Adj, v. sub voce. ( σεϝ-: σῠ-, from I.-Eur. [kcirc ]yew-: [kcirc ]y[ucaron]-, cf. Skt. cyávati 'set in motion', part. [voice] Pass. cyutás:— σοῦμαι, etc., perh. [var] contr. fr. Σοοῦμαι ( = Σοόομαι, fr. σό (ϝ) ος, q.v.).) -
23 σκιρόομαι
A to be or become indurated, Hp.Mul.2.155, 156, Nat.Mul.24,36, Sor.2.39; to be ingrained, πρὶν τὰν νόσον εἰς τὸν μυελὸν σκιρωθῆναι (- θῆμεν Ahrens) Sophr.33;νοσήματα ἐσκιρωμένα χρόνῳ D.Chr.7.137
(σκιρρ-, σκυρ- are vv.ll. in Hp. and Sor. ll. cc.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκιρόομαι
-
24 σκιρός
-
25 συμπίπτω
Aσυμπίπτεσκον Emp.59
:—fall together, meet violently, of winds,σὺν δ' Εὖρός τε Νότος τ' ἔπεσον Od.5.295
; of two champions beginning to fight, fall to, fight hand to hand,σύν ῥ' ἔπεσον Il.7.256
, 21.387; opp. distant fighting, , cf. 5.112, Pi.I.4(3).51(69), Luc.Tox.36; ἐς νείκεα ς. Hdt.3.120, 9.55; of a hound,σὺν δὲ πεσών PCair.Zen.532.7
(iii B.C.): c. dat. pers.,ξυμπεσὼν μόνος μόνοις S.Aj. 467
;εἰς ἀγῶνα τῷδε συμπεσών Id.Tr.20
;σ. πολεμίοις X.Cyr.2.1.11
;εἰς μάχην θηρίῳ D.S.3.35
;ἀντίοι σ. τοῖς ὑποζυγίοις Plb.3.51.5
; of ships, λάβρῳ κλύδωνι ς. E.IT 1393;ξυμπεσούσης νηΐ νεώς Th.7.63
;ξ. πρὸς ἀλλήλας τὰς ναῦς Id.2.84
.2 generally, fall in with, meet with, esp. with accidents or misfortunes, c. dat. rei,ἀσιτίῃσι Hdt.3.52
; ;κακοῖς τοιοῖσδε Id.Aj. 429
; but simply, fall in with, meet, τινι UPZ62.10 (ii B.C.), PTeb.58.56 (ii B.C.).II of accidents, ailments, symptoms, events, fall upon, happen to, (lyr.);ἐάν ποτέ σοι σ. καιρός Isoc.1.32
;εὐπαιδίας τυχεῖν ἅμα καὶ πολυπαιδίας.. καὶ τοῦτ' αὐτῷ συνέπεσεν Id.9.72
; ἀσθένεια, νοσήματα σ. τινί, Pl.Ti. 17a, 82c; συμπίπτει τοῖσι πλείστοισι τοιάδε· ἐρυθήματα προσώπου κτλ. Hp.Acut. (Sp.) 6;πάθη D.26.18
;ἡμῖν σ. πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς φιλία Pl.Lg. 698c
;σ. τι ἔς τινας Hdt.7.137
.2 abs., happen, occur,τῆς αὐτῆς ἡμέρης συμπιπτούσης τοῦ τε ἐν Πλαταιῇσι καὶ τοῦ ἐν Μυκάλῃ.. τρώματος Id.9.100
;τοιούτων καιρῶν συμπεσόντων Lys.19.24
;τῶν κακῶν τῶν σ. Philem.101
.[4]; of heavenly bodies, coincide, Vett.Val.190.9 (sed leg. συνεμπέσῃ).3 c. part., like τυγχάνω, καὶ τόδε ἕτερον συνέπεσε γενόμενον Hdt.9.101;συνεπεπτώκεε ἔρις ἐοῦσα Id.1.82
;Ἀρισταγόρῃ συνέπιπτε τοῦ αὐτοῦ Χρόνου πάντα ταῦτα συνελθόντα Id.5.36
; but part. is sts. omitted, ἐὰν ἴσοι συμπέσωσιν (sc. ὄντες) Arist.Pol. 1318a39.4 freq. impers. or with neut. pron., it happens, comes to pass, folld. by inf.,τόδε σφι ὧδε συμπέπτωκε γίνεσθαι Hdt.1.139
; by ὥστε c. inf., Id.8.15, 132, 141; ξυνέπεσεν ἐς τοῦτο ἀνάγκης ὥστε .. matters came to such a pass that.., Th.1.49: or c. acc. et inf., συνέπιπτε [ αὐτὸν]ἀπῖχθαι Hdt.5.35
, cf. Th.4.68, etc.;πρὸ ρκ' ἐτῶν συνέπεσε κατ' αὐτὰς τὰς Χειμερινὰς τροπὰς ἄγεσθαι τὰ Ἴσια Gem.8.21
: c. dat. et inf.,ὅσαις ἂν.. συμπέσῃ ἐμέσαι Arist.HA 588a1
;ὅταν ἀτυχεῖν σοι συμπέσῃ τι Philippid.18
; (Tegea, iv B.C.): abs., ἀπὸ ταὐτομάτου, ἀπὸ τύχης, διὰ τύχην ς., Arist.Cael. 289b22, Rh. 1385b2, Pol. 1270b20; τὰ συμπίπτοντα one's lot or fortune, E.Fr. 572, cf. lsoc.2.35;πρὸς τὸ συμπῖπτον ἀεὶ διατάττων X.Cyr.8.5.16
; τὸ συμπεσόν the incident, Arist.Pol. 1284a32;καθάπερ ἐν κατάρροις ἐνίοτε συμπίπτει Gal.16.527
, cf. 18(2).185, al.III coincide, agree or be in accordance with,σ. τούτοισι τόνδε τὸν λόγον Hdt. 7.151
; ὥστε σ. τὸ πάθος τῷ χρηστηρίῳ turned out in accordance with it, Id.6.18: abs., agree by chance, Id.2.49; εἰς ταὐτὸν ς. agree in one, Pl. Tht. 160d, R. 473d, etc.; ἐμοὶ σὺ συμπέπτωκας ἐς ταὐτὸν λόγου have come to exactly the same point with me, E.Tr. 1036.IV fall together, i.e. fall in, esp. of a house,συμπίπτει στέγη Id.HF 905
;πόλις ὑπὸ σεισμοῦ ξυμπεπτωκυῖα Th.8.41
;οἰκία σ. X.An.5.2.24
; φοβουμένη μὴ συμπέσῃ [ τὸ ἰσιεῖον] PEnteux.6.3 (iii B.C.); esp. of the vessels of the body, fall in, collapse, Hp.Off.13, Sor.1.16, al.;οἱ κρόταφοι συμπίπτουσι Gal.18(2).29
; μυκτῆρες συμπεπτωκότες, opp. ἀναπεπταμένοι, X.Eq.1.10; σῶμα συμπεσόν a frame fallen in or emaciated, Pl.Phd. 80c; ὀφθαλμοὶ ς. Arist.HA 561a21;αἱ κοιλίαι σ. τοῦ νέφους Id.Pr. 940b31
, al.; of plant-structures, Thphr.CP1.4.4; collapse, of animals, PSI6.584.25 (iii B.C.); of the heart, contract, Ruf.Syn.Puls.3.6; συνέπεσε τῷ προσώπῳ his face fell, LXX Ge.4.5; τὸ πρόσωπον συνέπεσεν ib.1 Ki.1.18; - πέπτωκα τῇ καρδίᾳ ἀπὸ μερίμνης ib.1 Ma.6.10.2 σταφυλὴ λευκὴ συμπεπτωκυῖα dried grapes, Aët.9.30; πάντα δεδομένα κρέα συμπεπτωκότα ἔστω μέχρι δυοῖν ἡμερῶν hung, ibid.V fall together, fall into the same line, σ. ἐπ' ἀλλήλων ὑπὸ στενοχωρίας impinge one on another, Pl.Tht. 195a; converge, meet,τὸ τὰς παραλλήλους σ. οἴεσθαι Arist.APo. 77b23
, cf. Euc.1Def.23, Archim.Spir.20, al.; οἱ πόροι παρ' ἀλλήλους εἰσὶ καὶ οὐ ς. Arist.HA 495a15; of the sides of a triangle, Plb.2.14.5; of a river,σ. τῷ Κηφισῷ Plu.Sull.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπίπτω
-
26 συναποθνήσκω
A die together with, τινι Hdt.3.16, 5.47;αἱ δυνάμεις σ. τοῖς σώμασι Isoc.Ep.8.5
: abs., opp. συζῆν, 2 Ep.Cor.7.3, Ath.6.249b; συναποθνῄσκοντες, title of comedy by Diphilus, Ter.Adelph.Prol.6;ὧν τὰ συγγράμματα τοῖς μὲν ἤδη συναπέθανε, τοῖς δὲ συντεθνήξεται Gal.15.68
;τοῦ ἀποθανόντος οὐ σ. ἡ ψυχή Pl.Phd. 88d
; σ. νοσήματα, i.e. cling to one until death, Hp.Aph.2.39, cf. Arist.GA 775b34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναποθνήσκω
-
27 σύνειμι
A sum), [tense] fut. - έσομαι, [dialect] Dor.[tense] fut. (Itanos, iii B.C.): Elean [ per.] 3pl. [tense] pres. opt. συνέαν ib.9 (Olympia, vi B.C.):— to be with, be joined with,ἔμελλον ἔτι ξυνέσεσθαι ὀϊζυῖ Od.7.270
; ξ. ὀνείρασιν to be haunted by dreams, A.Pers. 177; σ. νόσῳ, = νοσεῖν, S.OT 303; κακοῖς πολλοῖς ξυνοῦσα acquainted with.., Id.El. 600; τῷ κόπῳ ξ. Ar.Pl. 321 (lyr.);γνώμαις καὶ μερίμναις Id.Nu. 1404
; [ πράγμασι] to be engaged in business, Id.Ra. 959;ξ. ᾧπερ ἥδεσθον βίῳ Id.Fr. 583
; [ μέρει πολέμου] Th.4.18; τρυφερῷ βίῳ ς. Men.Kith.Fr.1.9; γεωργίᾳ ς. X.Oec.15.12; εὐωχίαις, ἡδοναῖς, δείμασι, Pl.R. 586a, 586b, Lg. 791b; ἀπορίᾳ, εὐδαιμονία, Luc.Sat.11, Bis Acc.3: reversely,ὅτῳ τὸ μὴ καλὸν ξύνεστι S.Ant. 372
(lyr.); ;ἐμοὶ ξύνεστιν ἐλπίς E.Tr. 682
;εἴ μοι ξυνείη.. μοῖρα S.OT 863
(lyr.): abs.,ἆται ἀεὶ ξυνοῦσαι Id.OC 1244
(lyr.);τὰ πάλαι νοσήματα ξυνόντα Id.Aj. 338
;ὁ χρόνος ξυνὼν μακρός Id.OC7
.II have intercourse with, live with,τοῖς φονεῦσι τοῦ πατρός Id.El. 264
, cf. E.Fr.897.7 (anap.), etc.;μετά τινος Ar.Pl. 504
, Pl.Smp. 195b, etc.; σ. ἐμαυτῷ live alone, X.Hier.6.2; φιλικῶς, οἰκείως ξ. τινί, Id.An.6.6.35, HG7.3.5;σ. ἀλλήλοις ἐν τῷ πότῳ Pl.Prt. 347c
: alsoξυνῆμεν.. ἐγώ τε καὶ σύ Ar.V. 236
; οἱ συνόντες τινί, of fellow-travellers, Act.Ap.22.11: abs.,τὸν νεανίσκον συνὼν διέφθορεν Eup.337
.2 of a woman, live with a husband, = συνοικέω, Hdt.4.9, S.El. 276, 611, etc.; and then, merely, have sexual intercourse, Ar.Ec. 619 (anap.), Arist. Pol. 1262a33, PSI1.64.19 (i B.C.), etc.; of animals, copulate, Arist. HA 540a13.3 attend, associate with, a teacher, X.Mem.1.2.8,24, etc.; also of the teacher, Id.Cyr.3.1.14, Pl.Tht. 151a, etc.; of a fellowpupil,ἐμοὶ συνών ποτε περὶ μαθήματα Gal.16.684
; also of a follower in war,ξ. Βρασίδᾳ Ar.V. 475
(lyr.); οἱ συνόντες followers, partisans, associates, disciples, Antipho 5.68, Pl.Ap. 25e, Tht. 168a, al.; guests, Ar.V. 1300, X.Smp.1.15, etc.; comrades in war, Id.Cyr.8.2.2; Δίκη ξυνοῦσα φωτί attending on, favouring, A.Th. 671, cf. S. OT 275, etc.; accompany, , cf. 26.5 take part in, attend,συνόδοις Rev.Arch.22(1925).62
([place name] Callatis); ὑπογραψάντων πάντων τῶν συνόντων all the members of the σύνοδος, Sammelb.7457.48 (ii B.C.).6 abs., αἴ κα.. μὴ συννῇ ([etym.] συνῇ) γνήσια τέκνα if there are not in addition children of the blood, Leg.Gort.10.41;ὅπου κεφαλαλγία σύνεστι Gal.16.662
.III of heavenly bodies, to be in conjunction, Man.1.78, al., Gal.19.552.------------------------------------A ibo) go or come together, assemble,ἐς χῶρον ἕνα ξυνιόντες ἵκοντο Il.4.446
;ἐς τὠυτό Hdt.1.62
;ἐς τὸν Ἰσθμόν Th.2.10
, cf. SIG 835A4 (Delph., ii A.D.);συνιόντος ὄχλου πολλοῦ Ev.Luc. 8.4
.2 in hostile sense, meet in battle, Il.14.393, Hes.Th. 686;ἐς μέσον.. συνίτην μεμαῶτε μάχεσθαι Il.6.120
;ἔριδι ξυνιόντες 20.66
, Hes.Th. 705;ἔριδος πέρι θυμοβόροιο Il.16.476
;σ. ἐς τὴν μάχην Hdt.1.80
; of states, engage in war, Th.2.8.3 in peaceable sense, come together, meet to consult or deliberate, ib.15, Lycurg. 126, etc.;σ. περὶ νόμων θέσεως Arist.Pol. 1298a17
; of a conspirator,σ. τοῖς φυγάσιν ἐπὶ καταλύσει τοῦ δήμου Din.1.94
, cf. D.24.144; also of festive meetings,συνόδους συνιέναι Pl.Smp. 197d
.b of the council,σύλλογον ὃν εἶπες συνιέναι Id.Lg. 962c
.II of things, gather,σ. ἀήρ Pl.Ti. 49c
;τὸ ὑγρόν Thphr.CP2.19.3
; of clouds, Arist.Mete. 364b33; opp. χωρίζεσθαι, Id.GC 327b28; σ. πρὸς αὑτήν recur, Pl.Ti. 58a, cf. 76a.2 of money, come together, come in, of revenue, Hdt.1.64, 4.1.4 of stars, come into conjunction, Man.2.423, al.; of the moon, συνιούσης, opp. αὐξομένης, Lyd.Mens.3.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνειμι
-
28 ταλαντιαῖος
A worth a talent,οἶκος D.27.64
;κτῆσις Plb.23.4.3
; νοσήματα τ. costing a talent, prob. in fee to the physician, Alc.Com.12.2 of persons, worth a talent, i.e. possessed of one, Crates Com.32; ἔγγυοι τ. giving surety to the amount of a talent, Arist.Oec. 1350a19.II weighing a talent, ; λιθοβόλος τ. an engine throwing stones of a talent weight, Plb.9.41.8 codd.; πετροβόλος τ. Ph.Bel.85.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταλαντιαῖος
-
29 τιθασεύω
A tame, domesticate, τὰ ἥμερα τρέφων καὶ τ. Pl.R. 589b;τιθασεύοντες τὰ χρήσιμα τῶν ζῴων X.Mem.4.3.10
:—[voice] Pass.,τ. ὁ ἐλέφας καὶ πειθαρχεῖ Arist.HA 610a29
, cf. GA 756b22.2 metaph., ;τ. ἀνθρώπους εἰς φιλότητας Phld.Lib.p.40
O.; τὰ νοσήματα ἐλαφρύνει τε καὶ τ. Gal.19.211:—[voice] Pass., [ἡ γυνὴ] ἐτετιθάσευτο X.Oec.7.10
, cf. Pl.Plt. 264a; of a disease, become milder, Ruf. ap. Aët.11.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιθασεύω
-
30 τραχύς
τρᾱχ-ύς, εῖα, ύ: [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] τρηχύς, fem. -εῖα, -εῖαν, -είης, neut. -ύ (Hom. (v. infr.), Hes.Op. 291, Theoc.25.74); in [dialect] Ion. Prose fem. τρηχέᾰ, acc. τρηχέᾰν, gen. τρηχέης, dat. τρηχέῃ (imperfectly preserved in codd.; in Hdt.4.23, 9.122, codd. ABCP have τρηχέη, -έην, -έης, RSV have -εῖα, -εῖαν, -είης; for codd. Hp. v. Kühleweinip. lxxxvi); τρηχείην (before conson.) Simon. 89 codd., A.R.2.375 codd.; τρηχείης (as pr. n.) Hippon.47; gen. pl. neut.Aἐρίων.. τρηχείων GDI 5633.14
([place name] Teos); dual in Trag. τραχεῖ, Ion Trag.67:—jagged,λίθος Il. 5.308
; χαλινοί, opp. λεῖοι, X.Eq.9.9, cf. 10.6;τ. καὶ γωνιοειδής Thphr. Sens.65
; prickly, ἄκανθαι, ἄκανθα, Plu.2.32e, 138d (both [comp] Sup.); rugged, ἀκτή, ἀταρπός, Od.5.425, 14.1; as epith. of Ithaca, 9.27, 10.417; soγῆ λιθώδης καὶ τρηχέα Hdt.4.23
; Χερσονήσου τῆς Τρηχέης καλεομένης, of the Crimea, ib.99; and freq. in Trag. and [dialect] Att. of rocky districts, A.Pr. 726, E.Fr. 1083; τὰ τραχέα, τὰ τραχύτατα, X.Cyn.4.10, Plu.Flam.4;τ. καὶ χαλεπὴ ὁδός Pl.R. 328e
; also, rough,γλῶσσα Hp.Morb.2.63
; ἔρια GDI l. c., PCair.Zen.287.2 (iii B. C.); σφόγγοι ib.12.56 (iii B. C.); χῆμαι ib.82.12 (iii B. C.); σινδόνες (towels, opp. μαλακαί) Gal.6.418; χερσὶ μὴ πάνυ μαλακαῖς, ὥσπερ αὖ μηδὲ τραχείαις, ἀνατρίβειν τὸ σῶμα ib.417;τὰ τ. κατὰ τὰς ἀνωμαλίας ἀλλήλοις ἐμπλεκόμενα ἑνοῦται, τὰ δὲ λεῖα κτλ. Diocl.Fr.26
;βλέφαρα Sor. 2.16
, PTeb. 273 intr. (ii/iii A. D.); shaggy, τὰ κάτωθεν τ. καὶ τραγοειδής, of Pan, Pl.Cra. 408d, cf. 420e;λάσιον καὶ τ. [τὸ κέαρ].. ἔχοντες Id.Tht. 194e
; τ. σώματα, opp. λεῖα, X.Mem.3.10.1; of the voice, harsh, Pl.Ti. 67c, etc.; esp. of the voice of boys, when it breaks,μεταβάλλειν ἐπὶ τὸ -ύτερον Arist.HA 581a18
;τὸ τ. τῆς φωνῆς Plu. Mar.14
; and of a person,τῇ φωνῇ τ. X.An.2.6.9
; also τραχυτάτη γλῶσσα (cf. τραχύστομος) Str.14.2.28; of sounds and their combinations, harsh, opp. λεῖος, σύνθεσις, διάλεκτος, Phld.Po.Herc.994.32,36:—on τραχεῖα ἀρτηρία, v. ἀρτηρία.2 of battle and conflict, ;νιφὰς πολέμοιο Pi.I.4(3).17(35)
, cf. Simon.89;φάλαγγες Tyrt.12.22
.3 of natural forces, (anap.);- ύτερα τὰ νοσήματα ἀπεργάζεσθαι Pl.Ti. 84c
; of a river, Plu.Alex. 60, etc.;ἄελλαι A.R.1.1078
.4 of persons, their acts, feelings, or conditions, rough, harsh, savage,τ. ἔφεδρος Pi.N.4.96
; οὐ τ. εἰμι καταθέμεν I am not niggardly in paying, ib.7.76;Ἡσυχία Id.P.8.10
;ἅπας δὲ τ. ὅστις ἂν νέον κρατῇ A.Pr.35
, cf. 188 (anap.), 326;δικαστὴς τ. εἶ Id.Ag. 1421
;τ. γε.. δῆμος Id.Th. 1049
;τ. καὶ τεθηγμένους λόγους Id.Pr. 313
;τ. ὀργή E.Med. 447
;λεῖον καὶ τ. πάθημα Pl.Ti. 63e
;νόμοι τραχύτατοι Id.Lg. 864c
; τὸ τ. τοῦ ἤθους, τοῦ νόμου, Id.Cra. 406a, R. 452c;- ύτερα πράγματα Isoc.7.18
; εὐνομίη τραχέα λειαίνει smooths the rough places, Sol.4.35.II Adv. τρᾱχέως, [dialect] Ion. τρηχέως, rare in the literal sense, roughly,τ. ὑλακτεῖν Plu.Arat.8
; neut. as Adv.,τρηχὺ φωνῇ ἠπείλει Theoc.25.74
;θάλασσα τραχὺ βοᾷ AP5.179
(Mel.).2 of men's acts, τρηχέως περιέπειν τινά handle roughly, Hdt.1.73, 114; τραχέως ἔχειν to be rough, harshly disposed, Isoc.3.33; τινι D.19.45;- ύτερον ἄρχειν Isoc.3.55
;τ. ἀποκρίνεσθαι Plu.Phoc.21
, etc.; τ. φέρειν take hardly, Id.Lys.15; rarely τραχυτέρως, Pl.Clit. 406a;περιέφθησαν τρηχύτατα Hdt.6.15
. (Prob. cogn. with θράσσω, cf. ἐνθράσσω.) -
31 φρενιτικός
A suffering from φρενῖτις, Hp.Aph.4.72; τὰ φ. (sc. νοσήματα) Id.Epid.1.6, cf. Arr.Epict.2.15.3, Antyll. ap. Orib.9.22.3, Sor.2.1;φ. πυρετός Gal.17
(1).890:—φρενη [τικός] prob. in Phld.Mus.p.38K., cf. Lat. phreneticus.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρενιτικός
-
32 φυσώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυσώδης
-
33 χρονίζω
I intr., spend time,περὶ Αἴγυπτον Hdt.3.61
.2 last, continue,τὸ μὲν καλῶς ἔχον ὅπως χρονίζον εὖ μενεῖ βουλευτέον A.Ag. 847
;ἐν τῇ ὑστέρᾳ Arist.HA 523a23
; χρονίζωσι ib. 537a7;οὐ χ. τὸ ἀλγοῦν συνεχῶς ἐν τῇ σαρκί Epicur.Sent.4
, cf. Diog. Oen.58.4 take time, tarry, linger, A.Ag. 1356, Ch.64 (lyr.), Th.6.49, 8.16; κεχρονικότες, opp. ὑπόγυιοι τῇ ὀργῇ ὄντες, Arist.Rh. 1380b5;κεχρονικὼς ἐν Ῥώμῃ Plb.33.16.6
;χρονίσαι κατὰ τὸ βαλανεῖον Gal.6.417
;ἡ ναῦς καὶ τὸν χρόνον τοῦτον ὃν ἐπιστέλλω σοι χρονίζει Hp.Ep.14
: c. inf., delay to do,χ. καταβῆναι LXXEx.32.1
(also χ. τοῦ ποιῆσαί τι ib. Ge.34.19), Ev.Luc.12.45.5 of ailments, to be or become chronic, Hp.Aph.3.28.6 of wine, to be or become old, to have age, Ath. 1.33a.II [voice] Pass., to be prolonged or delayed,τῶνδε πίστις οὐκ ὄκνῳ χρονίζεται A.Th.54
, cf. Ch. 957(lyr.);πολέμου χρονισθέντος And.3.27
; [τὴν εὔνοιαν] χρονιζομένην.. φιλίαν γενέσθαι Arist.EN 1167a11
;χ. ἐν τῷ σώματι
continue,Id.
Pr. 907b22;τὰ κεχρονισμένα νοσήματα Gal.18(2).31
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρονίζω
-
34 χρόνιος
A after a long time, late,ἐλθὼν χρόνιος Od.17.112
;χρονία μὲν ἥκεις Cratin.222
, cf. Ar.Th. 912;χ. φανείς S.Ph. 1446
(anap.); χρόνιος (v.l. χρόνιον)εἰσιδὼν φίλον E.Or. 475
;τροπαίᾳ χρονίᾳ A.Th. 706
(lyr.);χρόνιοι ξυνιόντες Th.1.141
. Adv.- ίως
after a long time,Sammelb.
4314.2 (iii B.C.).2 for a long time, a long while, χρόνιόν τινα ἐκβεβληκότες, ἤλαυνε, S.Ph. 600, OC 441;μή.. χρόνιοι μέλλετε πράσσειν Id.Ph. 1449
(anap.); χρόνιος ὤν, ἀπών, E.Or. 485, IA 1099;χρόνιός εἴμ' ἀπ' ἀνθρώπων βορᾶς Id.Cyc. 249
.3 long-continued,ἀρετὰ χρονία τελέθει Pi.P.3.115
; (lyr.); χρόνια λέκτρ' ἔχων having been long married, E.Ph.14;χ. ἐτῶν ἐνιαυτοί Ar.Ra. 347
(lyr.); στόλος.. χ. ἐσόμενος, χρόνιος στρατεία, Th.6.31;δεσμὰ χ. Pl.Lg. 855b
; of plants, perennial, opp. ἐπέτειος, Thphr.HP1.1.9.4 of ailments, chronic,νοσήματα Hp.Aph.2.39
, Coac. 203; [ πόνοι] Epicur.Fr. 447;νόσοι D.H. 1.37
, Gal.6.356;ἰσχιάς Dsc.1.10
; [ βῆχες] Paul.Aeg.3.28 ([comp] Comp.). Adv.- ίως Philum.
ap. Orib.8.45 tit.: [comp] Comp. .5 Astrol., χ. ζῴδια, f.l. for Κρονικά, Cat.Cod.Astr.1.133.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρόνιος
-
35 ψωρικός
II ψωρικόν, τό (sc. φάρμακον, σμῆγμα), itch-salve, Dsc.5.99, Orib.14.24.5.2 ψωρικά, τά (sc. νοσήματα), cutaneous complaints, Plu.2.732a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψωρικός
-
36 ἀνδρικός
A masculine, manly, Pl.R. 474e, etc.; [δίαιτα] σώφρων καὶ ἀ. Id.Ep. 359a
;νοσήματα Hp.Mul.1.62
; ἀ. ἱδρώς the sweat of manly toil, Ar.Ach. 693;σφηκὸς ἀνδρικώτερον Id.V. 1090
, cf. 1077;ἐσθής D.C.45.2
;τὸ τῆς χρόας ἀ. Arist.Fr. 542
: [comp] Comp., Anaxandr.1 D. c. inf., πίνειν καὶ φαγεῖν μὲν ἀνδρικοί like men to eat and drink, Eub.12. Adv.- κῶς
like a man,Ar.
Eq. 599, V. 153, al.: [comp] Comp. : [comp] Sup.- ώτατα Id.Eq.81
; opp. ἀνάνδρως, Pl.Tht. 177b.2 of things, large, Eub.56.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδρικός
-
37 ἀποπληκτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποπληκτικός
-
38 ἀποσημαίνω
A announce by signs or signals, give notice,περί τινος Hdt.5.20
: abs., give a sign or signal, Pl.Euthd. 276b;νοσήματα ἀ.
show themselves,Arist.
Pr. 954b30.2 c. acc., indicate by signs or symptoms,οὐδὲν ἀ. Hp.Epid.1.9
; = [full] δηλῶδαι, S.Fr. 676; denote, represent, J.AJ3.7.7, Plu.Sull.7, etc.; indicate, J.AJ1.3.8, al.; declare, ib.1.8.1,al.:—[voice] Med., show by signs or proofs, Hdt.9.71; guess by signs, Ael.NA6.58.IV in [voice] Med., seal up as confiscated, sequestrate, Ar.Fr. 432, X.HG2.3.21; of persons, proscribe, ib.2.4.13 (also [voice] Act., ἀποσημανῶ· ἀποδιώξω, Hsch.).2 generally, seal up,γράμματα Hdn.4.12.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποσημαίνω
-
39 ἀποτελέω
A bring to an end, complete a work, Hdt.5.92.ή, X.HG3.2.10, Pl.Plt. 308e, etc.:—[voice] Pass., Th.4.69: [tense] pf. part. ἀποτετελεσμένος perfect,ἐπίτροπος X.Oec.13.3
.3 pay or perform what is due,τὰς εὐχάς σφι ἀ. Hdt.2.65
;τῷ θεῷ τὰ πάτρια Id.4.180
; of rent or tribute,τὰ νομιζόμενα X.Cyr.3.2.19
;ἀπαρχὴν τῶν ἐκ τῆς γῆς Pl.Lg. 806e
; pay or suffer, παραπλήσια τοῖς Καμβύσου παθήμασιν ib. 695e.4 accomplish, perform,τὰ καθήκοντα X.Cyr. 1.2.5
;προσταχθέντα Pl.Lg. 823d
;τὰ προσήκοντα Id.Criti. 108d
; ἀ. ἄρτον accomplish the making of bread, Hp.VM3;ἓν ὑφ' ἑνὸς ἕργον ἄριστ' ἀποτελεῖται Arist.Pol. 1273b10
.b esp. of astral influences, Ptol.Tetr.1, D.C.45.1, etc.; cf. ἀποτέλεσμα. c. Astrol., make a forecast, περὶ ζωῆς Ps. Ptol.Centil. 215.5 render of a certain kind, τὴν πόλιν ἀ. εὐδαίμονα make the state quite happy, Pl.Lg. 718b;ἀμείνους ἐκ χειρόνων ἀ. Id.Plt. 297b
, cf. Lg. 823d;τοιούτους ἄνδρας ὥστε.. Plb.6.52.11
:—in [voice] Med., ἄμεμπτον φίλον ἀποτελέσασθαι make him without blame towards himself. X.Lac.2.13:— [voice] Pass., ; ἐνύπνιον τέλεον ἀ. turns out.., ib. 443b.II [voice] Pass., to be worshipped, Id.Smp. 188d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποτελέω
-
40 ἐνθουσιαστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνθουσιαστικός
См. также в других словарях:
νοσήματα — νόσημα disease neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφροδίσια νοσήματα — Έτσι ονομάζονται κυρίως οι τρεις μολυσματικές ασθένειες σύφιλη, βλεννόρροια και μαλακό έλκος που προσβάλλουν συνήθως το ουρογεννητικό σύστημα και μεταδίδονται με τη συνουσία. Στα α.ν. κατατάσσονται ακόμη και τα κονδυλώματα, ο έρπις των γεννητικών … Dictionary of Greek
νοσήμαθ' — νοσήματα , νόσημα disease neut nom/voc/acc pl νοσήματι , νόσημα disease neut dat sg νοσήματε , νόσημα disease neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσήματ' — νοσήματα , νόσημα disease neut nom/voc/acc pl νοσήματι , νόσημα disease neut dat sg νοσήματε , νόσημα disease neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
παιδιατρική — Κλάδος της ιατρικής ο οποίος ασχολείται με το παιδί. Eίναι επίσης δυνατό να ορισθεί ως η μελέτη της φυσιοπαθολογίας της αύξησης, αφού η λειτουργία της ανάπτυξης του ανθρώπινου οργανισμού σε καμιά άλλη περίοδο της ζωής δεν είναι τόσο έντονη, όσο… … Dictionary of Greek
εγκυμοσύνη — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γυναίκα που φέρει στον οργανισμό της ένα ή περισσότερα έμβρυα σε ανάπτυξη. Η ε. αρχίζει με τη γονιμοποίηση και τελειώνει με τον τοκετό. Η ε. αποκαλείται φυσιολογική ή ενδομήτρια, όταν το προϊόν της σύλληψης… … Dictionary of Greek
εμετός — Ακούσια βίαιη κένωση του περιεχομένου του στομάχου, που περνά από τον οισοφάγο και τη στοματική κοιλότητα και προκαλείται από διάφορες αιτίες. Ο ε. δεν είναι νόσημα αλλά σύμπτωμα συχνό σε ορισμένα νοσήματα που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Ο… … Dictionary of Greek
νανισμός — Ανωμαλία που χαρακτηρίζεται βασικά από μειωμένη ανάπτυξη του ύψους και του βάρους του σώματος, σε σχέση με τον φυσιολογικό μέσο όρο ανάπτυξης που μας παρέχεται από τις στατιστικές για μια ορισμένη φυλή, ηλικία και φύλο. Οι τιμές του αναστήματος… … Dictionary of Greek
τρομός — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… … Dictionary of Greek
τρόμος — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… … Dictionary of Greek