-
1 συμπίπτω
Aσυμπίπτεσκον Emp.59
:—fall together, meet violently, of winds,σὺν δ' Εὖρός τε Νότος τ' ἔπεσον Od.5.295
; of two champions beginning to fight, fall to, fight hand to hand,σύν ῥ' ἔπεσον Il.7.256
, 21.387; opp. distant fighting, , cf. 5.112, Pi.I.4(3).51(69), Luc.Tox.36; ἐς νείκεα ς. Hdt.3.120, 9.55; of a hound,σὺν δὲ πεσών PCair.Zen.532.7
(iii B.C.): c. dat. pers.,ξυμπεσὼν μόνος μόνοις S.Aj. 467
;εἰς ἀγῶνα τῷδε συμπεσών Id.Tr.20
;σ. πολεμίοις X.Cyr.2.1.11
;εἰς μάχην θηρίῳ D.S.3.35
;ἀντίοι σ. τοῖς ὑποζυγίοις Plb.3.51.5
; of ships, λάβρῳ κλύδωνι ς. E.IT 1393;ξυμπεσούσης νηΐ νεώς Th.7.63
;ξ. πρὸς ἀλλήλας τὰς ναῦς Id.2.84
.2 generally, fall in with, meet with, esp. with accidents or misfortunes, c. dat. rei,ἀσιτίῃσι Hdt.3.52
; ;κακοῖς τοιοῖσδε Id.Aj. 429
; but simply, fall in with, meet, τινι UPZ62.10 (ii B.C.), PTeb.58.56 (ii B.C.).II of accidents, ailments, symptoms, events, fall upon, happen to, (lyr.);ἐάν ποτέ σοι σ. καιρός Isoc.1.32
;εὐπαιδίας τυχεῖν ἅμα καὶ πολυπαιδίας.. καὶ τοῦτ' αὐτῷ συνέπεσεν Id.9.72
; ἀσθένεια, νοσήματα σ. τινί, Pl.Ti. 17a, 82c; συμπίπτει τοῖσι πλείστοισι τοιάδε· ἐρυθήματα προσώπου κτλ. Hp.Acut. (Sp.) 6;πάθη D.26.18
;ἡμῖν σ. πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς φιλία Pl.Lg. 698c
;σ. τι ἔς τινας Hdt.7.137
.2 abs., happen, occur,τῆς αὐτῆς ἡμέρης συμπιπτούσης τοῦ τε ἐν Πλαταιῇσι καὶ τοῦ ἐν Μυκάλῃ.. τρώματος Id.9.100
;τοιούτων καιρῶν συμπεσόντων Lys.19.24
;τῶν κακῶν τῶν σ. Philem.101
.[4]; of heavenly bodies, coincide, Vett.Val.190.9 (sed leg. συνεμπέσῃ).3 c. part., like τυγχάνω, καὶ τόδε ἕτερον συνέπεσε γενόμενον Hdt.9.101;συνεπεπτώκεε ἔρις ἐοῦσα Id.1.82
;Ἀρισταγόρῃ συνέπιπτε τοῦ αὐτοῦ Χρόνου πάντα ταῦτα συνελθόντα Id.5.36
; but part. is sts. omitted, ἐὰν ἴσοι συμπέσωσιν (sc. ὄντες) Arist.Pol. 1318a39.4 freq. impers. or with neut. pron., it happens, comes to pass, folld. by inf.,τόδε σφι ὧδε συμπέπτωκε γίνεσθαι Hdt.1.139
; by ὥστε c. inf., Id.8.15, 132, 141; ξυνέπεσεν ἐς τοῦτο ἀνάγκης ὥστε .. matters came to such a pass that.., Th.1.49: or c. acc. et inf., συνέπιπτε [ αὐτὸν]ἀπῖχθαι Hdt.5.35
, cf. Th.4.68, etc.;πρὸ ρκ' ἐτῶν συνέπεσε κατ' αὐτὰς τὰς Χειμερινὰς τροπὰς ἄγεσθαι τὰ Ἴσια Gem.8.21
: c. dat. et inf.,ὅσαις ἂν.. συμπέσῃ ἐμέσαι Arist.HA 588a1
;ὅταν ἀτυχεῖν σοι συμπέσῃ τι Philippid.18
; (Tegea, iv B.C.): abs., ἀπὸ ταὐτομάτου, ἀπὸ τύχης, διὰ τύχην ς., Arist.Cael. 289b22, Rh. 1385b2, Pol. 1270b20; τὰ συμπίπτοντα one's lot or fortune, E.Fr. 572, cf. lsoc.2.35;πρὸς τὸ συμπῖπτον ἀεὶ διατάττων X.Cyr.8.5.16
; τὸ συμπεσόν the incident, Arist.Pol. 1284a32;καθάπερ ἐν κατάρροις ἐνίοτε συμπίπτει Gal.16.527
, cf. 18(2).185, al.III coincide, agree or be in accordance with,σ. τούτοισι τόνδε τὸν λόγον Hdt. 7.151
; ὥστε σ. τὸ πάθος τῷ χρηστηρίῳ turned out in accordance with it, Id.6.18: abs., agree by chance, Id.2.49; εἰς ταὐτὸν ς. agree in one, Pl. Tht. 160d, R. 473d, etc.; ἐμοὶ σὺ συμπέπτωκας ἐς ταὐτὸν λόγου have come to exactly the same point with me, E.Tr. 1036.IV fall together, i.e. fall in, esp. of a house,συμπίπτει στέγη Id.HF 905
;πόλις ὑπὸ σεισμοῦ ξυμπεπτωκυῖα Th.8.41
;οἰκία σ. X.An.5.2.24
; φοβουμένη μὴ συμπέσῃ [ τὸ ἰσιεῖον] PEnteux.6.3 (iii B.C.); esp. of the vessels of the body, fall in, collapse, Hp.Off.13, Sor.1.16, al.;οἱ κρόταφοι συμπίπτουσι Gal.18(2).29
; μυκτῆρες συμπεπτωκότες, opp. ἀναπεπταμένοι, X.Eq.1.10; σῶμα συμπεσόν a frame fallen in or emaciated, Pl.Phd. 80c; ὀφθαλμοὶ ς. Arist.HA 561a21;αἱ κοιλίαι σ. τοῦ νέφους Id.Pr. 940b31
, al.; of plant-structures, Thphr.CP1.4.4; collapse, of animals, PSI6.584.25 (iii B.C.); of the heart, contract, Ruf.Syn.Puls.3.6; συνέπεσε τῷ προσώπῳ his face fell, LXX Ge.4.5; τὸ πρόσωπον συνέπεσεν ib.1 Ki.1.18; - πέπτωκα τῇ καρδίᾳ ἀπὸ μερίμνης ib.1 Ma.6.10.2 σταφυλὴ λευκὴ συμπεπτωκυῖα dried grapes, Aët.9.30; πάντα δεδομένα κρέα συμπεπτωκότα ἔστω μέχρι δυοῖν ἡμερῶν hung, ibid.V fall together, fall into the same line, σ. ἐπ' ἀλλήλων ὑπὸ στενοχωρίας impinge one on another, Pl.Tht. 195a; converge, meet,τὸ τὰς παραλλήλους σ. οἴεσθαι Arist.APo. 77b23
, cf. Euc.1Def.23, Archim.Spir.20, al.; οἱ πόροι παρ' ἀλλήλους εἰσὶ καὶ οὐ ς. Arist.HA 495a15; of the sides of a triangle, Plb.2.14.5; of a river,σ. τῷ Κηφισῷ Plu.Sull.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπίπτω
-
2 συμπίπτω
συμπίπτω 2 aor. συνέπεσον; pf. συμπέπτωκα LXX (Hom.+; ins, pap, LXX; TestJob 40:12; Test12Patr; JosAs 18:3; Joseph.) ‘fall together’.① to fall together in a heap, fall in, collapse (Trag.; Thu. 8, 41, 2; Diod S 19, 45, 2 houses as a result of a downfall of rain and hail; Jos., Bell. 1, 331 οἶκος; OGI 595, 15; 28; PMagd 9, 3; POxy 75, 27 al. in pap; Sb 5109, 2 [I A.D.] οἰκίας συμπεπτωκυίας) Lk 6:49.② to experience inward breakdown fig. ext. of 1ⓐ (1 Macc 6:10 συνπέπτωκα τῇ καρδίᾳ ἀπὸ τῆς μερίμνης; TestZeb 10:1) collapse fr. fright MPol 12:1.ⓑ in OT expression συνέπεσεν τὸ πρόσωπον his countenance fell, has become distorted = he was downcast 1 Cl 4:3, 4 (Gen 4:5 [συνέπεσεν τῷ προσώπῳ], 6; cp. TestJos 7:2; JosAs cod. A 18 [p. 67, 11f and 14 Bat.; also cod. Pal. 364]).—M-M. s.v. συνπίπτω. -
3 συμπίπτω
+ V 2-6-5-0-2=15 Gn 4,5.6; 1 Sm 1,18; 17,32; 2 Sm 5,18to fall together, to meet, to meet violently 2 Sm 5,18; to fall Is 3,5; to fall in, to collapse Ez 30,4; to collapse (of a person’s mental state) 1 Mc 6,10; to fall, to be distorted Gn 4,5; to become extinct Is 64,10→MM (sub συνπίπτω) -
4 συμπίπτω
overlapΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συμπίπτω
-
5 πίπτω
+ V 29-117-123-69-86=424 Gn 17,3.17; 44,14; 49,17; Ex 9,19to fall 2 Chr 6,13; id. (metaph.) Jer 27(50),32; to fall down (of pers.) Jgs 19,26; to fall (of hail) Ex 9,19; to fall (in battle) Ex 32,28; to fall, to collapse (of edifice) Jos 6,5; to perish Jb 24,23; to fall upon, to come over 1 Sm 26,12; to fall to [τινι] 1 Chr 26,14; to fall out Ru 3,18πίπτω ἐπὶ πρόσωπόν μου I fell upon my face (act of adoration) Ez 9,8; κατὰ τὴν δύναμιν τὴν πεσοῦσανaccording to the army that was destroyed 1 Kgs 21(20),25*Ez 13,10 πεσεῖται it shall fall-תפל נפל for MT תפל תפלI (טפל) whitewash, see also 13,15, 22,28; *Ps 57(58),9 ἐπέπεσε it has fallen-נַָפל for MT נֵֶפל untimely birth; *DnLX X 11,14 καὶ ἀνοικοδομήσει τὰ πεπτωκότα and he shall rebuild the ruins-פרוצי ויבנה for MT פריצי ובני and the sons of robbers, the lawless, see ἀνοικοδομέωCf. HAUSPIE 2001a, 515-532(Ez 9,8); HUSSON 1983a, 200-203; SPICQ 1978a, 692-694(→ἀναπίπτω, ἀντιπίπτω, ἀποπίπτω, διαπίπτω, ἐκπίπτω, ἐμπίπτω, ἐπιπίπτω, καταπίπτω, μεταπίπτω, παραπίπτω, παρεμπίπτω, περιπίπτω, προπίπτω, προσπίπτω, συμπίπτω, ὑποπίπτω,,) -
6 συμπίτνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπίτνω
-
7 σύμπτωμα
A anything that happens, a chance, occurrence,τὰ σ. καὶ τὰ ἀπὸ τύχης Arist.Rh. 1367b24
; ἀπὸ συμπτώματος, coupled with ἀπὸ τύχης, Id.Ph. 199a1, cf. Pol. 1274a12; opp. αἴτια, Id.Div.Somn. 462b27, cf.de An. 434a32;κατὰ σύμπτωμα Thphr. Vent.17
, cf. 31.2 mishap, mischance, Th.4.36, Arist.Pol. 1304a1, Chrysipp.Stoic.2.339, IG7.411.4 (Oropus, ii B.C.); ἀκούσιον ς. D.56.43; ὅταν τις.. ἀδίκοις περιπέσῃ ς. Men.590; τὰ κοινὰ κοινῶς δεῖ φέρειν ς. Id.817.II property, attribute, Epicur.Ep.1p.20U., al.: pl., distd. fr. συμβεβηκότα, ib.p.6 U., p.24 U.;τὸν Χρόνον σ. συμπτωμάτων λέγει Id.Fr. 294
; πνεύματος ς. Gal.4.706; Νουμήνιος σ. αὐτῆς (sc. τῆς συγκαταθετικῆς δυνάμεως)φησιν εἶναι τὸ φανταστικόν Porph.
ap. Stob.1.49.25;σ. φυσικόν Iamb.Comm.Math.24
.2 Geom., property, of curve, etc., Archim.Con.Sph.13, Papp.54.21, al.III in diseases, symptom, Phld.Ir.p.29 W., Sor.1.48, al., Gal.7.50, 10.70, al.;σ. κεφαλῆς Aret.SD1.3
; symptomata is expld. by sudor nequissimus, Gloss.IV falling in, collapse, in Medical sense, Pl.Ax. 364c; of a horse, PEnteux.14.9 (iii B.C.); σ. τῆς δυνάμεως, τῆς διανοίας, Diocl.Fr.192; of the lacus Fucinus, D.C.60.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμπτωμα
См. также в других словарях:
συμπίπτω — συμπίπτω, συνέπεσα βλ. πίν. 141 (και ως απρόσ. συμπίπτει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συμπίπτω — συνέπεσα 1. συνταυτίζομαι: Συμπίπτουν οι απόψεις μας. – Συμπίπτουν οι πολιτικές τους επιδιώξεις. 2. συμπίπτω χρονικά, γίνομαι την ίδια στιγμή: Συνέπεσε τότε και η οικονομική καταστροφή του. 3. απρόσ., συμπίπτει συμβαίνει, τυχαίνει: Συνέπεσε να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπίπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμπίπτω και ποιητ. τ. συμπίτνω, Α [πίπτω] 1. εφαρμόζω πλήρως 2. (κατ επέκτ.) συνταυτίζομαι, συμφωνώ (α. «οι απόψεις μας δεν συμπίπτουν» β. «συμπεσεῑν δὲ τούτοισι καὶ τόνδε τὸν λόγον», Ηρόδ.) 3. συμβαίνω κατά τον ίδιο χρόνο (α.… … Dictionary of Greek
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
Symptom — For the 1974 horror film, see Symptoms (film). A symptom (from Greek σύμπτωμα, accident, misfortune, that which befalls [1], from συμπίπτω, I befall , from συν together, with + πίπτω, I fall ) is a departure from normal function or feeling which… … Wikipedia
Augment — In der Sprachwissenschaft wird als Augment (lateinisch augmentum, „das Vergrößerte“) ein Präfix bezeichnet, das in einigen indogermanischen Sprachen einem Verb vorangestellt wird, um Zeitformen der Vergangenheit wie das Plusquamperfekt, das… … Deutsch Wikipedia
Symptôme — Un symptôme représente une des manifestations subjectives d une maladie ou d un processus pathologique, tel qu exprimé par le patient. En général, pour une pathologie donnée, les symptômes sont multiples, elle peut même ne pas présenter de… … Wikipédia en Français
ασύμπτωτος — η, ο (AM ἀσύμπτωτος, ον) [συμπίπτω] 1. (στα μαθηματικά, γενικά, για γραμμές, επίπεδα ή σημεία) «ασύμπτωτη ευθεία» ευθεία γραμμή του επιπέδου της καμπύλης, η οποία πλησιάζει ένα τμήμα αυτής χωρίς ποτέ να την τέμνει 2. αυτός που δεν συμπίπτει ή που … Dictionary of Greek
επισυμπίπτω — ἐπισυμπίπτω (Α) 1. αναπηδώ μαζί ξανά 2. συμβαίνω κατόπιν ή επί πλέον [«ἐπισυμπίπτει οὐ μέτριον εὐτύχημα τοῑς ἤδη γεγονόσιν», Ιώσ.) 3. συμπίπτω … Dictionary of Greek
εφαρμόζω — (ΑΜ ἐφαρμόζω, Α αττ. τ. ἐφαρμόττω, δωρ. τ. ἐφαρμόσδω) 1. προσαρμόζομαι σε κάτι, έχω καλή εφαρμογή, ταιριάζω (α. «πειρήθη δ ἕο αὐτοῡ ἐν ἔντεσι... εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε», Ομ. Ιλ. β. «τα σανίδια δεν εφαρμόζουν καλά») 2. θέτω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με… … Dictionary of Greek
καθήκω — (AM, Α ιων. τ. και κατήκω) φθάνω μέχρι ένα σημείο, φθάνω έως, κατεβαίνω, απολήγω (α. «ὁ γὰρ Ἄθως ἐστὶ ὄρος μέγα τε καὶ ὀνομαστόν, ἐς θάλασσαν κατῆκον», Ηρόδ. β. (για καταγωγή) «τῷ Νεοπτολέμου γένει, ὃ δὴ ἐς αὐτὸν καθῆκεν», Αρρ.) μσν.… … Dictionary of Greek