Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

παρών

См. также в других словарях:

  • παρών — πάρειμι 1 sum pres part act masc nom sg παρών light ship masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρών — ο, ΝΜΑ βλ. πάρειμι …   Dictionary of Greek

  • παρῶν — παρόω pres part act masc voc sg (doric aeolic) παρόω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) παρόω pres part act masc nom sg παρόω pres inf act (doric) πᾱρῶν , πῆρος loss of strength neut gen pl (attic epic doric aeolic) πᾱρῶν , πηρός… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάρων — Πάρος Paros fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρων — παρόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) παρόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρὼν ἀποδημεῖς. — См. Отсутствие всякого присутствия …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • παρών, -ούσα, -όν — (μτχ. του αρχαίου ρ. πάρειμι) 1. αυτός που παραβρίσκεται, που είναι κάπου προσωπικά ο ίδιος: Όλοι οι μαθητές είναι παρόντες. 2. ως ουσ., παρόν, το (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρῶνας — παρών light ship masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερημοδικία — Η διεξαγωγή δίκης όπου ο ένας από τους διαδίκους απουσιάζει ή δεν είναι παρών με τον κατάλληλο προς την περίπτωση τρόπο. Η σημασία της ε. στο αστικό δίκαιο (αστική δίκη) είναι μεγάλη, ιδίως στην πρώτη συζήτηση της υπόθεσης. Ο όρος ε. συνδέεται με …   Dictionary of Greek

  • PRAESENS — I. PRAESENS Consul cum Rufino, An. Urb. Cond. 905. Alius Consul cum Albino, An. 998. II. PRAESENS Latinis perquam eleganter dicitur, quimagnam vim habet pecuniae numeratae, Graece ἔυχαλκος: sed et παρὼν, in optimo Gloss. Praesens, ἐπιφανὴς καὶ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»