Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μετὰ+πολλῆς+ς

См. также в других словарях:

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • παραδρομή — η, ΝΜΑ νεοελλ. απροσεξία, αβλεψία («λάθος εκ παραδρομής») μσν. (για χρόνο) παρέλευση, πέρασμα («μετὰ δὲ τὴν παραδρομὴν τούτων τῶν δέκα χρόνων», Διήγ. Αχιλλ.) αρχ.1. το να τρέχει κάποιος πλησίον ή παραπλεύρως ενός άλλου, δηλ. το να συνοδεύει και… …   Dictionary of Greek

  • περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… …   Dictionary of Greek

  • Teeteto — Para otros usos de este término, véase Teeteto (desambiguación). Teeteto, en griego Θεαίτητος, en latín Theaetetus o Theaitetos (Atenas c. 417 a. C. 369 a. C.), hijo de Eufronio, del demo ateniense de Sunión, fue un matemático …   Wikipedia Español

  • Самбика — Самбика, самбука (греч. σαμβύκη, лат. sambuca) древнегреческий струнный щипковый инструмент типа треугольной арфы, вероятно, завезённый в Грецию с Ближнего Востока. Большинство авторов описывают самбику как инструмент небольшого размера с… …   Википедия

  • πραγματεία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. πρηγματίη, και ποιητ. τ. πραγματίη, Α [πραγματεύομαι] νεοελλ. επιστημονική μελέτη, σύγγραμμα, διατριβή νεοελλ. μσν. πραμάτεια αρχ. 1. επιμελής ενασχόληση με μια εργασία μέχρι την περάτωσή της 2. επίπονη, κοπιαστική εργασία 3.… …   Dictionary of Greek

  • ЕЗДРА — [евр. , греч. Εσδρας, Εζδρας] (V в. до Р. Х.), ветхозаветный свящ. из рода Аарона, пришедший из Вавилона в Иерусалим «в седьмой год царя Артаксеркса» (1 Езд 7. 7), один из создателей послепленной иудейской общины в Палестине. Сведения о нем… …   Православная энциклопедия

  • мъногыи — (мъногыи4000) пр. 1.Многочисленный, значительный по количеству: съдравьствѹите же мънога лѣ(т). съдрьжѧще порѹчение || свое. ЕвОстр 1056–1057, 294в–г (запись); Да чл҃вкъ ѹбо обѣштѧ сѧ. ˫ако чѧ˫а многа лѣта быти въ пока˫ании (πολυχρονίσαι) Изб… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Οσίου Λουκά, μονή — Μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας. Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο αποτελούσε περίφημο πνευματικό και μοναστικό κέντρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Καστρί,… …   Dictionary of Greek

  • υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… …   Dictionary of Greek

  • σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»