Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κοσμεῖν

См. также в других словарях:

  • κοσμεῖν — κοσμέω order pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • косметика — Из франц. cosmetique от греч. κοσμητικός, κοσμεῖν украшать …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Schmücken — Schmücken, verb. reg. act. die Gestalt eines Dinges verschönern, besonders so fern es durch glänzende oder andere für schön gehaltene Dinge geschiehet, da es denn in der edlern und höhern Schreibart für das mehr vertrauliche putzen üblich ist.… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • καθίννυμαι — (Α) 1. καθίζομαι* 2. παίρνω ή μπαίνω σε θερμό λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἵννυμαι, αμφίβολος τ. Συνδέεται πιθ. με τη γλώσσα τού Ησυχίου «ἰνύεσθαι κοσμεῑν, ἱδρύνεσθαι», η οποία όμως δεν παρουσιάζει δασύτητα] …   Dictionary of Greek

  • πλέγμα — Συγκρότημα νεύρων ή αιμοφόρων αγγείων, που συνδέονται στενά μεταξύ τους, έτσι που να σχηματίζουν ένα είδος δικτύου. Υπάρχουν πλέγματα στο νευρικό και στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών. Σχετικά με τον άνθρωπο πρέπει να …   Dictionary of Greek

  • σεμνός — ή, ό / σεμνός, ή, όν, ΝΜΑ σοβαρός, ευπρεπής, κόσμιος (α. «είναι σεμνός και συνετός νέος» β. «διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ) νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, ντροπαλός 2. συνετός, μετριόφρονας μσν. νέος, νεαρός, μικρός (ἅμα τῆς ἑαυτοῡ… …   Dictionary of Greek

  • συνεπαινώ — έω, Α [ἐπαινῶ] 1. επιδοκιμάζω μαζί, συγκατανεύω («συνεπαινεσάντων δὲ πάντων καὶ οὐδενὸς εἰπόντος ἐναντίον οὐδὲν», Δημοσθ.) 2. επαινώ, εγκωμιάζω κάποιον από κοινού με άλλον («ὑμᾱς δὲ πρέπει ξυνεπαινεῑν τε καὶ κοσμεῑν τοιούτους ἄνδρας», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»