-
1 κοσμείν
-
2 κοσμεῖν
-
3 κοσμέω
1 deck, dress richly ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις having dressed her in fine clothing P. 9.118καὶ τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον καὶ λεβήτεσσιν φιάλαισί τε χρυσοῦ I. 1.19
χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν as victors in the games Παρθ. 2.. ἔνθα μοι ἁρμόδιον δεῖπνον κεκόσμηται is richly laid out N. 1.22 met., honour,πλατεῖαι πάντοθεν λογίοισιν ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν N. 6.46
-
4 ἵνα
ἵνα,A Adv.,I of Place,1 in that place, there, once in Hom.,ἵ. γάρ σφιν ἐπέφραδον ἠγερέθεσθαι Il.10.127
(acc.to Eust.).2 elsewh. relat., in which place, where, 2.558, Od.9.136, Hdt.2.133,9.27,54, Pi.O.1.95, B.10.79, A.Pr.21, al., S.El.22, 855, Ar.Ra. 1231, etc.: rarely in [dialect] Att. Prose, Lys.13.72 (v. infr.), Pl.Ap. 17c, Phlb. 61b; ἵ. ἡ Νίκη (sc. ἐστίν) IG22.1407.13: rare in later Greek, Arr.An.1.3.2, Luc.Cont.22, Ind.3: with particles,ἵ. τε Il.20.478
;ἵ. περ 24.382
, Od.13.364, Lys. l.c.; ἵν' ἄν c. subj., wherever, S.OC 405, E. Ion 315; as indirect interrog., Hdt.1.179, 2.150, E.Hec. 1008.b after Hom., like other Advs. of Place, c. gen.,ἵ. τῆς χώρης Hdt.1.98
; ἔμαθε ἵ. ἦν κακοῦ in what a calamity, Id.1.213;οὐδ' ὁρᾶν ἵν' ἐ̄ κακοῦ S.OT 367
; ἵν' ἕσταμεν χρείας ib. 1442;ἵν' ἦμεν ἄτης Id.El. 936
; .c with Verbs of motion, whither, Od.4.821, al.;ὁρᾷς ἵν' ἥκεις S.OT 687
, al., Din.2.10;ιναπερ ὥρμητο Th. 4.74
.II of circumstance, γάμος.., ἵ. χρή at which, when, Od.6.27; ἵ. μὲν ἐξῆν αὐτοῖς.., ἐνταῦθα.. when it was in their power, Antipho 6.9.2 = ἐάν, dub. in Il.7.353 (v.l. ἵν' ἄν, cf. Sch.), Archil. 74.7 codd., v.l. in Din.1.1, and Pl.Chrm. 176b.B Final Conj., that, in order that, from Hom. downwards, mostly first word in the clause, but sts. preceded by an emphatic word, Pl.Chrm. 169d;ἵ. δή Il.7.26
, 23.207, Hdt.1.29, Pl.R. 420e, 610c: never with ἄν or κε (if found, these particles belong to the Verb, as in Od.12.156, E.IA 1579).I general usage:1 with subj.,a after primary tenses of ind., also subj. and imper.: [tense] pres. ind., Il.3.252, Od.2.111, X.Mem.3.2.3, Cyr.1.2.11, Isoc.3.2: [tense] pf. ind., Il.1.203, Isoc.4.129: [tense] fut., Od.2.307,4.591, X.Cyr.1.2.15; subj., S.OT 364; imper., Il.19.348,al., A.Pr.61, S.Ph. 880, Ar.Ra. 297, Pl.R. 341b, Men. 71d.b after historical tenses, in similes, where the [tense] aor. is gnomic, Od.5.490 ( αὔοι codd.); where [tense] aor. is treated as equiv. to [tense] pf., Il.9.99, Od.8.580, Hdt.5.91, Lys.1.4, D.9.26: when the purpose is regarded from the point of view of the speaker's present,σὲ παῖδα ποιεύμην ἵ. μοι.. λοιγὸν ἀμύνῃς Il.9.495
, cf. Hdt.1.29, 6.100, Th.1.44, al., Lys.1.11,12,al.c after opt. and ἄν, when opt. with οὐκ ἄν is used with sense of imper., Il.24.264, Od.6.58; after βουλοίμην ἄν.., Lys.7.12.2 with opt.,a after historical tenses, Il.5.3, Od.3.2, A. Th. 215, Lys.3.11, Pl.Prt. 314c, etc.: after the historical [tense] pres., E. Hec.11: sts. both moods, subj. and opt., follow in consecutive clauses, Od.3.77, Hdt.8.76,9.51, D.23.93,49.14.c rarely after primary tenses, by a shifting of the point of view, Od.17.250, Ar.Ra.24, Pl.R. 410c.3 with past tenses of ind.,a after unfulfilled wishes, Id.Cri. 44d.b after ind. with ἄν, to express a consequence which has not followed or cannot follow, S.OT 1389, Pl.Men. 89b, D.29.17: esp. after ἐβουλόμην ἄν.., Ar. V. 961, Lys.4.3.c after such Verbs as ἐχρῆν, ἔδει, E.Hipp. 647, Pl.Prt. 335c, Smp. 181e, Euthd. 304e, Isoc.9.5, D.24.48, Men.349.5, etc.: whenan unfulfilled obligation is implied, τεθαύμακα ὅτι οὐκ εἶπεν ( = ἔδει εἰπεῖν).. ἵ... Pl.Tht. 161c
; ἀντὶ τοῦ κοσμεῖν ( = δέον κοσμεῖν).. ἵ... D.36.47
.d after [tense] pres. ind. in general statements (including the past),οὐδὲ γὰρ τὸ εἶναι ἔχει ἡ ὕλη, ἱ. ἀγαθοῦ ταύτῃ μετεῖχεν Plot.1.8.5
.II special usages:1 like ὅπως, after Verbs of command and entreaty, is common only in later Gr. (but cf. Od.3.327 with ib.19), ἀξιοῦν ἵ... Decr. ap. D.18.155;δεήσεσθαι ἵ... D.H.1.83
;παρακαλεῖν ἵ... Arr.Epict.3.23.27
: freq. in NT,ἐκήρυξαν ἵ. μετανοήσωσιν Ev.Marc.6.12
, al.; of will, ὅσα ἐὰν θέλητε ἵ. ποιῶσιν.. ib.25: hence ἵ. c. subj. stands for infin., ἐν τούτῳ ἵ. καρπὸν φέρητε ( = ἐν τῷ φέρειν) Ev.Jo.15.8, etc.;πρῶτόν ἐστιν ἵ. κοιμηθῶ Arr.Epict.1.10.8
, cf. M.Ant.8.29; also for ὥστε, LXX Ge.22.14,al., Plu.2.333a, Porph.Abst.2.33, etc.2 because, ἵ. ἀναγνῶ ἐτιμήθην I was honoured because I read, Anon. ap. A.D.Synt.266.5, cf. Conj.243.21, Choerob.in Theod.2.257, al.; not found in literature.3 elliptical usages,a where the purpose of the utterance is stated, Ζεὺς ἔσθ', ἵν' εἰδῇς 'tis Zeus,— [I tell thee this] that thou may'st know it, S.Ph. 989;ἵ. μὴ εἴπω ὅτι οὐδεμιᾷ Pl.R. 507d
;ἵ. συντέμω D.45.5
;ἵν' ἐκ τούτων ἄρξωμαι Id.21.43
; ἵ. δῶμεν.. granted that.., S.E.P.2.34, cf. 1.79.b in commands, introducing a principal sentence, ἵ. συντάξῃς order him.., PCair.Zen. 240.12 (iii B.C.);ἵ. λαλήσῃς PSI4.412.1
(iii B.C.);ἵ. ἐλθὼν ἐπιθῇς τὰς χεῖρας αὐτῇ Ev.Marc.5.23
,cf. 2 Ep.Cor.8.7, LXX 2 Ma.1.9, Arr.Epict.4.1.41, Did. ap. Sch.S.OC 156.c ἵ. τί (sc. γένηται); to what end? either abs. or as a question, Ar.Ec. 719; or with a Verb following, Id. Pax 409, cf. Pl.Ap. 26d, etc.; ἵ. δὴ τί; Ar.Nu. 1192.d in indignant exclamations, to think that.. !Σωκράτης ἵ. πάθῃ ταῦτα Arr.Epict.1.29.16
. -
5 εἰμί
εἰμί ( εἰμ(ί), [ἔσσι], ἐσσί, ἔστι(ν), ἐστί(ν), ἔσθ, εἰμέν, ἐντί, εἰσίν, ἔντι; εἴην, εἴη; ἔστω; ἐών, ἐόντα, ὄντα, ἐόντων, ἐοῖσα, ἐοῖσαν, ἐόντων; ἔμμεναι, ἔμμεν, [εἶναι codd.]: fut. ἔσομαι, ἔσσομαι, ἔσεται, ἔσσεται, ἔσται; ἐσσομένας gen., ἐσσόμενον, ἐσσόμενα; ἔσσεσθαι, ἔσεσθαι: impf. ἦν, ἔσαν, ἦσαν; ἔσκεν.)1 be. A1 c. predicative adj.aἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι O. 1.32
τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44
θεὸς εὔφρων εἴη λοιπαῖς εὐχαῖς O. 4.13
ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν O. 5.16
ἦν δὲ κλέος βαθύ O. 7.52
φανερὰν ἐν πελάγει Ῥόδον ἔμμεν ποντίῳ O. 7.56
τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν O. 8.53
μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον ἔμμεν O. 9.64
ὁ δὲ λόγος δόξαν φέρει, λοιπὸν ἔσσεσθαι στεφάνοισί νιν ἵπποις τε κλυτὰν P. 1.37
γένοἰ οἷος ἐσσὶ μαθών P. 2.72
[ ἀβάπτιστός εἰμι (codd.: εἶμι Schnitzer) P. 2.80]σμικρὸς ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις ἔσσομαι P. 3.107
“ ἔσομαι τοῖος” P. 4.156δίδυμαι γὰρ ἔσαν ζωαί P. 4.209
πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσεται P. 5.54
εὐθύτομόν τε κατέθηκεν Ἀπολλωνίαις ἀλεξιμβρότοις πεδιάδα πομπαῖς ἔμμεν ἱππόκροτον σκυρωτὰν ὁδόν P. 5.92
ἐδόκησέν τε ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν P. 6.42
“ κρυπταὶ κλαίδες ἐντὶ σοφᾶς Πειθοῦς ἱερᾶν φιλοτάτων” P. 9.39θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ P. 10.21
θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί N. 1.24
ἐστὶ δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς N. 3.80
τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν N. 5.31
σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ (Schr.: προπρεῶνα μέν codd.) N. 7.86 ξανθοκομᾶν Δαναῶν ἦσαν μέγιστοι <¯˘¯> N. 9.17ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις I. 2.6
ἐσσὶ γὰρ ὦν σοφός I. 2.12
οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων I. 2.30
ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά ( ἔστι Er. Schmid) I. 8.15 ἄλοχον εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν (Tricl.: ἔμμεναι codex) I. 8.29 ἦν γὰρ τὸ πάροιθε φορητὰ sc. Delos fr. 33d. 1.νεόπολίς εἰμι Pae. 2.28
ἄνιππός εἰμι Pae. 4.27
λίαν μοι [δέο]ς ἔμπεδονεἴη κεν Pae. 4.49
κατεκρίθης δὲ θνατοῖς ἀγανώτατος ἔμμεν Pae. 16.7
= fr. 147 Schr. σῶμα δ' ἐστὶ θνατόν Παρθ. 1. 1. τί ἔρδων φίλος σοι εἴην, τοῦτ αἴτημί σε (<ἂνγτ; εἴην coni. Christ) fr. 155. 3. νὸκακ ἔμμεναι fr. 169. 17.b with infinitive added.ἦν δ' ἐσορᾶν καλός O. 8.19
εἲην εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι O. 9.80
“ ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι” P. 4.139εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν P. 8.29
ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.50
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι N. 5.18
αἰδοῖος μὲν ἦν ἀστοῖς ὁμιλεῖν I. 2.37
c impersonal.ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν P. 1.55
2 c. pred. subs.ἦν Τάνταλος οὗτος O. 1.55
Σικελίας ἔσαν ὀφθαλμός O. 2.9
εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον; O. 6.4Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός, περὶ θνατῶν δ' ἔσεσθαι μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον O. 6.50
ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός ( εεσι Π: ἔστι vel εἶσι Wi<*>.) O. 6.90ἐκέλευσεν νεῦσαι μιν ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι O. 7.68
“ φάτο δΕὐρύπυλος ἔμμεναι” P. 4.34 “ οὐδὲ μὰν χαλκάρματός ἐστι πόσις Ἀφροδίτας” P. 4.87 “Ποίαν γαῖαν, ὦ ξεῖν, εὔχεαι πατρίδ' ἔμμεν;” P. 4.98 “ καρτερὸς ὅρκος ἄμμιν μάρτυς ἔστω Ζεὺς” P. 4.167ἐσσὶ δ' ἰατὴρ ἐπικαιρότατος P. 4.270
βασιλεὺς ἐσσὶ P. 5.16
Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦν βασιλεύς P. 9.14
φίλτατον παρθενικαὶ πόσιν ἢ υἱὸν εὔχοντ, ὦ Τελεσίκρατες, ἔμμεν (sc. σε) P. 9.100πάτραν ἵν' ἀκούομεν, Τιμάσαρχε, τεὰν ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς πρόπολον ἔμμεναι N. 4.79
οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ N. 5.1
ξεῖνός εἰμι N. 7.61
φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι νόῳ φιλήσαντ ἀτενέι γείτονι χάρμα πάντων ἐπάξιον N. 7.87
ἀρχοὶ δοὐκ ἔτ' ἔσαν Ταλαοῦ παῖδες N. 9.14
οὐ θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν ἀεθληταῖς ἀγαθοῖσιν N. 10.51
πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ N. 10.58
“ ἐσσί μοι υἱός” (Snell ἔσσι) N. 10.80φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν I. 6.72
τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν (Bergk: εἶναι Stobaeus: om. Clem. Alex.) fr. 61. 1. ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν κέντρον fr. 124. 2. εὐδαιμόνων δραπέτας οὐκ ἔστιν ὄλβος fr. 134. φὰν δ' ἔμμεναι Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος fr. 243. as inf. of purpose,ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις, τέλος ἔμμεν ἄκρον P. 9.118
Θέμιν Μοῖραι ἇγον σωτῆρος ἀρχαίαν ἄλοχον Διὸς ἔμμεν fr. 30. 6.3 emphatic, there is, areἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι O. 9.104
ἐξ ὀνείρου δαὐτίκα ἦν ὕπαρ O. 13.67
ἔστι δὲ φῦλον ἐν ἀνθρώποισι ματαιότατον P. 3.21
δυσθρόου φωνᾶς ἀνακρινόμενον ποινὰ τίς ἔσται πρὸς θεῶν P. 4.63
ὅσαι τεἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι, τετόλμακε P. 5.116
ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ P. 12.30
ἔστι δ' ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον N. 1.10
εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74
ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι N. 8.32
ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι N. 8.50
ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων N. 9.6
ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι N. 10.20
“ τίς δὴ λύσις ἔσσεται πενθέων;” N. 10.77 οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον (Calliergus; ἦεν, ἦς codd.) I. 1.26ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων I. 4.31
τέθμιόν μοι φαμὶ σαφέστατον ἔμμεν τάνδ' ἐπιστείχοντα νᾶσον ῥαινέμεν εὐλογίαις (Boeckh: εἶναι codd.) I. 6.20οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24
]ον τέλος [ἔς]ται[ (ἔσσεται Σ̆{im}) Πα. 7C. 6. ἦν γάρ τι παλαίφατον[ fr. 140a. 69. “ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” fr. 168. 6. χρυσέων βελέων ἐντὶ τραυματίαι ( ἔντι alii) fr. 223.4 c. dat. (= ἔχω.) πολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας (= ἐστί Boeckh, wrongly) O. 2.84 ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος κὰν νόμονἐρδόμενον O. 8.77
πλατεῖαι πάντοθεν λογίοισιν ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν N. 6.45
εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος, Ζεῦ πάτερ N. 8.35
“ ἔστι σοι τούτων λάχος” N. 10.85ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ I. 3.9
ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος I. 4.1
“ἔσσεταί τοι παῖς, ὃν αἰτεῖς, ὦ Τελαμών” I. 6.52 cf. also O. 12.1—2.5 be (situated)τοῖσι μὲν ἐξεύχετἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν O. 13.62
ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί P. 5.98
ἐχρῆν δέ τιν' ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι N. 7.45
ἐντί τοι φίλιπποί ταὐτόθι καὶ κτεάνων ψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32
κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ ἔστι, καλλίστα θεῶν N. 10.18
cf. B. 1.6 be, come to passὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ P. 4.170
“χὤ τι μέλλει χὠπόθεν ἔσσεται, εὖ καθορᾷς” P. 9.497 c. gen.a of origin: be descended (from) κείνων δ' ἔσαν χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι ( ἔσσαν byz.: ἦσαν Σ̆{1}, Turyn) O. 9.54b possessive: be of, belong toγνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἰμὲν αἴσας P. 3.60
ἔντι μὲν χρυσαλακάτου τεκέων Λατοῦς ἀοιδαὶ ὥριαι παιάνιδες. ἔντι[ (edd.: ἕντι codex: ἐντὶ legendum) Θρ. 3. 1—2. cf. I. 4.318 c. ἐκ, ἀπό.a be, come fromχρὴ δ' ἀπ Ἀθανᾶν τέκτον ἀεθληταῖσιν ἔμμεν N. 5.49
τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.b be born ofυἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου ἔμμεναι P. 12.18
B part.1 pres. part.a [† ἅμα (codd.: ἐόντα Maas) O. 1.104]θεὸς ἐπίτροπος ἐὼν O. 1.106
ἐμὲ πρόφαντον σοφίᾳ ἐόντα O. 1.116
οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος O. 6.19
ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς O. 9.94
οἷος ἐὼν θρέψενποτὲ P. 3.5
Ἰόλαον ὑμνητὸν ἐόντα P. 11.61
ἐὼν καλὸς ἔρδων τ' ἐοικότα μορφᾷ N. 3.19
Τελαμὼν Ἰόλᾳ παραστάτας ἐὼν N. 3.37
Ἀχιλεὺς παῖς ἐὼν ἄθυρε N. 3.44
κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν N. 6.17
πομπαῖς θεμισκόπον οἰκεῖν ἐόντα πολυθύτοις N. 7.47
εἰ γάρ σφίσιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα N. 7.100
θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.32
Ἰφικλέος μὲν παῖς ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει I. 1.30
ἐὼν καλὸς I. 2.4
θεότιμος ἐών I. 6.13
]βαρβι[τί]ξαι θυμὸν ἀμβλὺν ὄντα καὶ φωνὰν ἐν οἴνῳ[ (forma valde dubia: v.l. ἀμβλύνοντα) fr. 124d.b where the part. is concessive.σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.52
καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον P. 4.265
καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν ὅμως Θήβαν ἐπασκήσει fr. 194. 4.c where the part. is conditional.ἀξιωθείην κεν, ἐὼν Θρασύκλου Ἀντία τε σύγγονος, Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων N. 10.39
d followingφαίνομαι. θαυμαστὸς ἐὼν φάνη O. 9.96
ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.30
cf. P. 4.170e c. adv., being (situated) cf. A. 5 supra.εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι O. 6.104
εἶδον γὰρ ἑκὰς ἐὼν P. 2.54
ἐὼν δ' ἐγγὺς Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ ἀνήρ N. 7.64
“ ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐὼν” N. 10.87f subs., n. pl., goods, possessionsοὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν, ἀλλ' ἐόντων εὖ τε παθεῖν N. 1.32
]ἑκὰς ἐόντων Pae. 4.35
m. pl., living ( φάμα)· ἅ τε ὤπασεν τοιάδε τῶν τότ' ἐόντων φύλλ ἀοιδᾶν (ὡς ἄλλων ἐγκωμιακότων ποιητῶν. Σ.) I. 4.272 fut. part.aἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας O. 12.8
b subs.τά τ' ἐσσόμενα τότ ἂν φαίην σαφές O. 13.103
ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται N. 1.27
C various impersonal usages.a in wishes, εἴη c. (dat., acc. &) inf.εἴη σέ τε πατεῖν, ἐμέ τε ὁμιλεῖν O. 1.115
εἴη, Ζεῦ, τὶν εἴη ἀνδάνειν P. 1.29
φίλον εἴη φιλεῖν P. 2.83
ἁδόντα δεἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν P. 2.96
( ῥῆμα)τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.11
εἴη μιν ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.64
εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς I. 6.7
εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 1.b c. adj., part. & inf.ἔστι δἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35
ἦν ὅτι νιν πεπρωμένον ἀμπνεῦσαι καπνόν O. 8.33
θέσφατον ἦν Πελίαν θανέμεν P. 4.71
φαντὶ δἔμμεν τοῦτ' ἀνιαρότατον, καλὰ γινώσκοντ ἀνάγκα ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.287
ἔστι δἐοικὸς ὀρειᾶν γε Πελειάδων μὴ τηλόθεν ὠαρίωνα νεῖσθαι N. 2.10
συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμἀπὸ Σπάρτας N. 11.33
πεπρωμένον ἦν, φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν ποντίαν θεόν I. 8.32
c = ἔξεστι,c acc. & inf. εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν ( ἑὰν codd. Σγρ: ἐὰν Σγρ: ἓ τὰν Boeckh) N. 7.24 οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν (Böhmer: οὐκέτι πόρσω, οὐκ ἔστι πρόσω codd.) N. 9.47d c. dat. (& inf.?): it is one's duty ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων (supp. Lobel: ἀγάλλειν supp. Snell, e. g.) fr. 215. 5.e ἔστιν ὅτε, ἦν ὅτε, there is, was a time when ἦν ὅτε σύας Βοιώτιον ἔθνος ἔνεπον fr. 83. subordinate verb suppressed: ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις, ἔστι δοὐρανίων ὑδάτων sometimes O. 11.1—2. ἔσθ' ὅτε πιστόταται σιγᾶς ὁδοί fr. 180.f οὐκ ἔστιν ὅπως, it is impossible that οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 3. D dub. † ἔστι δέ τοι χέκωνκακίει καπνός ( ἔτι coni. Heyne) fr. 185. fragg. ]έμμεν ἁλίῳ κυ[ Pae. 6.149
ἔσσεται γὰρ ἁδυ[ Pae. 21.13
]ὅτ' ἦσαν [fr. 111a. 3. ἐμμεν[ ?fr. 338. 3. -
6 ἐπεί
ἐπεί conj.a temporal, c. aor. ind., after, whenτοῦ ἐράσσατο Ποσειδάν, ἐπεί νιν καθαροῦ λέβητος ἔξελε Κλωθώ O. 1.26
Ἀχιλλέα τ' ἔνεικ, ἐπεὶ Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε, μάτηρ O. 2.79
φθέγξατ' ἐπεὶ κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14
βασιλεὺς δ, ἐπεὶ πετράεσσας ἐλαύνων ἵκετ' ἐκ Πυθῶνος, ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα O. 6.47
τερπνᾶς δ' ἐπεὶ λάβεν καρπὸν Ἥβας, ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν O. 6.57
δράκοντες, ἐπεὶ κτίσθη νέον, οἱ δύο μὲν κάπετον O. 8.37
ἐκτίσσατο, ἐπεὶ Ποσειδάνιον πέφνε Κτέατον O. 10.26
ἀλλ' ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν,σέλας δ' ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου, τότ ἔειπεν P. 3.38
“τοί μ' ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φέγγος, κρύβδα πέμπον” i. e. as soon as P. 4.111ἐπεὶ κατέβα ναυτᾶν ἄωτος, λέξατο P. 4.188
ἐπεὶ δ' ἐμβόλου κρέμασαν ἀγκύρας ὕπερθεν, ἐκάλει P. 4.191
κεῖνόν γε καὶ βαρύκομποι λεόντες περὶ δείματι φύγον, γλῶσσαν ἐπεί σφιν ἀπένεικεν ὑπερποντίαν P. 5.59
μόλον, καπνωθεῖσαν πάτραν ἐπεὶ ἴδον P. 5.84
τόν, Εὐρυσθῆος ἐπεὶ κεφαλὰν ἔπραθε φασγάνου ἀκμᾷ, κρύψαν P. 9.80
ἔνθ' Ἀλεξίδαμος, ἐπεὶ φύγε λαιψηρὸν δρόμον, παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν P. 9.121
μάντιν τ' ὄλεσσε κόραν, ἐπεὶ ἔλυσε δόμους ἁβρότατος P. 11.33
ἀλλ' ἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο, παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος P. 12.18
ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον, ὡς, ἑπεὶ μόλεν, ὡς κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα N. 1.35
Πριάμου πόλιν Νεοπτόλεμος ἐπεὶ πράθεν N. 7.35
ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς κείνου γενεάν, ἐπεὶ ἐν χαλκέοις ὅπλοις Τηλεβόας ἔναρεν N. 10.14
ἐπεὶ δ' ἄλκιμον νέκυν ἐν τάφῳ πολυστόνῳ θέντο Πηλείδαν, ἦλθον ἄγγελοι Pae. 6.98
ἀνδροδάμαντα δ ἐπεὶ Φῆρες δάεν ῥιπὰν μελιαδέος οἴνου, ἐσσυμένως ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 1.b causal, =γάρ. Μοῖσα δ' οὕτω ποι παρέστα μοι. ἐπεὶ στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο θεόδματον χρέος O. 3.6
ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται, στεφάνους ἐν Ὀλυμπίᾳ ἐπεὶ δέξαντο O. 6.27
ἀλλά νιν οὐκ εἴασεν. ἐπεὶ εἶπε O. 7.61
ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ. ἐπεὶ νεφέλᾳ παρελέξατο P. 2.36
πέμψεν κασιγνήταν ἐς Λακέρειαν, ἐπεὶ παρὰ Βοιβιάδος κρημνοῖσιν ᾤκει παρθένος P. 3.34
ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων, ἃν περὶ ψυχὰν ἐπεὶ γάθησεν P. 4.122
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον. ἐπεὶ θαητὸν εἶδος ἔπλετο P. 9.108
ἐπεὶ ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικεν N. 4.31
ὑπέρτατος Ἁγησιμάχοἰ ὑέων γένετο. ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρονἀρετᾶς ἦλθον N. 6.23
ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν. ἐπεί σφιν Αἰακίδαι ἔπορον ἔξοχον αἶσαν N. 6.46
διὰ τὸν ἁδυεπῆ Ὅμηρον. ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι N. 7.22
(by entertaining the Dioskouroi they have become great athletes)ἐπεὶ εὐρυχόρου ταμίαι Σπάρτας ἀγώνων μοῖραν διέποντι N. 10.51
πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῖον. ἐπεὶ τοῦτον εἵλετ' αἰῶνα N. 10.57
χορεύων τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ. ἐπεὶ στεφάνους ἓξ ὤπασεν Καδμοῦ στρατῷ ἐξ ἀέθλων I. 1.10
μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις. ἐπεὶ κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ἀντὶ μόχθων ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.45
ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν πραπίδες, ἐπεὶ θεσφάτων ἐπάκουσαν I. 8.31
Δωρίων ἔλαχεν σελίνων. ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε I. 8.64
ἔσχον Δᾶλον, ἐπεί σφιν Ἀπόλλων δῶκεν Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν Pae. 5.40
ἐπεὶ αυ[ Πα. 7B. 13. πατρῶἰ ἐπεί[ Θρ. 4. 12. following impv.: “κράτει δὲ πέλασον. ἐπεὶ τρεῖς τε καὶ δέκ' ἄνδρας ὀλέσαις” O. 1.79δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν. ἐπεὶ ὕβριος ἐχθρὰν ὁδὸν εὐθυπορεῖ O. 7.90
ἀπό μοι λόγον τοῦτον, στόμα, ῥῖψον. ἐπεὶ τό γε λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σοφία O. 9.37
κλῦτ, ἐπεὶ εὔχομαι O. 14.5
μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν μηδὲ τούσδ ὕμνους. ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.45
Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον, ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν I. 8.67
following a wish:θεὸς εὔφρων εἴη λοιπαῖς εὐχαῖς. ἐπεί νιν αἰνέω O. 4.14
ἐν τίν κ' ἐθέλοι εὐτυχῶς ναίειν. ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς N. 7.93
introducing parenthesis:ἐπεὶ πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα ἔπακτον στυγερώτατος O. 10.88
introducing example: τεκμαίρομαι ἔργοισιν Ἡρακλέος. ἐπεὶ Γηρυόνα βόας ἔλασεν fr. 169. 6. introducing question: ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; O. 2.98 ἐπεὶ ἀντίον πῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν; O. 9.29 ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον; P. 7.5c fragg. ]διὰ θυρᾶν ἐπειδ[ Pae. 20.7
]ἐπεὶ πάντα[ ?fr. 334a. 11. -
7 εὐκλεής
1 gloriousεὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες O. 2.90
οἶς αἰδοία ποτιστάξῃ χάριςεὐκλέα μορφάν O. 6.76
παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ (byz.: εὐκλεεῖ codd., cf. Wil., Verskunst, 59) O. 10.85πάνδοκον ναὸν εὐκλέα διανέμων P. 8.62
“ δέξεται εὐκλέα νύμφαν” P. 9.56 ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, εὐκλεᾶ λαοσσόων μναστῆρ' ἀγώνων (Er. Schmid: εὐκλέα codd: - εέα scribebam” Schr., cf. Παρθ. 2. 38) P. 12.24 τόν, ὦ πολῖται, κωμάξατε Τιμοδήμῳ σὺν εὐκλέι νόστῳ (Calliergus: εὐκλεεῖ codd., cf. O. 10.85) N. 2.24 ὃς τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ (Mosch.: - εεῖ codd., cf. O. 10.85) N. 3.68πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον N. 5.15
εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα N. 6.29
νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν N. 6.46
εὐκλέων δ' ἔργων ἄποινα χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν I. 3.7
ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων I. 4.23
ε]ὐκλέα χάριν Pae. 2.103
πανδαίδαλόν τ' εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75.5. -
8 λόγιος
1 chronicler, poetὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει καὶ λογίοις καὶ ἀοιδοῖς P. 1.94
[ ἀοιδοὶ καὶ λόγιοι (codd., Π: ἀοιδαὶ καὶ λόγοι Pauw.) N. 6.30] πλατεῖαιπάντοθεν λογίοισιν ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν N. 6.45
]λογίων Δ. 4e. 6. -
9 νᾶσος
νᾱσος (-ος, -ῳ, -ον; -ους.)1 island Thera:ἱερὰν νᾶσον λιπών P. 4.7
“ ἐν τᾷδ' νάσῳ” P. 4.42 “ τάνδε — νᾶσον ἐλθόντες” P. 4.52τάν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν χρόνῳ νᾶσον P. 4.259
Aigina:ἁ δικαιόπολις νᾶσος P. 8.24
τὰν πολυξέναν ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν N. 3.3
ὃς τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ N. 3.68
πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον; N. 5.15νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν N. 6.46
τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν, διαπρεπέα νᾶσον I. 5.44
τάνδ' ἐπιστείχοντα νᾶσον ῥαινέμεν εὐλογίαις I. 6.21
σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο I. 8.21
ὀνομακλύτα γ' ἔνεσσι Δωριεῖ μεδέοισα πόντῳ νᾶσος, ὦ Διὸς Ἑλλανίου φαεννὸν ἄστρον Pae. 6.125
Rhodes:τρίπολιν νᾶσον ναίοντας O. 7.18
ἁλμυροῖς δ' ἐν βένθεσιν νᾶσον κεκρύφθαι O. 7.57
βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος O. 7.70
Sicily:νάσῳ, τὰν Ὀλύμπου δεσπότας Ζεὺς ἔδωκεν Φερσεφόνᾳ N. 1.13
Leuke: ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει φαεννὰν Ἀχιλεὺς νᾶσον (sc. ἔχει: τὴν λεγομένην Λευκὴν ἀκτὴν ἐν Εὐξείνῳ πόντῳ Σ.) N. 4.50 Aegean islands: καὶ σποράδας φερεμήλους ἔκτισαν νάσους, ἐρικυδέα τ' ἔσχον Δᾶλον (sc. οἱ ἀπ' Ἀθηνῶν Ἴωνες) Pae. 5.39 isle of the blessed: μακάρων νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν (codd.: νᾶσος acc. Dorice byz.) O. 2.71 ]νασον[ Πα. 7. a. 7. -
10 πάντοθεν
1 from all sides, all aboutγυίοις περάπτων πάντοθεν φάρμακα P. 3.52
πλατεῖαι πάντοθεν λογίοισιν ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν N. 6.45
-
11 πλατύς
-
12 πρόσοδος
-
13 κοσμέω
A order, arrange, esp. set an army in array, marshal it, Il.14.379; :—[voice] Pass., ; πένταχα κοσμηθέντες marshalled in five bodies, 12.87; of a population,διὰ τρίχα κοσμηθέντες 2.655
; once in Od., of hunters,διὰ δὲ τρίχα κοσμηθέντες 9.157
:—[voice] Med., κοσμησάμενος πολιήτας having arranged his men, Il.2.806; so after Homer, κ. στρατόν (v.l. for κοιμήσων) E.Rh. 662;τάξεις κεκοσμημέναι X.Cyr.2.1.26
, cf. Pl.Phdr. 247a;ἐπὶ τάξις πλεῦνας ἐκεκοσμέατο Hdt.9.31
.2 generally, arrange, prepare,δόρπον ἐκόσμει Od. 7.13
;κ. ἀοιδήν η Bacch.59
; ;στέφανον E.Hipp.74
;τράπεζαν X.Cyr.8.2.6
;εἰς τάφον λέβητα S.El. 1401
:—[voice] Pass.,δεῖπνον κεκόσμηται Pi.N.1.22
; δεῖ οὕτω κοσμηθῆναι ὅκως .. Democr.266; τὸ κοσμηθὲν αἷμα, = τὸνοἰκεῖον κόσμον κτησάμενον, Gal.5.551.II order, rule,τὴν πόλιν κ. καλῶς τε καὶ εὖ Hdt.1.59
, cf. S.Aj. 1103;Σπάρτην ἔλαχες, κείνην κόσμει E.Fr. 723
(anap.); κ. ἐμαυτόν restrain myself, Id.Hyps.Fr.34(60).46;τὰ ἄλλα ἐκεκοσμέατό οἱ Hdt.1.100
;τόν γε νοῦν κοσμοῦντα πάντα κοσμεῖν Pl.Phd.97
c:—[voice] Pass., τὰ κοσμούμενα orderly institutions, S.Ant. 677: [tense] pf.part., of persons, orderly,ταπεινὸς καὶ κεκοσμημένος Pl.Lg. 716a
;τεταγμένον τε καὶ κ. πρᾶγμα Id.Grg. 504
a.2 in Crete, hold office of ,οἱ κεκοσμηκότες Arist. Pol. 1272a35
, cf. Plb.22.15.1; Cret. [full] κοσμίω Leg.Gort.1.51, etc.; also κορμίω (q.v.).III adorn, equip, dress, esp. of women, h.Hom. 6.11, Hes.Op.72;κοσμῆσαί τινα πανοπλίῃ Hdt.4.180
;τριπόδεσσι κ. δόμον Pi.I.1.19
;τινὰ πλούτῳ ὑπερβάλλοντι Hdn.3.10.6
: c. dupl. acc., (Phrygia, iv A. D.):—freq. in [voice] Med., κοσμέεσθαι τὰς κεφαλάς to adorn their heads, Hdt.7.209;κοσμεῖσθαι σῶμα ὅπλοις E.Ph. 1359
; ἐν φοινικίσι κοσμησάμενοι having decked themselves, Pl.Com.208:—[voice] Pass.,χρυσῷ κοσμηθεῖσα h.Ven.65
;παῖσα δ' Ἄρῃ κεκόσμηται στέγα Alc.15.1
;ἵπποι κεκοσμημένοι ὡς κάλλιστα Hdt.7.40
; d, cf. S.Ph. 1064, Th.6.41, etc.2 metaph., adorn, embellish, ; c;τραγικὸν λῆρον Ar.Ra. 1005
; κ. ἔργον ἄριστον ib. 1027;τὸ λογικὸν ἔχεις ἐξαίρετον, τοῦτο κόσμει Arr.Epict.3.1.26
;λόγον εὐρυθμίαις Isoc.5.27
;αὑτὸν λόγοις Pl.La. 196
b, cf. 197 c;ἐπὶ τὸ μεῖζον κ. Th.1.21
; τὸν.. τὴν ἐκείνων ἀρετὴν κοσμήσοντα (in speaking) D.18.287:—[voice] Pass.,ἦθος σεμνότητι -μημένον Phld.Acad.Ind. p.52
M.3 honour, λουτροῖς σ' ἐκόσμης' S.El. 1139;κ. τάφον Id.Ant. 396
; ;κ. καὶ τιμᾶν X.Cyr.1.3.3
; of persons, adorn, be an honour to,πατρίδα Thgn.947
;νᾶσον εὐκλέα Pi.N.6.46
;Σαλαμῖνα κ. πατρίδα E.Fr.530.3
; [τὴν πόλιν] αἱ τῶνδε ἀρεταὶ ἐκόσμησαν Th.2.42
.IV [voice] Pass., to be assigned, ascribed to,ἐς τὸν Αἰγύπτιον νομὸν αὗται [αἱ πόλεις] ἐκεκοσμέατο Hdt.3.91
;ἐς Πέρσας κεκοσμέαται Id.6.41
; esp. of philosophic schools,κατὰ τὴν Ἀκαδημίαν κοσμεῖσθαι S.E.P.1.231
;οἱ κατὰ διαφόρους αἱρέσεις κοσμούμενοι Id.M.11.77
. -
14 περιστέλλω
A :—dress, clothe, wrap up,θνατὰ π. μέλη Pi.N.11.15
;σαρκῶν π. χιτῶνι Emp.126
; τινα Thphr.Char. 2.10 ;τοὺς πόδας Arist.Pr. 868b38
;κεφαλὴν τοῖς κόλποις Plb.21.38.5
;χλαμυδίῳ π. ἑαυτόν Plu.Pyrrh.11
; ἔπηξα δ' αὐτὸν εὖ περιστείλας I planted the sword wrapping it well with earth, i. e. planted it firmly, S.Aj. 821 :—[voice] Med., wrap oneself up, Hp.Epid.3.17.ιέ :—[voice] Pass., to be wrapped up,περιεσταλμένον ἀναπαύεσθαι Arist.Pr. 866a25
.b Rhet., employ compression,δεῖ π. καὶ μὴ περιουσιάζειν Corn.Rh.p.396
H.c cut down, retrench:—hence in [voice] Pass., to be dispensed with,περιέσταλται ἡμῖν πᾶν τὸ τῆς δέσεως τῶν περιτρήτων Ph.Bel.62.28
.2 lay out a corpse, Od.24.293, Hdt.2.90, 6.30, S.Ant. 903, E.Or. 1066, Men.325.12, etc. (also τάφον π. S.Aj. 1170); simply, bury, Pl.Hp.Ma. 291e, AP 7.613 (Diog. Episc.), etc.II Medic., in [voice] Pass., to be contracted round,κοιλίης περιστελλομένης ἀμφὶ τὸ ἔμβρυον Hp.Mul.1.34
; [ἡ γαστὴρ] περισταλεῖσα τοῖς ἐνυπάρχουσι Gal.UP4.7
;τοῖς σιτίοις Id.7.67
, cf. 8.440.III metaph., wrap up, cloak, cover, τἄδικ' εὖ π. E.Med. 582 ; τὰ ἁμαρτήματα, τὴν ἀμαθίαν, etc., Plb.30.4.14, Plu.2.47d, etc.;αἰσχρορρημοσύνην Phld.Rh.1.175
S.b ἐμαυτὸν περιστέλλων putting on a grave countenance, Aen.Gaz.Ep.12.2 protect, defend,ἀλλήλους Hdt.9.60
;πόλισμα Id.1.98
; π. τοὺς νόμους maintain the laws, Id.2.147, cf. 3.31 ; τὸ τοιοῦτο (sc. monarchy) ib.82 ;τὸ μὴ ἄναρχον A. Eu. 697
;εὖ π. αὐτὰ δαίμονες S.Ph. 447
;τὰ πάτρια D.24.139
; [ τὸν Ἐπίκουρον] Phld.Mort.27 :—[voice] Pass.,περισταλεὶς ὑπὸ τῆς τῶν Ἀχαιῶν πρᾳότητος Plb.2.60.4
.4 [voice] Med., τὰ σὰ περιστέλλου κακά attend to your own ills, E.HF 1129.5 [voice] Med., withdraw from society, Archig. ap. Aët.13.120.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστέλλω
-
15 τιμάω
Aτιμήσω 9.155
, etc., [dialect] Dor. [ per.] 3pl.τιμᾱσεῦντι Theoc.Ep.7.4
: [tense] aor.ἐτίμησα Hdt.8.124
, etc., [dialect] Ep. , Lyr.τίμᾱσα Pi.N.6.41
, B.12.194: [tense] pf.τετίμηκα Lys.26.17
, etc., [dialect] Dor.τετίμᾱκα Pi.I.4(3).37(55)
:—[voice] Med., [tense] fut. τιμήσομαι always in pass. sense, h.Ap. 485, A.Ag. 581, S.Ant. 210, E.Fr.360.49, Th.2.87, X.Cyr.8.7.15 (reading δι' ἄνδρα with codd. DF), Hier.9.9, exc. in Pl.Ap. 37b, where it is used in a technical sense (v. infr. 111.2): [tense] aor. ἐτιμησάμην in senses shared by [voice] Act., Od.19.280, 20.129, Il.22.235, Th.3.40; in sense 111.2, Pl.Cri. 52c:—[voice] Pass., [tense] fut.τιμηθήσομαι Th.6.80
, D.19.223, IG22.1182.9, etc.;τετιμήσομαι Lys.31.24
codd. ( τιμήσεται Cobet): [tense] aor.ἐτιμήθην Hdt.5.5
, etc.; Lyr. [ per.] 3pl.τίμᾱθεν Pi.Parth.2.41
: [tense] pf.τετίμημαι Il.12.310
, etc.; also [voice] Med. in technical sense, v. 111.2:—honour, revere, reverence (in this sense the [voice] Med. is used only by Hom.); of the honour rendered to superiors, as by men to gods, by men to their elders, rulers, or guests,περὶ κῆρι θεὸν ὣς τιμήσαντο Od.19.280
, etc.;τίμα τὸν πατέρα σου LXX Ex.20.12
, al.; conversely of the honour bestowed by gods upon a man, μερμήριζε (sc. Ζεὺς).., ὡς Ἀχιλῆα τιμήσῃ Il.2.4
, cf. 15.612, Od. 3.379; by a father on his son, 14.203, Hes.Th. 532; by an elder brother, Il.22.235 ([voice] Med.): also in Pi., Hdt., and [dialect] Att.,ἐξόχως τίμας εν Pi.O.9.69
;δαιμόνων τιμᾶν γένος A.Th. 236
;θεοὺς τιμῶντες S.OC 277
, cf. 1071 (lyr.), Hdt.2.29;σέβεσθαι καὶ τ. τοὺς θεούς X.Mem.4.3.13
;ἱλασκομένοις καὶ τιμῶσιν.. Δία Πατρώϊον SIG1044.6
(Halic., iv/iii B.C.); , cf. 516, E.Med. 660 (lyr.), Hdt.7.107, etc.;θεοὶ δ' ὅταν τιμῶσιν, οὐδὲν δεῖ φίλων E.HF 1338
: abs., οἱ τύραννοι μάλιστα δύνανται τιμᾶν bestow honours, D.20.15 ( τιμᾶν secl. Bake), cf. Pl.Lg. 631e: hence simply, reward, X.Cyr. 3.3.6, Isoc.9.42 (so in [voice] Pass., Hdt.7.213, Lys.12.64, 19.18); ἐπαινεῖν καὶ τ., τ. καὶ δωρεῖσθαι, δωρεῖσθαί τε καὶ τ., τ. καὶ χαρίζεσθαι, X.Cyr.1.2.12, 3.2.28, 8.2.10, 2.4.9: c. dat. modi, δωτίνῃσι θεὸν ὣς τιμήσουσι will honour him with gifts, Il.9.155;ξεῖνον ἐτιμήσασθ' ἐνὶ οἴκῳ εὐνῇ καὶ σίτῳ Od.20.129
; τιμᾶν τινα τάφῳ, γόοις, A.Th. 1051, Supp. 116 (lyr.);πόλιν τ. συμμάχῳ δορί Id.Eu. 773
;ἐσθήμασι Th.3.58
; ;δώροις X.An.1.9.14
, HG6.1.6;στρεπτοῖς καὶ ψελίοις τ. καὶ κοσμεῖν τινα Id.Cyr.1.3.3
:—[voice] Pass., mostly in [tense] pf. τετίμημαι, which alone is pass. in Hom., to be honoured, held in honour, Il.9.608, Od. 7.69;ἐτιμήθη παρὰ Ξέρξῃ Hdt.8.105
; , etc.;τετίμαται πρὸς ἀθανάτων Pi.I.4(3).59(77)
;σκήπτρῳ.. δῶκε τετιμῆσθαι περὶ πάντων Il.9.38
, cf. 12.310;τιμᾶσθαι προεδρίαις X.Vect.3.4
, cf. Cyr.8.4.2;ἐκ τοῦ πολεμεῖν Th.5.16
: c. acc. cogn. attracted to gen.,ὥς μευ ἀεὶ μέμνησαι ἐνηέος, οὐδέ σε λήθω, τιμῆς ἧς τέ μ' ἔοικε τετιμῆσθαι Il.23.649
(but c. gen., τετειμημένος ὑπὸ τῶν αὐτοκρατόρων τετάρτης στρατείας ( = Lat. quattuor militiis) Supp.Epigr.7.145 (Palmyra, ii A.D.)); οἱ τετιμηυένοι men of rank, men in office, X.Cyr.8.3.9; οἱ τιμώμενοι ib. 8.8.4, cf. E.Or.[913]; τῆς πόλεως τὸ τιμώμενον ἀπὸ τοῦ ἄρχειν the honour enjoyed by the city, Th.2.63.II of things, hold in honour or esteem, value, prize, h.Hom.25.6, Pi.O.6.72, etc.; τί τὴν τυραννίδα τιμᾷς ὑπέρφευ; E.Ph. 550; νόμους τ. Id.Tr. 1211; τὴν εὐσέβειαν, ἀγνωμοσύναν, Id. Ion 1046, Ba. 885 (lyr.); , cf. Pl.Tht. 149c;τὸ σωφρονεῖν τ. τοῦ βίου πλέον A.Supp. 1013
.2 c. gen. pretii, estimate or value at a certain price, Pl.Lg. 917c, 921b, PCair.Zen.269.13,15 (iii B.C.), UPZ67.3 (ii B.C.), etc.;πλοῖα τετιμημένα χρημάτων Th.4.26
: abs., τετιμῆσθαι ἕκαστον τὴν οὐσίαν χρεών that each man should have his property valued (for assessment), Pl.Lg. 955d, etc.;οἱ ὑπὲρ τὰς μυρίας τιμώμενοι δραχμάς Plb.6.23.15
; τὸ τιμηθέν the estimate, Pl. Lg. 954b:—freq. in [voice] Med., διακοσίων ταλάντων ἐτιμήσατο <τὰ> αὑτοῦ estimated his property at.., Lys.19.48, cf. PPetr.2 intr.p.33(iii B.C.); πρὸ παντὸς τιμᾶσθαί τι, like περὶ παντὸς ποιεῖσθαι (v.περί A.
IV), Th. 3.40, cf. 1.33; πλείονος, μείζονος τιμᾶσθαι, X.Mem.3.10.10, Cyr.2.1.13;τοσούτου τ. τὴν πολιτείαν D.22.45
; μίαν ἡδονὴν θανάτου τ. Plu. 2.5b: also with Preps., : without a gen.,ἐτιμήσαντο τήν τε χώραν καὶ τὰς οἰκίας Plb.2.62.7
: simply, value, estimate,ἐν προικί Is.3.35
, cf. D.47.57 ([voice] Pass.), 53.1; τινα LXX Le.27.8, Ev.Matt.27.9.3 rarely, award or give as an honour,Παιάν τέ σοι τιμᾷ φάος Pi.P.4.270
; ;ἐκείνῳ δυσσεβῆ τιμᾷς χάριν Id.Ant. 514
;πατρῴαν τιμῶν χάριν E.Or. 829
(lyr.): hence,1 in [voice] Act. (later in [voice] Med., PHal.1.201 (iii B.C.), D.L.2.41, etc.), of the court, estimate the amount of punishment due to the criminal, award the penalty,τιμάτω τὸ δικαστήριον, ὅ τι ἂν δέῃ πάσχειν.. τὸν ἡττηθέντα Pl.Lg. 843b
; τὴν ἀξίαν τῆς βλάβης ib. 879b; τ. τὰς βλάβας ib. 843d; τ. τὴν δίκην ib. 880d (cf. infr. 2c); ἅπασι τ. τὴν μακράν (sc. γραμμήν) award them the long line, i.e. sentence of death, Ar.V. 106, ubi v. Sch.: abs., ὡς ἐγὼ τιμᾶν βλέπω I carry penalty in my eyes, am itching for pains and penalties, ib. 847: the sentence or judgement awarded is added in the gen., τ. τινὶ θανάτου (sc. δίκην) give sentence of death against a man, condemn him to death, Lys.27.7 (cf. 8), Pl.Grg. 516a, D.24.103 ([voice] Pass.), 32.15; τ. τινὶ δέκα ταλάντων mulct him in ten talents, Id.58.31; τίνος τιμήσειν αὐτῷ προσδοκᾷς τὸ δικαστήριον; at what do you expect the court to fix his penalty? Id.21.151, cf. Pl.Ap. 37c; ἡ ἡλιαία τιμάτω περὶ αὐτοῦ ὅτου ἂν δόξῃ ἄξιος εἶναι παθεῖν Lexap.D.21.47: c. acc. pers.,τιμάτωσαν αὐτὸν καθ' ὅτι ἂν δοκῇ τῷ κοινῷ IG22.1275.16
:—[voice] Pass., τιμᾶσθαι ἀργυρίου to be condemned to a fine, τινος for a thing, Lys.6.22, Lex ap.D.21.47; ἐὰν.. ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον if sentence of death has been passed upon one, Pl.Lg. 946e, cf. Antipho 6.38.2 in [voice] Med., of the parties before the court,a of the accuser, τιμᾶταί μοι ὁ ἀνὴρ θανάτου (sc. τὴν δίκην ) he estimates the penalty at death (gen. pretii) for me, Pl.Ap. 36b;εἰ βούλοιτο θανάτου σοι τιμᾶσθαι Id.Grg. 486b
, cf. D. 25.74,83, etc.b of the person accused (cf. ἀντιτιμάω, ὑποτιμάω) , τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ estimate the penalty for myself at so high a rate, Pl.Ap. 37b, cf. 38b;ἐξῆν σοι φυγῆς τιμήσασθαι Id.Cri. 52c
;ἔδησεν ἑαυτὸν τιμησάμενος δεσμοῦ Lys.6.21
: [tense] pf. [voice] Pass.,θανάτου τετιμημένος ἑαυτῷ Din.1.1
:—Arist.Rh. 1375a1 uses the [voice] Act. in this sense.c the acc. of δίκη or of the offence is added,πέντε μυριάδων τιμησάμενος τὴν δίκην Plu.Cic.8
, cf. Lys.13, D.L.2.42;θανάτου τιμῶμαι τὰ πεπολιτευμένα ἐμαυτῷ Plu.Phoc.34
. -
16 τράπεζα
A table, esp. dining-table, eating-table, freq. in Hom., Τηλεμάχοιο τ., ἐμὴ τ., Od.17.333, 447, cf. IG12.330.4, Men.518.2;τ. παραθεῖναι Hdt.6.139
, Alex.171;παρέκειτο τ. Il.24.476
; τ. εἰσφέρειν, ἐπάγειν, Ar.V. 1216, Anaxandr. 2 (but ἐσῄρετο is prob. cj.);ἡ τ. εἰσῄρετο Ar.Ra. 518
;τ. ἀφαιρεῖν Od. 19.61
, X.Smp.2.1 ([voice] Pass.);αἴρειν Men.273
, cf. 451;ἐκφέρειν Pl.Com. 69.2
; ξενίη τ. the hospitable board,ἴστω Ζεύς.. ξενίη τε τ. Od.14.158
, cf. 21.28;ᾔσχυνε ξενίαν τ. κλοπαῖσι A.Ag. 401
(lyr.), cf. 701 (lyr.);ὅρκον μέγαν, ἅλας τε καὶ τράπεζαν Archil.96
, cf. Wilcken Chr.11.58 (ii B. C.);ἡ ξενικὴ τ. Aeschin.3.224
;τοὺς τῆς πόλεως ἅλας καὶ τὴν δημοσίαν τ. Id.2.22
; δέξασθαι τραπέζῃ καὶ κοίτῃ entertain at bed and board, Hdt.5.20;κοίτης μεθέξουσα καὶ τραπέζης μόνον Plu.Brut.13
;ἐπὶ τὰς αὐτὰς τ. ἰέναι Antipho 2.1.10
; τράπεζαν Περσικὴν παρετίθετο he kept a table in the Persian fashion, Th.1.130;τ. κοσμεῖν X. Cyr.8.2.6
, etc.; εἰς ἀλλοτρίαν τ. ἀποβλέπειν live at other men's table, at their expense, Id.An.7.2.33; τὴν τ. ἀνατρέπειν upset the table, D.19.198; prov. of a spendthrift, And.1.130; table dedicated to the gods, on which meats and offerings were set out, IG12.190.4, 840.19, 22.1245.6, 1534.163, 1933.2, Din.3.2;τ. ἱερά PCair.Zen. 708
(iii B. C.); ἐπὶ τὴν τ. τῶν Διοσκόρων ib.569.24 (iii B. C.); τ. Κυρίου, τ. δαιμονίων, 1 Ep.Cor.10.21.2 table, as implying what is upon it, meal,ἄνομος τ. Hdt.1.162
, cf. E.Alc.2, X.An.7.3.22; alsoβορᾶς τ. S.OT 1464
; Συρακοσίων τ., prov. of luxurious living, Ar.Fr. 216, cf. Pl.R. 404d; Σικελικαὶ τ. prov. ap. Jul. Or.6.203a;πολυτελὴς τ. Epicur.Ep.3p.64U.
; δεύτεραι τ. the second course, Plu.2.133e, Ath.14.639b; cf. τράγημα.II money-changer's counter,ἐν ἀγορᾷ ἐπὶ τῶν τ. Pl.Ap. 17c
, cf. Plu.2.70f;αἱ τ. τῶν κολλυβιστῶν Ev.Matt.21.12
; most freq. bank, Lys 9.5, etc.; ἡ ἐργασία ἡ τῆς τ. the right to operate the bank, D.36.6; ἡ ἐγγύη ἡ ἐπὶ τὴν τ. security given to the bank, Id.33.10;δοῦναι ἀργύριον ἐπὶ τ. Ev.Luc.19.23
;τὸ ἐπὶ τὴν τ. χρέως D.33.24
;οἱ ἐπὶ ταῖς τ.
bankers,Isoc.
17.2; κατασκευάζεσθαι τράπεζαν set up a bank, Is.Fr.66; τῆς τ. ἀνασκευασθείσης the bank having been broken, D.33.9; δημοσία τ. public bank at Delos, IG22.2336.180 (i B. C.); in Egypt, POxy. 835 (Aug.), etc.; βασιλικὴ τ. in Egypt, PEleph.27.22 (iii B. C.), PTeb.27.70 (ii B. C.), etc.;χειριστὴς τῆς ἐν τῇ Πολέμωνος μερίδι τ. PEnteux.38.1
(iii B. C.); opp.ἰδιωτικὴ τ. POxy. 305
(i A. D.), etc.; κολλυβιστικαὶ τ. ib.1411.4 (iii A. D.).3 tablet or slab with a relief or inscription, τ. χαλκῆ Orac. ap. D.21.53, cf. Paus.8.31.3; at a tomb, Plu.2.838c.8 shoulder-blade, Poll.2.177.9 grinding surface of the teeth, ib.93, Ruf.Onom.54. (The word is shortd. from τετράπεζα; hence the question καὶ πόθεν ἐγὼ τρίπουν τ. λήψομαι; as if this were an absurdity, Ar.Fr. 530;τ. τρισκελεῖς Cratin.301
:—so τρίπεζα, τρέπεδδα (qq. v.), of three-legged tables.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τράπεζα
-
17 φίλος
φίλος, η, ον, also ος, ον Pi.O.2.93: [[pron. full] ῐ: but Hom. uses the voc. φίλε with [pron. full] ῑ at the beginning of a verse, v. infr.].I pass., beloved, dear, Il.1.20, etc.;παῖδε φίλω 7.279
; freq. c. dat., dear to one,μάλα οἱ φ. ἦεν 1.381
;φ. ἀθανάτοισι θεοῖσι 20.347
, etc.: voc., φίλε κασίγνητε (at the beginning of the line) 4.155, 5.359; with neut. nouns,φίλε τέκνον Od.2.363
, 3.184, etc.; butφίλον τέκος Il.3.162
; also φίλος for φίλε ([dialect] Att., acc. to A.D.Synt.213.28),φίλος ὦ Μενέλαε Il.4.189
, cf. 9.601, 21.106, al., Pi.N.3.76, A.Pr. 545 (lyr.), E.Supp. 277 (lyr.), Ar.Nu. 1168(lyr.): gen. added to the voc.,φίλ' ἀνδρῶν Theoc. 15.74
, 24.40;ὦ φίλα γυναικῶν E.Alc. 460
(lyr.): as Subst.:a φίλος, ὁ, friend, κουρίδιος φίλος, i.e. husband, Od.15.22; φίλοι friends, kith and kin,νόσφιφίλων Il.14.256
;τῆλεφίλων Od.2.333
, cf.6.287; φ. μέγιστος my greatest friend, S.Aj. 1331; φίλοι οἱ ἐγγυτάτω, οἱ ἔγγιστα, Lys. 1.41 codd., Plb.9.24.2; after Hom. freq. with a gen.,ὁ Διὸς φίλος A.Pr. 306
; τοὺς ἐμαυτοῦ φ., τοὺς τούτων φ., Aeschin.1.47;φ. ἐμός S.Ph. 421
; τῶν ἐμε̄ν φ. ib. 509;τοὺς σφετέρους φ. X.HG4.8.25
: prov., ἔστιν ὁ φ. ἄλλος αὐτός a friend is another self, Arist.EN 1166a31;κοινὰ τὰ τῶν φ. Pl.Phdr. 279c
, cf. Arist.EN 1159b31;οὐθεὶς φ. ᾧ πολλοὶ φ. Id.EE 1245b20
; also of friends or allies, opp. πολέμιοι, X.HG 6.5.48;φ. καὶ σύμμαχος D.9.12
, etc.; of a lover, X.Mem.3.11.4 (in bad sense, Lac.2.13); φίλε my friend, as a form of courteous address, Ev.Luc.14.10, etc.; in relation to things,οἱ μουσικῆς φ. E.Fr.580.3
; ; ;Χίους φ. ποιῆσαι Lys. 14.36
, etc.;ποιεῖσθαι Luc.Pisc.38
;κτᾶσθαι Isoc.2.27
, cf. Th.2.40; ;φίλῳ χρῆσθαί τινι Antipho 5.63
;ἡμᾶς ἔχειν φίλους And.1.40
; for Hdt.3.49, v. φίλιος.b φίλη, ἡ, dear one, friend,κλῦτε, φίλαι Od.4.722
; ; of a wife, φίλην τινὰ ἄγεσθαι take as one's wife, Il.9.146, 288; ἡ Ξέρξου φ., of his mother, A.Pers. 832; of a mistress, X.Mem.2.1.23, 3.11.16; .c φίλον, τό, an object of love, τὸ φ. σέβεσθαι to reverence what the city loves, S.OC 187 (lyr.): addressed to persons, darling,φ. ἐμόν Ar.Ec. 952
(lyr.); so φίλτατον ib. 970; τὰ φίλτατα one's nearest and dearest, dear ones, such as wife and children, A.Pers. 851, Eu. 216, S.OT 366, OC 1110, E.Med.16: v. φίλτατος; τἀμὰ φίλα, τὰ σὰ φ., Id. Ion 523 (troch.), 613.d οἱ πρῶτοι φίλοι, a title at the Ptolemaic court, OGI99.3, PTeb.11.4 (ii B. C.), etc.; or simplyοἱ φ. τοῦ βασιλέως OGI100.1
; or οἱ φ. alone, ib. 115.4; τῶν φ. και διοικητοῦ one of the king's friends and dioecetes, PTeb.79.56 (ii B. C.).2 of things, pleasant, welcome,δόσις ὀλίγη τε φ. τε Od.6.208
, cf. Il.1.167: c. dat. pers., , cf. Od.8.248, 13.295;οὐ φίλα τοι ἐρέω Hdt.7.104
; δαίμοσιν πράσσειν φίλα their pleasure, A.Pr. 660, cf. infr. 11.b freq. as predic., φίλον ἐστί or γίγνεταί μοι pleases me, it is after my own heart,εἴ πού τοι φίλον ἐστί Od.7.320
; μὴ φ. Διὶ πατρὶ γένοιτο ib. 316, cf. Il.7.387;εἰ τόδε πᾶσι φ. καὶ ἡδὺ γένοιτο 4.17
;καί τοι φ. ἔπλετο θυμῷ Od.13.145
, etc.; : less freq. c. inf., ; , cf. 24.334, Od. 14.378; so , cf. 108, 4.97: rarely c. part., εἰ τόδ' αὐτῷ φιλον κεκλημένῳ if it please him to be so called, A.Ag. 161 (lyr.): agreeing with pl., , cf. Od.17.15;ἔνθα φίλ' ὀπταλέα κρέα ἔδμεναι Il.4.345
; .c in Hom. and early Poets, one's own; freq. of limbs, life, etc., φίλον δ' ἐξαίνυτο θυμόν he took away dear life, Il.5.155, cf. 22.58;κατεπλήγη φίλον ἦτορ 3.31
;εἰς ὅ κε.. μοι φίλα γούνατ' ὀρώρῃ 9.610
;φίλον κατὰ λαιμόν 19.209
; esp. of one's nearest kin,πατὴρ φ. 22.408
, Sapph.Supp.20a.11;ἄλοχος φ. Il.5.480
: cf. φίλτατος: as a standing epith. when no affection is implied, μητρὶ φίλῃ Ἀλθαίῃ χωόμενος κῆρ angry with his own mother, Il.9.555: simply to denote possession,φίλα εἵματα 2.261
; φ. πόνος their wonted labour, Theoc.21.20.d applied to the numbers 284 and 220, Iamb. in Nic.p.35P.II less freq. (chiefly poet.) in act. sense, loving, friendly, Od.1.313, cf. Il.24.775: c. gen., φίλαν ξένων ἄρουραν friendly to strangers, Pi.N.5.8, cf. P.3.5: of things, kindly, pleasing,φίλα φρεσὶ μήδεα εἰδώς Il.17.325
; φίλα φρονέειν τινί feel kindly, Il.4.219;φ. ἐργάζεσθαί τινι Od.24.210
;φ. εἰδέναι τινί 3.277
; φ. ποιέεσθαί τινι deal with one in friendly fashion, do one a pleasure, Hdt.2.152, 5.37.III Adv. φίλως, once in Hom., φίλως χ' ὁρόῳτε ye would fain see it, Il.4.347, cf. Hes. Sc.45, A.Ag. 247(lyr.), [ 1591], etc.; φ. ἐμοί in a manner dear or pleasing to me, ib. 1581.2 in a friendly, kindly spirit,τήνδε τὴν πόλιν φ. εἰπών S.OC 758
;φ. δέχεσθαί τινα X.HG4.8.5
, cf. Pl.Epin. 988c.IV φίλος has several forms of comparison:1 [comp] Comp. φιλίων [pron. full] [λῐ], ον, gen. ονος, Od.19.351, 24.268: [comp] Sup. φίλιστος, η, ον, interpol. in S.Aj. 842.2 [comp] Comp. φίλτερος, [comp] Sup. φίλτατος, v. sub voce.3 [comp] Comp.φιλαίτερος X.An.1.9.29
, Call.Del.58: [comp] Sup.φιλαίτατος X.HG7.3.8
, Theoc.7.98.5 also as [comp] Comp.,μᾶλλον φίλος A.Ch. 219
, S.Ph. 886;φ. μᾶλλον Thphr. CP6.1.4
; [comp] Sup.,μάλιστα φ. X.Cyr.8.1.17
. -
18 ἰνύεται
ἰνύεται ( ἰνν- cod.)· κλαίει, ὀδύρεται, Hsch.:—also [full] ἰνύεσθαι· κοσμεῖν, ἱδρύνεσθαι, and [full] ἰνύρετο· ἐμύρετο, Id. [full] ἴνυξ,= ἴυγξ, Id. [full] ἰνφορβίειν, [full] ἰνφορβισμός,A v. ἐμφ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰνύεται
-
19 ὅσιος
A hallowed, i. e. sanctioned or allowed by the law of God or of nature,δίκη Thgn.132
; (lyr.) ; (anap.);καθαρμοί E.Ba.77
(lyr.); ; οὐχ ὅ. unhallowed, (lyr.) ; (lyr.); (anap.).—The sense of ὅσιος often depends on its relation on the one hand to δίκαιος (sanctioned by human law), on the other to ἱερός ( sacred to the gods):1 opp. δίκαιος, sanctioned by divine law, hallowed, holy (μόριον τοῦ δικαίου τὸ ὅ. Pl.Euthphr. 12d
),δικαιότερον καὶ ὁσιώτερον καὶ πρὸς θεῶν καὶ πρὸς ἀνθρώπων Antipho 1.25
;τὰ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους δίκαια καὶ τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς ὅ. Plb.22.10.8
: hence, in a common antithesis, τὰ δίκαια καὶ ὅ. things of human and divine ordinance, Pl. Plt. 301d, etc., cf. Euthphr.6e ; alsoὅ. καὶ νόμιμα Ar.Th. 676
(lyr.);οὐ.. νόμιμον οὐδ' ὅ. ἂν εἴη Pl.Lg. 861d
; θεοὺς ὅσιόν τι δρᾶν discharge a duty men owe the gods, E.Supp.40, cf. Hipp. 1081 ; τὸ ὅσιον, = εὐσέβεια, Pl.Euthphr.5d: in an imprecatory formula,ἀποδοῦσι μὲν αὐτοῖς ὅσια ᾖ, μὴ ἀποδοῦσι δὲ ἀνόσια SIG1199
([place name] Cnidus), cf.ἀνοσία 11
; so ὅ. καὶ ἐλεύθερα ib.1180.6 (ibid.).2 opp. ἱερός, permitted or not forbidden by divine law, profane, ἱερὰ καὶ ὅ. things sacred and profane,ἐς ὀλιγωρίαν ἐτράποντο καὶ ἱερῶν καὶ ὁ. ὁμοίως Th.2.52
, cf. Pl.R. 344a, Lg. 857b, etc. ; κοσμεῖν τὴν πόλιν καὶ τοῖς ἱεροῖς καὶ τοῖς ὁ. with sacred and profane buildings, Isoc.7.66 ;τῶν ἱερῶν μὲν χρημάτων τοὺς θεούς, τῶν ὁ. δὲ τὴν πόλιν ἀποστερεῖ D.24.9
;ἀργυρίου ὁσίου IG12.186.13
;ὁ ταμίας τῶν ὁ. προσόδων OGI229.58
(Smyrna, iii B. C.);ὁ ταμίας τῶν ὁ. Supp.Epigr.1.366.58
(Samos, iii B. C.); ὅ. χωρίον a lawful place (for giving birth to a child), Ar.Lys. 743 ; ὅσιόν ἐστι folld. by inf., it is lawful, not forbidden by any law, E.IT 1045, etc.; nefas est,Hdt.
6.81; οὐκ ὅσιον ποιεῦμαι I deem it impious, Id.2.170, cf. D.Ep.5.3 ; οὐδὲ ὅσια (sc. ἐστι).. ;οὐ γάρ σοι θέμις οὐδ' ὅσιον.. ἱστάναι κτερίσματα S.El. 432
;ὅσια ποιέειν Hdt.6.86
.α';λέγειν Id.9.79
; ; (lyr.).II of persons, pious, devout, religious,ἄνδρες A.Supp.27
(anap.), cf. E.Med. 850 (lyr.), etc.;Παλλάδος ὁ. πόλις Id.El. 1320
(anap.); ὅ. θιασῶται, μύσται, Ar.Ra. 327, 336 (both lyr.);ἐμαυτὸν ὅ. καὶ δίκαιον παρέχειν Antipho 2.2.2
;ὅσιοι πρὸς οὐ δικαίους ἱστάμεθα Th.5.104
; opp. ἀνόσιος, E.Or. 547; opp. ἐπίορκος, X.An.2.6.25 ; ὅσιος εἴς τινα, περὶ ξένους, E.Heracl. 719, Cyc. 125 ;πρὸς τοὺς τοκέας Gorg.6
.2 sinless, pure,ἐξ ὁ. στομάτων Emp.4.2
; ὅ. ἔστω καὶ εὐαγής Lex Solonis ap.And.1.96: c. gen., ἱερῶν πατρῴων ὅσιος in regard to the sacred rites of his forefathers, A.Th. 1015; (lyr.); also ὅσιαι χέρες pure, clean hands, A.Ch. 378 (anap.), cf. S.OC 470.3 rarely of the gods, holy, Orph.H.77.2 ;θεοῖς ὁ. καὶ δικαίοις CIG3830
([place name] Cotyaeum), cf. 3594 (Alexandria Troas).4 title of five special priests at Delphi, Plu.2.292d, 365a.III Adv. , etc.;ὁ. οὔχ, ὑπ' ἀνάγκας δέ E.Supp.63
(lyr.);οὐχ ὁ. Id.Hipp. 1287
(anap.), cf. Th.2.5 (v. l.);καλῶς καὶ ὁ. Pl.Phd. 113d
;δικαίως καὶ ὁ. Id.R. 331a
;ὁ. καὶ κατὰ νόμον Id.Lg. 799b
; ὁ. ἂν ὑμῖν ἔχοι τοῦτον θύειν.. it would be right for you that he should.., X.Cyr.8.5.26 : c. part., ὁ. ἂν ἔχοι αὐτῷ μὴ δεχομένῳ .. Id.HG4.7.2 : [comp] Comp. , etc.: [comp] Sup.,ὡς -ώτατα διαβιῶναι τὸν βίον Pl.Men. 81b
, etc. (Not in Hom., who has only Subst. ὁσίη, v. ὁσία.) -
20 κοσμίως
κοσμίως adv. of κόσμιος (Aristoph., Pla.+; ins e.g. IGR IV, 255, 9; Philo, Spec. Leg. 1, 153) pert. to being in accord with accepted standards of propriety, modestly, decorously, observing decorum, of self-adornment 1 Ti 2:9 v.l. (in wordplay: κοσμίως-κοσμεῖν ‘to decorate’ themselves ‘decorously’, oppos. of conspicuous consumption).—DELG s.v. κόσμος. M-M.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κοσμεῖν — κοσμέω order pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
косметика — Из франц. cosmetique от греч. κοσμητικός, κοσμεῖν украшать … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Schmücken — Schmücken, verb. reg. act. die Gestalt eines Dinges verschönern, besonders so fern es durch glänzende oder andere für schön gehaltene Dinge geschiehet, da es denn in der edlern und höhern Schreibart für das mehr vertrauliche putzen üblich ist.… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
καθίννυμαι — (Α) 1. καθίζομαι* 2. παίρνω ή μπαίνω σε θερμό λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἵννυμαι, αμφίβολος τ. Συνδέεται πιθ. με τη γλώσσα τού Ησυχίου «ἰνύεσθαι κοσμεῑν, ἱδρύνεσθαι», η οποία όμως δεν παρουσιάζει δασύτητα] … Dictionary of Greek
πλέγμα — Συγκρότημα νεύρων ή αιμοφόρων αγγείων, που συνδέονται στενά μεταξύ τους, έτσι που να σχηματίζουν ένα είδος δικτύου. Υπάρχουν πλέγματα στο νευρικό και στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών. Σχετικά με τον άνθρωπο πρέπει να … Dictionary of Greek
σεμνός — ή, ό / σεμνός, ή, όν, ΝΜΑ σοβαρός, ευπρεπής, κόσμιος (α. «είναι σεμνός και συνετός νέος» β. «διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ) νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, ντροπαλός 2. συνετός, μετριόφρονας μσν. νέος, νεαρός, μικρός (ἅμα τῆς ἑαυτοῡ… … Dictionary of Greek
συνεπαινώ — έω, Α [ἐπαινῶ] 1. επιδοκιμάζω μαζί, συγκατανεύω («συνεπαινεσάντων δὲ πάντων καὶ οὐδενὸς εἰπόντος ἐναντίον οὐδὲν», Δημοσθ.) 2. επαινώ, εγκωμιάζω κάποιον από κοινού με άλλον («ὑμᾱς δὲ πρέπει ξυνεπαινεῑν τε καὶ κοσμεῑν τοιούτους ἄνδρας», Πλάτ.) … Dictionary of Greek