-
1 ἰνύεται
ἰνύεται ( ἰνν- cod.)· κλαίει, ὀδύρεται, Hsch.:—also [full] ἰνύεσθαι· κοσμεῖν, ἱδρύνεσθαι, and [full] ἰνύρετο· ἐμύρετο, Id. [full] ἴνυξ,= ἴυγξ, Id. [full] ἰνφορβίειν, [full] ἰνφορβισμός,A v. ἐμφ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰνύεται
См. также в других словарях:
ινφορβισμός — ἰνφορβισμός, ὁ (Α) επίγρ. εμφορβισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρκαδ. τ. που ανάγεται σε *ἐμφορβίζω] … Dictionary of Greek