Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καλέσαι

См. также в других словарях:

  • καλέσαι — καλέω call aor inf act καλέσαῑ , καλέω call aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλεσαι — καλέω call aor imperat mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλέσ' — καλέσαι , καλέω call aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλεσ' — κάλεσαι , καλέω call aor imperat mid 2nd sg κάλεσα , καλέω call aor ind act 1st sg (homeric ionic) κάλεσε , καλέω call aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • клопотать — клопочу, диал., севск., обычно хлопотать (см.), укр. клопотати, ст. слав. клопотъ κτύπος, болг. клопотя доводить до слез , сербохорв. клопо̀тати звучать, качаться , словен. klopotati стучать, болтать , чеш. klороtаti бурлить, спешить, стучать ,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ιεροκήρυκας — ο (ΑΜ ἱεροκῆρυξ, υκος, Α δωρ. τ. ἱεροκᾱρυξ) αυτός που κηρύσσει τον θείο λόγο νεοελλ. αρχιμανδρίτης, πρεσβύτερος ή λαϊκός θεολόγος, εντεταλμένος από την εκκλησιαστική αρχή να κηρύσσει τον λόγο τού θεού αρχ. κήρυκας ή υπηρέτης σε θυσία («βούλομαι δ …   Dictionary of Greek

  • καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… …   Dictionary of Greek

  • μετάνοια — Πράξη με τη βοήθεια της οποίας αποκαθίστανται στις διάφορες θρησκείες οι σχέσεις μεταξύ θεότητας και ανθρώπου, οι οποίες διαταράχτηκαν στα πλαίσια κάποιας αμαρτίας. Τόσο στην Ορθόδοξη όσο και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η μ. αποτελεί ένα από τα… …   Dictionary of Greek

  • ρυππαπαί — και, κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου, ῥυπαπαῑ Α 1. ναυτικό παρακέλευσμα κατά τη διάρκεια κωπηλασίας αντίστοιχο προς το ωόπ ή το χοπ («οὐκ ἠπίσταντ ἀλλ ἢ μᾱζαν καλέσαι καὶ ῥυππαπαῑ εἰπεῑν», Αριστοφ.) 2. (με αρθρ. ως ουσ.) τὸ ῥυππαπαῑ το πλήρωμα πλοίου.… …   Dictionary of Greek

  • БРАТОТВОРЕНИЕ — [греч. ᾿Αδελφοποιία, ᾿Αδελφοποίησις, лат. fraternitas spiritualis, или fraternitas per adoptionem], средневек. обряд церковного благословения 2 христиан, не состоящих в кровном родстве, но стремящихся к тесному духовному общению и братской… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»