Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κληδών

См. также в других словарях:

  • κληδών — κληδών, όνος, επικ. τ. κλεηδών και κληηδών, ἡ (Α) 1. φήμη ή φωνή που περιέχει μήνυμα, πρόρρηση, προφητική ρήση («χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.) 2. είδηση, πληροφορία, νέα («εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρός ἐνίσποις», Ομ. Οδ.) 3. διάδοση,… …   Dictionary of Greek

  • κληδών — omen fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλῄδων — κλείς clavis fem gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεηδόνα — κληδών omen fem acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεηδόνι — κληδών omen fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεηδών — κληδών omen fem nom/voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληδόν — κληδών omen fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληδόνα — κληδών omen fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληδόνας — κληδών omen fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληδόνες — κληδών omen fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληδόνι — κληδών omen fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»