Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐπέτεια

См. также в других словарях:

  • εὐπετείᾳ — εὐπετείᾱͅ , εὐπέτεια ease fem dat sg (attic doric aeolic) εὐπετείᾱͅ , εὐπέτεια ease fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπέτεια — εὐπέτεια και ιων. τ. εὐπετείη, ἡ (Α) [ευπετής] 1. ευκολία, ευχέρεια 2. αφθονία, περίσσεια 3. αδυναμία, καχεξία, μαρασμός τού σώματος …   Dictionary of Greek

  • εὐπέτεια — ease fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπετείας — εὐπετείᾱς , εὐπέτεια ease fem acc pl εὐπετείᾱς , εὐπέτεια ease fem gen sg (attic doric aeolic) εὐπετείᾱς , εὐπέτεια ease fem acc pl (ionic) εὐπετείᾱς , εὐπέτεια ease fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπετείη — εὐπέτεια ease fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπέτειαν — εὐπέτεια ease fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»