Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπίκλη-ν

См. также в других словарях:

  • επίκλη — ἐπίκλη, ή (AM) 1. (κατά τον Ησύχ.) επίκληση, επωνυμία χρησιμοποιείται μόνο στην αιτ. στην έκφραση ἐπίκλην ἔχω ονομάζομαι, καλούμαι, έχω ονομασία («ἄστρα, ἐπίκλην ἔχοντα πλανητά», Πλάτ.) 2. (η αιτ. ως επίρρ.) ἐπίκλην α) κατ’ επίκληση, με την… …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»