Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καλήτωρ

См. также в других словарях:

  • καλήτωρ — καλήτωρ, ὁ (Α) (επικ. τ.) 1. αυτός που καλεί, που συγκαλεί, κήρυκας, διαλαλητής («κήρυκα καλήτορα», Ομ. Ιλ.) 2. κύριο όνομα (στον Όμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καλη (τού καλῶ), το οποίο αποτελεί προϊόν συμφυρμού τών μορφών καλέ και κλη (βλ. καλώ) +… …   Dictionary of Greek

  • Καλήτωρ — crier masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλήτωρ — crier masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλήτορα — Καλήτωρ crier masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλήτορα — καλήτωρ crier masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλήτορος — Καλήτωρ crier masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλήτορος — καλήτωρ crier masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Calétor — CALÉTOR, ŏris, Gr. Καλήτωρ, ορος, (⇒ Tab. XXXI.) des Klytius, und also des Priamus Bruders, Sohn, welchen Ajax Telamonius vor Troja mit nieder machete. Homer. Il. Ο. v. 419 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»