Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἔστησαν

См. также в других словарях:

  • ἔστησαν — ἵστημι make to stand aor ind act 3rd pl ἵστημι make to stand aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἄστησαν — ἔστησαν , ἵστημι make to stand aor ind act 3rd pl ἔστησαν , ἵστημι make to stand aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • στήνω — και στένω και σταίνω Ν 1. βάζω κάτι όρθιο, τοποθετώ κάτι με τρόπο ώστε να στέκεται όρθιο («στήνω το κοντάρι τής σημαίας») 2. εγκαθιστώ, ανεγείρω («οι σεισμόπληκτοι έστησαν καλύβες») 3. ιδρύω («μαζεύτηκαν οι τρεις τους και έστησαν μια εταιρεία») 4 …   Dictionary of Greek

  • Αντιφάνης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος αγαλματοποιός (5ος αι. π.Χ.). Προερχόταν από τον δήμο Κεραμέων. Στο Ερέχθειο μνημονεύεται ως κατασκευαστής ανάγλυφου ηνίοχου με τον δίφρο του. 2. Αργείος χαλκοπλάστης (τέλη 5ου – μέσα 4ου αι. π.Χ.). Περίφημος …   Dictionary of Greek

  • Αρμόδιος και Αριστογείτων — (6ος αι. π.Χ.). Αθηναίοι πολίτες, που το 514 π.Χ. σκότωσαν τον Ίππαρχο, τον νεότερο από τους γιους του τυράννου Πεισιστράτη, οι οποίοι κυβερνούσαν την Αθήνα μετά τον θάνατο του πατέρα τους. Κατάγονταν και οι δύο από τον δήμο των Αφιδνών της… …   Dictionary of Greek

  • Υρνηθώ — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του βασιλιά Τημένη του Άργους, που ήταν ένας από τους Ηρακλείδες. Ο πατέρας της την αγαπούσε περισσότερο από τους γιους του, την πάντρεψε με τον αγαπητό του σύμβουλο και βοηθό στρατηγό Δηιφόντη και σκόπευε να την κάνει… …   Dictionary of Greek

  • στήνω — έστησα, στήθηκα, στημένος 1. ορθώνω κάτι, κάνω κάτι να σταθεί όρθιο: Έστησαν χριστουγεννιάτικο δέντρο στη μέση του σαλονιού. 2. συναρμολογώ: Έστησαν τις μηχανές στο εργοστάσιο. 3. «Στήνω ενέδρα», ενεδρεύω. «Στήνω καβγά», καβγαδίζω. 4. μτφ., αφήνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Homeric Greek — is the form of Ancient Greek that was used by Homer in the Iliad and Odyssey. It is an archaic version of Ionic Greek, with admixtures from certain other dialects, such as Aeolic Greek. It later served as the basis of Epic Greek, the language of… …   Wikipedia

  • Religion grecque (culte) — Religion grecque antique (culte) Dans les formes cultuelles adoptées par la religion grecque antique, les principaux rites sont les prières, les offrandes, les sacrifices, les fêtes publiques et les jeux [1]. Ces rites ne s excluent pas, au… …   Wikipédia en Français

  • Religion grecque antique (culte) — Dans les formes cultuelles adoptées par la religion grecque antique, les principaux rites sont les prières, les offrandes, les sacrifices, les fêtes publiques et les jeux[1]. Ces rites ne s excluent pas, au contraire : une offrande s… …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»